07/11/2024

Η Προπαγάνδα και η ελληνική εκδοχή του Εκσυγχρονισμού.

του Αλέξανδρου Δρίβα,
Υποψήφιου Διδάκτορα Διεθνών Σχέσεων

Ο «διάλογος» για την Παιδεία, έχει την τιμητική του σε μήνες που οι υπεύθυνοι «αναμορφωτές» αυτής, έδειξαν δύο πράγματα: Τόσο την άγνοια των πραγματικών προβλημάτων της Παιδείας, όσο και την «ιδεολογική-επιστημονική τους καταγωγή». Βεβαίως, ιδεολογία και επιστήμη, μόνο σε κάποια σημεία μπορούν να τέμνονται. Παρόλα αυτά, ακούμε δηλώσεις από τον Κύριο Φίλη και από τον Κύριο Λιάκο, με «επιστημονικό» περίβλημα. Είναι άραγε αυτό το πέπλο επιστημονικό; Kαι αν το πέπλο, δεν είναι επιστημονικό, ποιό είναι το περιεχόμενο που καλύπτει; Και σε αυτούς τους καιρούς, (όπως σε κάθε εποχή) είναι σημαντικό να ασχοληθούμε με την ουσία και τη λειτουργία της Προπαγάνδας. Αυτό, θα είναι το πρώτο ζήτημα που χρήζει κάποιας ανάλυσης. Το δεύτερο, αφορά το πώς συνδέεται (εργαλειακά) η Προπαγάνδα, με όλο αυτό που στη χώρα μας (και ευρύτερα στον κόσμο) ονομάζεται «Εκσυγχρονισμός». Τελικός στόχος του κειμένου, είναι η ανάδειξη του τρόπου χρήσης κάποιων εννοιών και πρακτικών για την επίτευξη ορισμένων στόχων.

Η καταγωγή μιας τέχνης.

Η Προπαγάνδα αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα και συνάμα, σημαντικότερα εργαλεία της πολιτικής. Μολονότι γύρω από αυτήν την έννοια (και πρακτική) υπάρχουν αρκετά «πουριτανικές» στάσεις, την Προπαγάνδα τη χρησιμοποιούμε όλοι μας καθημερινά. Σε κάποιον βαθμό, σχετίζεται με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης το οποίο πολλές φορές, μας διατάζει να «κρύβουμε τις πληγές» μας και να «τονίζουμε τα ισχυρά μας σημεία».

Η αρχαία τέχνη της Ρητορικής, που αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα παράλληλα με τη Φιλοσοφία. Όπως έλεγαν οι Στωικοί, ο λόγος είναι ισοσθενής. Δηλαδή, ο λόγος, ισούται με τον αντίλογο. Σήμερα οι θετικές επιστήμες, έχουν αποδείξει οτι αυτή η ισορροπία δια των αντιθέτων, εκφράζει το ίσιο το σύμπαν προκειμένου να ισορροπεί. Αν η Φιλοσοφία λοιπόν υπηρετεί την ανάγκη του ανθρώπου για να αποδειχθεί κάτι αληθές και χρησιμοποιεί συλλογισμούς για να φτάσει σε ένα συμπέρασμα, η Ρητορική, υπηρετεί την ανάγκη του ανθρώπου, όχι να αιτιολογήσει, αλλά, να δικαιολογήσει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, «γέννημα» της Ρητορικής, υπήρξε η συστηματοποίησή της, η προπαγάνδα, μολονότι σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονται. Η Ρητορική, παραδέχεται αυτό που ισχυρίστηκε ο Πρωταγόρας, «παν μέτρο, άνθρωπος». Με άλλα λόγια, Φιλοσοφία και Ρητορική, είχαν και έχουν κοινή καταγωγή, όμως διαφορετικό προορισμό. Στόχος της Φιλοσοφίας, είναι η αναζήτηση του αληθούς. Από τη Φιλοσφία, προέκυψε ολόκληρη η επιστημολογία καθώς η επιστήμη, υπακούει στο αληθές. Η Ρητορική, ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό που ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες, «εικός». Δηλαδή, το πιθανόν, το υποτιθέμενο. Γι’ αυτό και στόχος της Ρητορικής, είναι η πειθώ. Η αλήθεια, είναι πειθώ. Η πειθώ, (και τα προς χρήση μέσα της) δεν είναι κατ’ ανάγκη, αληθινά. Με άλλα λόγια, η Φιλοσοφία υπηρετεί τη γνώση και η Ρητορική, τη γνώμη, την άποψη, τη διαφορετική οπτική. Βασική διαφορά της επιστήμης και της προπαγάνδας, είναι πως ο επιστήμονας, ερευνά, χωρίς να ξέρει το αποτέλεσμα της έρευνάς του. Εκείνος που που επιθυμεί να κάνει προπαγάνδα, γνωρίζει εξ’ αρχής την κατακλείδα του, γνωρίζει που ακριβώς στοχεύει.

Σήμερα, αυτή η σχολή σκέψης έχει μεταγγιστεί (αρκετά διαφορετική και με κακέκτυπο τρόπο) σε άλλα θεωρητικά υποδείγματα. Δύο από αυτά, που χρήζουν ιδιαίτερης μελέτης από τις κοινωνικές επιστήμες, είναι ο Κοινωνικός Κονστρουκτιβισμός και ο Πολιτισμικός Σχετικισμός. Στην Ελλάδα, τα δύο αυτά θεωρητικά μοντέλα που ασχολούνται με την έννοια της ταυτότητας ενός ατόμου και μιας κοινωνίας, άρχισαν να αφομοιώνονται από την επόμενη δεκαετία της μεταπολίτευσης. Τόσο ο Κοινωνικός Κονστρουκτιβισμός, όσο και ο Πολιτισμικός Σχετικισμός, μοιάζουν να συμφωνούν στο οτι υπάρχουν σχετικά και ασαφή χαρακτηριστικά για την έννοια της ταυτότητας ενός ανθρώπου, ή μιας κοινωνίας. Δεδομένου οτι η τελευταία, παίζει σημαντικό ρόλο, τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα διαμορφώσουν το άτομο (πυρήνα μιας ομάδας) ακολούθως, θα διαμορφώσουν ομάδες και τελικά, το άθροισμα και η αλληλεπίδραση αυτών των ομάδων, θα ανδείξει τον/την κοινωνικό/ή τύπο/ταυτότητα.

Στόχος το άλμα, όχι η αλληλουχία προκείμενων προς απόδειξη του πραγματικού.

            Σε αντίθεση με τη Φιλοσοφία αλλά και την «αγαπημένη κόρη» αυτής, της Επιστήμης, η Προπαγάνδα, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω για την τέχνη της Ρητορικής, δεν αποσκοπεί στη θέση ερωτήσεων για την προσέγγιση/απόδειξη του αληθούς. [1] Ο στόχος της Προπαγάνδας, («Καμπάνιας»)  είναι τριπλός: Η α) επινόηση/εκμετάλλευση ενός μηνύματος, β) η ορθή διανομή του και γ) η κυριαρχία του. Οι στόχοι αυτοί, εξυπηρετούν τον τελικό στόχο που μπορεί να είναι κάθε μορφής (πολιτικός, οικονομικός κτλ). Αποφεύγοντας τους αναγωγισμούς χωρίς να ξεχνάμε το πολύπτυχο της Προπαγάνδας, η τελευταία, χρησιμοποιείται σε ένα ευρύτατο φάσμα επαγγελμάτων. Εξαρτήματα της Προπαγάνδας, είναι όλες εκείνες οι τεχνικές που αφορούν αυτό που λέμε «Πειθώ». Επίκληση στο συναίσθημα, στην αυθεντία, σε ήθη αντιπάλου (οισοδήποτε θεωρείται «εχθρός») και άλλες σαφείς τεχνικές, με τη σύγχρονη εποχή να φιλοξενεί όσο ποτέ άλλοτε τη χρήση οπτικο-ακουστικών μέσων. Η Προπαγάνδα, είναι αρκετά πιο «πεζή» από τη Φιλοσοφία για παράδειγμα. Επιτίθεται κυρίως στις αισθήσεις του ανθρώπου, δίνοντας στο εκάστοτε μήνυμα που κομίζει μια πανίσχυρη δυναμική. Με άλλα λόγια, η Προπαγάνδα, για όσους την ασκούν, δε διαχωρίζεται σε «καλή και κακή», σε «ηθική και ανήθικη». Διαχωρίζεται σε αποτελεσματική και μη αποτελεσματική.

Η επικράτηση μιας ιδέας η οποία θα μπορεί να διευκολύνει ή και να οδηγήσει στην πραγμάτωση ενός στόχου, δεν μπορεί να έρθει, αν πρώτα δεν έχουν «εξολοθρευθεί», οι ιδέες εκείνες που αποτρέπουν την πραγμάτωση ενός στόχου. Αυτή, η «αποδομητική» λειτουργία της Προπαγάνδας, είναι τόσο δύσκολη όσο πιο μακροπρόθεσμος είναι και ο στόχος. Το τμήμα Marketing μιας εταιρείας, μπορεί να χρειαστεί μια απλή φήμη/πληροφορία για κάποια ανταγωνίστριά της και για το προϊόν της, που θα είναι τόσο δυσφημιστική που η όποια «καμπάνια» να μπορεί μέσα σε μέρες να μειώσει το μερίδιο που έχει στην αγορά, προς όφλεος εκείνης που εγείρει την καμπάνια.

Στην πολιτική, αντίστοιχα, μια προεκλογική καμπάνια, που έχει στόχο την ανάληψη της εξουσίας, αρκεί επίσης κάποιο σκάνδαλο (πραγματικό ή υποθετικό, δεν ενδιαφέρει τον ασκούντα την προπαγάνδα) που θα μεταβάλλει αποφασιστικά την εκλογική συμπεριφορά. Αυτές οι λειτουργίες, είναι βραχυπρόθεσμες. Η αποτελεσματικότητα μιας μακροπρόθεσμης καμπάνιας, είναι περισσότερο στοχευμένη, αρκετά πολύπλευρη και χρειάζεται τα κατάλληλα μέσα. Αν για τους βραχυπρόθεσμους στόχους, επιθυμούμε την επικράτηση πρόσκαιρων φημών, αναφορικά με τους μακροπρόθεσμους στόχους, επιθυμούμε την επικράτηση ιδεών, μιας ολόκληρης νοοτροπίας.

Στην Λογική, όπως αναφέρθηκε, χρειαζόμαστε συλλογισμούς. Κάποιες προκείμενες οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με σχέσεις αιτίου-αιτιατού, κάποιες φορές, η μία προκείμενη, απορρέει από την άλλη, συνάγουν ένα συμπέρασμα. Τα είδη συλλογισμών, είναι αρκετά και εξαρτώνται τόσο από την αφετηρία του συλλογισμού, όσο και από το αποδεικτέο στο οποίο επιθυμούμε να φτάσουμε.

Η Προπαγάνδα, στοχεύει σε αυτά που ονομάζουμε στη Λογική, «λογικά άλματα». Όπως αναφέρθηκε, ο στόχος της Προπαγάνδας είναι η επικράτηση μιας φήμης-ιδέας, όχι η αξιολογική κρίση του εκάστοτε συμπεράσματος. Εκείνος που ασκεί Προπαγάνδα, δεν ενδιαφέρεται για την εγκυρότητα των συλλογισμών. Ως εκ τούτου, αδιαφορεί για την αλληλουχία των προκείμενων (με στόχο κάποιο συνεκτικό με αυτές, συμπέρασμα) και για τις ιδιότητες και τις κατηγορίες των εννοιών. Η Λογική, υπηρετεί την ανάλυση. Η Προπαγάνδα, την υπερ-απλούστευση.

Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ναζιστική προπαγάνδα επιχείρησε να συστηματοποιηθεί και να περάσει τα όρια της «τέχνης του εξαπατάν» , εξελισσόμενη σε επιστήμη. Η πιο σημαντική αρχή από τις 11 αρχές της ναζιστικής προπαγάνδας ήταν η εξής: «[2]Το επίπεδο της προπαγάνδας, πρέπει να είναι ο χαμηλότερος κοινός παρανομαστής της διανοητικής του κοινού προς το οποίο απευθύνεται». Κατόπιν αυτού, η Προπαγάνδα στηρίζεται στο «σλόγκαν» και στη συνθηματολογία. Μεγάλη σημασία, διαδραματίζει τόσο το συναίσθημα (η Προπαγάνδα δέχεται οτι ο άνθρωπος δρα κυρίως συναισθηματικά) όσο και η λειτουργία της μνήμης. Το σύνθημα, επαναλαμβάνεται πολλές φορές. Η επανάληψη, σε συνδυασμό με την υπεραπλούστευση ενός συνθήματος, προσφέρουν στο ευρύ κοινό την ευκαιρία να κρατούν καλά στο νου τους αυτό που ακούν ή και βλέπουν. Ένα παράδειγμα συνθήματος τέτοιου, πάλι από την περίοδο της ναζιστικής Γερμανίας, ήταν εκείνο που επαναλάμβανε ο Χίτλερ στις ομιλίες του «μας μαχαίρωσαν πισώπλατα».

Ο σκοπός του λογικού άλματος, μόνο τυχαίος δεν είναι. Η οποιαδήποτε μορφή της Προπαγάνδας, εμφανίζει την τρωτότητά της, στον λογικό έλεγχο. Ο λόγος αυτής της τρωτότητας, είναι ευνόητος. Η λογική συνοχή, απουσίαζει. Το λογικό άλμα, προστατεύει την εκάστοτε καμπάνια από τα λογικά ερωτήματα. Δηλαδή, από τον λογικό έλεγχο που είναι γέννημα της Αρχής της Διαψευσιμότητας. Η συνωμοσιολογία, μολονότι συνδέεται με την Προπαγάνδα, οφείλει να διαχωρίζεται. Ο προπαγανδιστής, χρησιμοποιεί την επινόηση συνωμοσιών. Ένας συνωμοσιολόγος, δεν είναι ανάγκη να είναι προπαγανδιστής. Αυτός είναι και ο λόγος που η συνωμοσιολογία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εύκολα. Δεν μπορεί κανείς εύκολα να τη διαψεύσει. Με αυτόν τον τρόπο, αιωρείται και η οποιαδήποτε φήμη. Όπως ο καπνός δε διαλύεται σε κλειστό χώρο που δεν υπάρχει ρεύμα αέρα, έτσι και μια φήμη, δε διαλύεται αν δεν αποδειχθεί οτι δεν ισχύει. Όσο περισσότερο παραμένει αναπόδεικτη, τόσες περισσότερες πιθανότητες έχει να πάρει τη μορφή «αλήθειας». Σε συγκεκριμένα πλαίσια λοιπόν, μπορούμε να μελετήσουμε τις επικρατούσες «ιδέες» οι οποίες πλαισιώνουν το Διάλογο για την Παιδεία και ο οποίος, δε γίνεται να αποκοπεί από τις έννοιες «Ελλάδα» και «Έθνος». Ποιά είναι τα λογικά άλματα; Ποιές είναι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται ως «επιστημονικά δάνεια» προκειμένου η συγκεκριμένη προπαγάνδα να λάβει «επιστημονικό μανδύα» και να θωρακιστεί;

Άλμα με ακόντιο τον Εκσυγχρονισμό.

Οι αναλύσεις περί Νεωτερικότητας και Μετανεωτερικότητας, έχουν υπερκαλύψει σε μεγάλο βαθμό το ερώτημα «τι άνθρωπο επιθυμούμε να δημιουργήσουμε;». Η οικονομική πρόοδος, δεν μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την τεχνολογική πρόοδο. Το διαδίκτυο που σήμερα χρησιμοποιούμε, βρίσκει την αφετηρία του στις μηχανές που δημιουργήθηκαν για να επεξεργάζονται το βαμβάκι προκειμένου να υπάρξει μαζική παραγωγή. Η εξέλιξη αυτή, επέφερε τεράστιες κοινωνικές αλλαγές, που δεν είναι επί της παρούσης να αναλύσουμε. Η γραμμική αυτή εξέλιξη, ονομάστηε «πρόοδος». Πρόοδος, ως προς τί; Ο παραδοσιακός τρόπος παραγωγής, πριν την Α Βιομηχανική Επανάσταση, λάμβανε χώρα χάρη στις βιοτεχνίες. Η εξέλιξη, δεν είναι «καλή ή κακή». Είναι αναπόφευκτη. Οι αποικίες, οι σχέσεις Μητρόπολης-Αποικίας και η μαζική παράγωγή που έλαβε χώρα χάρη στον εκσυγχρονισμό των μέσων παραγωγής, κατέστησε τον εκσυγχρονισμό, αυτοσκοπό. Οτιδήποτε γίνεται εμπόδιο στον αυτοσκοπό, οφείλει να εξουδετερώνεται. Παράδειγμα αυτού του εκσυγχρονισμού που καταδεικνύει και το νόημά του, είναι το ακόλουθο: Το 1819, το Βρετανικό Κοινοβούλιο, ενέκρινε νομοσχέδιο για την παιδική εργασία. Σύμφωνα με τον Ρυθμιστικό Νόμο Εργοστασίων Βάμβακος, (Cotton Factories Regulation Act) η παιδική εργασία απαγορευόταν, μέχρι το παιδί να φτάσει την ηλικία των 9 ετών. Από 9 ετών ως και 16, μπορούσε να εργαστεί. Μάλιστα, αυτός ο κανόνας δεν ίσχυσε σε όλη τη βιομηχανική δραστηριότητα. Ίσχυσε μόνο στον τομέα της βαμβακοπαραγωγής. Ο λόγος, ήταν για να παραμείνει η εργασία ελεύθερη και ευέλικτη.

Η Νεωτερικότητα, στηρίζεται στο «νέο». Το «νέο» – «σύγχρονο», είναι αποδοτικό. Άρα είναι καλό και πρέπον. Η έννοια του «νέου», ανέβασε λοιπόν κάθετί «νέο» ενώ αντίθετα οτιδήποτε «παραδοσιακό» και «παλιό», όφειλε να εξουδετερωθεί. Η γνώση, όφειλε να είναι μέρος ενός τρίπτυχου: Γνώση – έρευνα – παραγωγή. Αυτό είναι το πρώτο άλμα. Το «νέο» δεν εξετάζεται αν δίνει βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα οφέλη, ούτε καν το είδος του οφέλους. Το «νέο» ταυτίζεται με το καλό, το όμορφο, το ορθό κτλ. Το «παλιό», ό,τι «δεν είναι στο 2015», το διαχρονικό, δε γινόταν να αξιοποιηθεί.

Στην Προπαγάνδα, το σύνθημα χρησιμοποιείται προκειμένου να δώσει ερεθίσματα που με τη σειρά τους, θα προσφέρουν εκείνους τους συνειρμούς που θα οδηγούν τους ανθρώπους στο να υιοθετήσουν ευκολότερα εκείνο που επιδιώκει η καμπάνια. Είναι περιττό να αναφέρουμε πως η Προπαγάνδα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μέσο επίπεδο καλλιέργειας της κοινωνίας που πρόκειται να την υποστεί. Ένας φύλαρχος σε μια χώρα της Αφρικής, θα χρησιμοποιήσει πολύ περισσότερα στοιχεία που θα αγγίζουν το θυμικό των εξουσιαζόμενών του, από ό,τι θα κάνει μια πολιτική αρχή στη Δύση. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και κάποια του αίτια, χρησίμευσαν σαν «συναισθηματική τράπεζα» για όσους προσπάθησαν να φέρουν τον μηδενισμό (εκσυγχρονισμό) δηλαδή, όχι μόνο στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά να τον καταστήσουν την καθεστηκυία κοινωνική στάση, σε δισεκατομμύρια πολίτες.

Ο εθνικισμός, ως έννοια έχει ως ρίζα το έθνος. Αν ο εθνικισμός προκάλεσε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε το έθνος, δεν μπορεί παρά να είναι μιαρό και εξ αυτού να προέρχονται όλα τα δεινά. Το λογικό άλμα, είναι συνεπές. Επίσης, το δόγμα, ταυτίζεται με τον φανατισμό και εκείνος με τη σειρά του, με το «απόλυτο κακό». Συνειρμοί και λογικά άλματα, οδηγούν στο να χαρακτηριστούν -εξ’ αποκαλύψεως- ως «αρνητικές», οι θρησκείες. Συνειρμοί και λογικά άλματα, συνδέονται προκειμένου να αποδομήσουν κάτι υπαρκτό και τη θέση του αποδομημένου, να την πάρει κάτι νέο, αυτό που συμφέρει εκείνον που διενεργεί την καμπάνια. Η απολυτολογία και η χρήση θεσφάτων, είναι κομβικής σημασίας για την Προπαγάνδα. Μέσα σε αυτήν, διευκολύνεται η λεγόμενη «φόρτιση λέξεων και εννοιών». Άλλοτε θετική (προάγοντας το αφήγημα που επιδιώκεται να επικρατήσει)  και άλλοτε αρνητική, η «φόρτιση εννοιών» συνδέει το θυμικό του δέκτη του προπαγανδιστικού μηνύματος με τους συνειρμούς που θα κάνει. Αν εσείς θαυμάζετε οτιδήποτε αφορά το κατόρθωμα του έθνους στο οποίο ανήκετε, τότε θα εξισωθείτε με τη χειρότερη μορφή λατρείας του έθνους, που μπορεί να είναι το μίσος για άλλα έθνη, φυλές κτλ. Η Προπαγάνδα, δεν ενδιαφέρεται όπως είπαμε για βαθμίδες και αξιολόγηση ποιοτήτων και κατηγοριών των εννοιών. Θεμελιώδης στόχος της, είναι η επικράτηση. Παρόλα αυτά, οι συνειρμοί και η επιτηδευμένη φόρτιση εννοιών, άγεται και φέρεται από τη μεθοδική χρήση αυτής, από άλλα θεωρητικά υποδείγματα. Ένα βασικό θεωρητικό υπόδειγμα που χρησιμοποιείται, είναι ο Συμπεριφορισμός.

Συμπεριφορισμός, ή αλλιώς: Η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης.

Ο Συμπεριφορισμός, αποτελεί ένα εργαλείο για όσους ασχολούνται με τα επιστητά της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ωστόσο, τα εξαγόμενά του και η θέαση με την οποία ατενίζει τα γεγονότα, τον καθιστούν ένα ευρύ ρεύμα σκέψης, το οποίο ενυπάρχει σε αρκετές επιστήμες. Σύμφωνα με αυτόν, το άτομο διαθέτει εξαρτημένα αντανακλαστικά. Με άλλα λόγια, το κάθε άτομο, αλληλεπιδρά σύμφωνα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, δεν καθοδηγείται από άλλους παράγοντες (π.χ δική του κοσμοαντίληψη). Με μεγάλη προσοχή, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Συμπεριφορισμός, εξετάζει μηχανικά τις αιτιώδεις σχέσεις. Σαν ρεύμα σκέψης, τείνει στον Αναγωγισμό (μονοπαραγοντική ανάλυση και μάλιστα, με ενδιαφέρον στο αποτέλεσμα). Στην επιστήμη της Ψυχολογίας, ο Συμπεριφορισμός, δίνει προτάσεις για το πώς μπορεί να διαμορφωθεί η συμπεριφορά ενός ανθρώπου. Η συμπεριφορά του ανθρώπου, ορίζεται από πολλούς παράγοντες και η πρώτη, εμφανίζεται μόνο ως επιφάνεια μιας θάλασσας.  Το δίπολο «Καρότο και Μαστίγιο», αποτελεί συστατικό στοιχείο του πυρήνα της συμπεριφοριστικής σκέψης. Λόγω του ό,τι ο Συμπεριφορισμός εστιάζει στον Αναγωγισμό και στην απευθείας χρήση αιτιωδών σχέσεων που είναι πολύ βαθύτερες από όσο παραδέχεται, η προπαγανδιστική πρακτική, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα συμπεριφοριστικά ευρήματα.

Έστω οτι η λέξη «έθνος» είναι αρνητικά φορτισμένη. Οι συνειρμοί που ακολουθούν αυτήν την έννοια είναι ο πόλεμος, ο ρατσισμός, το μίσος, η «αναχρονιστική αντίληψη» των πραγμάτων κτλ. Επομένως, κάθε φορά που η έννοια αυτή αναπαράγεται, θα αναπαράγονται μαζί της και οι συνειρμοί. Αυτοί οι συνειρμοί, δεν έχουν λογική σχέση. Το «έθνος», χρησιμοποιήθηκε εργαλειακά από τις ακροδεξιές οργανώσεις. Δεν είναι «δρώντας». Αν κάποιος μας χτυπήσει με ένα βιβλίο, δεν κατηγορούμε το βιβλίο που έπεσε πάνω μας, οφείλουμε να κατηγορήσουμε εκείνον που το πέταξε. Στόχος της επιθετικής Προπαγάνδας (σ.σ προώθηση ενός συνθήματος/αφηγήματος που θα αγγίξει το επίπεδο ιδεολογικής κυριαρχίας) είναι να ενταχθούν τα πλήθη κάτω από αυτήν, ακόμη και αν δεν την ασπάζονται ύστερα από τον λογικό έλεγχο. Η «τιμωρία», διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο τόσο στην Προπαγάνδα, όσο και στον Συμπεριφορισμό. Αφού η λέξη «έθνος» έχει τρομακτικούς συνειρμούς, εκείνος που θα την αναφέρει, θα είναι εξίσου τρομακτικός. Μέσα στις γνώσεις ενός προπαγανδιστή, υπάρχει η σημαντική γνώση πως ο άνθρωπος, φοβάται. Πέραν του γενικού φόβου προς το άγνωστο, ο άνθρωπος φοβάται τον κοινωνικό αποκλεισμό, ο οποίος συνειρμικά τον οδηγεί στο να πιστέψει πως βρίσκεται απροστάτευτος. Το «ανήκειν», δεσπόζει στην Πολιτική Κοινωνιολογία αλλά και στην λεγόμενη Κοινωνική Μηχανική (επιστητά τα οποία μελετά εξίσου ένας προπαγανδιστής). Ο κοινωνικός αποκλεισμός, αποτελεί το μαστίγιο για κάποιον που αρνείται τις παραδοχές μιας επικρατούσας ιδεολογίας-νοοτροπίας-πεποίθησης κτλ. Το καρότο, είναι η παραμονή εντός των κόλπων της κοινωνίας η οποία έχει την τάση να αποδέχεται ό,τι την επιβεβαιώνει.

Τα λογικά άλματα, χάρη στον Συμπεριφορισμό, αποκτούν επιστημονικό μανδύα και έτσι, αν αναμένατε με αγωνία νέα της Αμφίπολης πέρυσι το καλοκαίρι, μπορεί αυτή η αναμονή να αποτελεί το ένα μέλος μια εξίσωσης, της οποίας το δεύτερο, είναι ο…φασισμός. Ας εξετάσουμε το τρίπτυχο που χρησιμοποίησε η δικτατορία της επταετίας: «Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια». Σύμφωνα με μελέτες, οι περισσότεροι άνθρωποι στην Ελλάδα, συνεχίζουν να ασπάζονται αυτό το τρίπτυχο. Μάλιστα, αυτό το τρίπτυχο, έχει ενισχυθεί έτι περαιτέρω λόγω της κρίσης. Ποιός μπορεί στο δημόσιο λόγο να το πει; Το μαστίγιο, είναι το να τεθεί στο πολιτικό και κοινωνικό περιθώριο εκείνος που θα χρησιμοποιήσει λέξεις και έννοιες, που για άλλους λόγους, χρησιμοποίησε η επταετία. Κι όμως, αυτός που επιθυμεί τον αποκλεισμό σας, αδιαφορεί για αυτήν την ποιοτική αξιολόγηση. Για εκείνον, «πρέπει» να είστε «νοσταλγοί της επταετίας» κτλ. Η λεγόμενη «ταμπελοποίηση» στην καθομιλουμένη, δεν είναι τίποτε άλλο από το τέλος μιας προπαγανδιστικής καμπάνιας. Η ταμπέλα, θα είναι φορτισμένη και θα προκαλεί εξίσου φορτισμένους συνειρμούς. Η αποτροπή-μαστίγιο, για την αποθάρρυνση έκφρασης πεποιθήσεων εκ διαμέτρου αντίθετων προς την επικρατούσα πεποίθηση, ονομάζεται από την Προπαγάνδα ως «επιρροή της κοινωνικής πίεσης».

Πειράματα και έρευνες, έχουν αποδείξει οτι η κοινωνική πίεση (ήτοι η ισχύς των πολλών έναντι του ενός) διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο, σε βαθμό που μπορεί να πειστείτε/πιεστείτε να αποδεχτείτε οτι ο Ήλιος δεν έχει δύσει, μολονότι έξω έχει σκοτάδι. Αποτροπή και μαστίγιο. Στηριζόμαστε λοιπόν, στο φόβο.

Η Ελληνική εκδοχή του εκσυγχρονισμού.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα αντίφαση που παρουσιάζουν οι επικρατούσες πεποιθήσεις στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1970’ και μετά, είναι η εξής: Μολονότι το σύνθημα αυτών προωθεί την χειραφέτηση του ατόμου από οποιαδήποτε  αξία (μέσα από μαστίγια που αναφέραμε παραπάνω) που πιο πριν τον «δέσμευε», απευθείας, τον «προσδένει» με άλλες αξίες.  Η «ελευθερία της έκφρασης», όπως και κάθε έννοια η οποία δύσκολα λαμβάνει χώρα στην πρακτική καθημερινότητα μιας κοινωνίας, μετατρέπεται σε εργαλείο προώθησης του εκάστοτε αφηγήματος. Άλλωστε, «ελευθερίες», παρέχει εκείνος που έχει την ισχύ.

Μολονότι η ελευθερία έκφρασης, υπόκειται σε συνταγματικούς περιορισμούς (σ.σ μπορείτε να μηνύσετε κάποιον για εξύβριση) η χρήση του από σχετικιστικά και μηδενιστικά αφηγήματα, έχει ιδιαίτερη σημασία αναφορικά με την αποδόμηση. Η ελευθερία σας για σάτιρα, είναι πάνω από οιαδήποτε ελευθερία ενός άλλου ατόμου που θα λάβει αυτήν, ως προσβολή. Άλλωστε, οι «παλιές αξίες», ανήκουν στον «παλιό κόσμο» και επομένως δεν αντικατοπτρίζουν τον «σημερινό». Μπορεί η ιστορία να μην έχει «εξαπλωθεί» ομοιόμορφα και αναλογικά σε όλον τον κόσμο, παρόλα αυτά, για κάποιον που προωθεί τον μηδενισμό, λίγη αξία έχουν. Γι’ αυτόν, όλες οι «παλιές» αξίες, είναι επινοήσεις. Αποτελούν αποκυήματα-νοητικές κατασκευές ατόμων και κοινωνιών. Αν η επινόηση εννοιών ήταν «φανταστική» και «σχετική», τότε η πρακτική βάσει αυτών, ήταν εξίσου «φανταστική» και «σχετική».[3]

Η ταυτότητα ενός ανθρώπου, διαδρματίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Σε μακρο-επίπεδο, η ταυτότητα μιας κοινωνίας, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό (έμμεσα και άμεσα) την πορεία ενός λαού. Όπως ο Αριστοτέλης έλεγε, «δεν μπορεί κανείς να είναι άπολις», έτσι συμβαίνει και με την ταυτότητα. Μόνο που η ταυτότητα οφείλει κάποιες φορές να ακολουθεί το κατά Σιμωνίδη «Πόλις μορφώνειν άνθρωπον». Οι αξίες, δε λείπουν από την Ελλάδα. Ωστόσο, πρέπει να μελετηθεί γιατί λείπουν συγκεκριμένες αξίες και γιατί υπάρχουν άλλες. Συγκεκριμένες «λέσχες σκέψεων», δημιούργησαν βιβλία, ντοκιμαντέρ, διοργάνωσαν συνέδρια και συζητήσεις που είχαν έναν κοινό σκοπό. Την εισαγωγή  μιας νέας πολιτικής κουλτούρας, η οποία θα άλλαζε δομικά τη σχέση του ατόμου με την Ιστορία, τον αυτοπροσδιορισμό του και τον ετεροπροσδιορισμό του. Την ταυτότητά του δηλαδή. Ο νομιναλισμός, έχει ιδιαίτερη σημασία για την Προπαγάνδα. Οι λέξεις άλλωστε, είναι οι σφαίρες της. Η φόρτιση και η αποφόρτιση, σε θέματα που αφορούν τις σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας, ήταν καταιγιστική. «Φιλοξενούμενοι Τούρκοι» στην Τρίπολη, «Συνωστισμοί» στη Σμύρνη με προκάλυμμα, την «ιστορική αλήθεια», ήτοι τον επιστημονικό μανδύα. Τι και αν η επιστήμη δέχεται τον λόγο και τον αντίλογο που αποτελεί τη μαγιά της σύνθεσης και τελικά της, εξαγωγής συμπερασμάτων, τα συγκεκριμένα λόμπις προσπάθησαν και προσπαθούν να τιμωρήσουν με κοινωνικό αποκλεισμό, οποιονδήποτε πίστεψε σε ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού.

Οι τρόποι αποδόμησης που υιοθετήθηκαν, αποδεικνύουν σε κάθε πτυχή τους οτι καμία επιστημονική δεοντολογία δεν έλαβε χώρα γι’ αυτήν την προσπάθεια μετατροπής ταυτότητας. Η απαξίωση ιστορικών προσώπων και συμβόλων, η εναλλακτική θεώρηση γεγονότων, η αποσπασματική μελέτη «παραγράφων» που «αποδείκνυαν» το «ψευδές» της ιστορικής παιδείας που έλαβαν γενιές, είναι μόνο οι τρόποι που επιλέχθηκαν από αυτήν την –επιθετικής μορφής- Προπαγάνδα. Όπως αναφέρθηκε, η Προπαγάνδα, δε στοχεύει σε κάποιο υψηλό σκαλί πνευματικής καλλιέργειας. Στοχεύει στο μέγα πλήθος. Το πλήθος, πρέπει να πιστέψει οτι η ιδέα που είχε για τον κόσμο, ήταν λανθασμένη. Ταυτόχρονα, να πιστέψει οτι η αποφυγή των ενοχών που έχει επειδή «ξεγελάστηκε», εξαρτάται από την υιοθέτηση των «νέων» και «αληθινών» αξιών. Άτομα από όλο το πνευματικό φάσμα, που τηρούν a la carte σχέσεις με την επιστημονικότητα, χρησιμοποιήθηκαν για να υφάνουν τον επιστημονικό μανδύα μιας –αντικειμενικά- καταστροφικής καμπάνιας. Στα ψύχραιμα επιχειρήματα-ερωτήματα που τους έφερναν σε δύσκολη θέση και που άγγιζαν ζητήματα της παγκόσμιας προσφοράς του Ελληνισμού, απαντούσαν με αφηγήματα πολιτισμικού σχεστικισμού. Με άλλα λόγια, ο απαραίτητος για κάθε γλώσσα της Οικουμένης συγκριτικός και υπερθετικός βαθμός, όφειλαν να καταργηθούν…μόνο εντός Ελλάδος. Ο πολιτισμός σας που μπορεί να στηρίζεται π.χ στον ανθρωπισμό ή σε κάποιον αξιακό κώδικα που έχετε συνειδητά αποδεχθεί και υπηρετεί τον Άνθρωπο, δεν μπορεί να μπει σε σύγκριση με κάποιον πολιτισμό στον οποίον άρχει κάποια θεότητα που θέλει αίμα για να κάνει πραγματικότητα τους στόχους μιας πιστής φυλής. Η σύγκριση, υπήρξε βασικό συστατικό της προόδου της ανθρωπότητας. Εδώ, καταργείται. Πού είναι η επιστημονικότητα;

Γεωγραφικές περιοχές που βρίσκονται σε σταυροδρόμια ηπείρων, φιλοξενουν κατά κανόνα κοινωνίες που έχουν αρκετά σύνθετα χαρακτηριστικά. Ο πολιτισμός τους έχει δεχθεί αρκετές επιρροές από αρκετά σημεία του ορίζοντα. Οι «νέες» πεποιθήσεις, φέρνουν την Ελλάδα να «ανήκει στη Δύση» αδιαπραγμάτευτα. Στην Προπαγάνδα, όπως αναφέρθηκε, η φόρτιση εννοιών και όρων, καθώς και η τοποθέτηση αντικινήτρων που «χτυπούν» στο φόβο του ατόμου, κατέχουν δεσπόζουσα θέση. Η Δύση λοιπόν, ακολουθείται από τον συνειρμό «πρόοδος». Η Ανατολή, από την έννοια «οπισθοδρόμηση». Τα… «Βαλκάνια», είναι απλά μια πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης και αν δε θέλουμε να είμαστε «Βαλκάνια», η μόνη επιλογή, είναι η λατρεία οιουδήποτε δυτικού προτύπου. Για την Προπαγάνδα, το «φιλτράρισμα», είναι βλαβερό καθώς μαρτυρά την ύπαρξη κριτικής σκέψης, ήτοι, λογικού ελέγχου. Η δημιουργία ενοχών και τύψεων σε συνδυασμό με την αποδόμηση του παρελθόντος, οδηγεί το άτομο στο να δώσει προσοχή μόνο στο παρόν. Αν το παρόν ερμηνεύεται με μια «καμπάνια», τότε αυτή κατέχει την αλήθεια.

Η μνήμη, παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο, τόσο στην προπαγανδιστική πρακτική, όσο και σε ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιεί, τον συμπεριφορισμό. Η διέγερση του θυμικού, στην οποία στοχεύει ένα τέτοιου είδους αφήγημα, έχει σκοπό να παραλύσει κάθε λογικό σύνδεσμο που μπορεί να ανακληθεί από τη μνήμη. Μία από τις λειτουργίες της μνήμης, είναι αμυντική. Βοηθά το άτομο να μη νιώθει αποκομμένο από το παρελθόν, το βοηθά να δημιουργήσει αιτιώδεις σχέσεις. Έτσι, με νέους συνειρμούς που συνεχώς θα καλείται να επαναλάβει μια συλλογικότητα (μαζικά) θα αντικατασταθεί η όποια μνήμη. Ο Ζίγκμουντ Φρόϋντ, κάποτε είπε «Οι άνθρωποι, αντιλαμβάνονται τους άλλους ανθρώπους είτε ως φίλους, είτε ως εχθρούς». Αυτού του τύπου τον μανιχαϊσμό, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί και η προπαγάνδα. Ας δούμε παραδοχές της ελληνικής εκδοχής του εκσυγχρονισμού.

Τα τελευταία χρόνια, η προπαγανδιστική καμπάνια η οποία έχει χρησιμοποιήσει ως περιτύλιγμα τον «εκσυγχρονισμό», έχει πρώτα δημιουργήσει τις αποδομητικές της προτάσεις. Αυτές, είναι συνεκτικές ως προς το νόημα της έννοιας του συγχρονισμού. Όπως είπαμε, οτιδήποτε «παλιό», είναι και «βλαβερό». Το βιβλίο του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας, του Κώστα Σημίτη που εκδόθηκε το 1989 με τίτλο «Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας», περιγράφει αρκετούς από τους στόχους των όσων έχουν αναφερθεί από την οπτική του εκσυγχρονισμού. Η πρόταση, προϋπήρχε της αποδομητικής τακτικής. Αναφορικά με την ελληνική εκδοχή του αφηγήματος του εκσυγχρονισμού, η ελληνική κοινωνία είναι μια συντηρητική κοινωνία η οποία δεν κατάφερε να συμμετέχει στις ιστορικές ζυμώσεις της δυτικής Ευρώπης (η λέξη «Δύση», έχει ταυτιστεί με την έννοια της προόδου) και που χρειάζεται όλες εκείνες τις αλλαγές προκειμένου να αποκτήσει την ταυτότητα μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας. Κάτι καινούριο, πρέπει να δίνει ένα όραμα, ειδικά αν πρόκειται να αντικαταστήσει κάποιο «παλιό» όραμα.

Το όραμα της ελληνικής εκδοχής του εκσυγχρονισμού, είχε τρεις βασικές παραδοχές: 1. Η ελληνική κοινωνία στέκεται κυρίως στο παρελθόν. Όπως ένα άτομο, έτσι και μια κοινωνία που ζει μονίμως στο παρελθόν, είναι καταδικασμένη στην οπισθοδρόμηση. 2. Η Ελλάδα, σε αυτόν τον κόσμο, τον σύγχρονο, πρέπει να παραδειγματιστεί από προηγμένα κράτη του δυτικού κόσμου. Η απουσία της χώρας από σημαντικές ιστορικές εξελίξεις της Δύσης, ή άλλες φορές, η διαφορετική σύλληψη αυτών, θα μπορούσε να αντικατασταθεί με την υιοθέτηση προτύπων (σ.σ «σουηδικό μοντέλο» ασφάλισης, «φινλανδικό μοντέλο» στην παιδεία, «ιρλανδικό μοντέλο» ανάπτυξης κτλ). 3. Η Ελλάδα, για να μπορέσει να ατενίσει το μέλλον, οφείλει να σταματήσει να ασχολείται με το παρελθόν, να στραφεί στην οικονομική πρόοδο και να χτίσει το μέλλον της στις νέες διεθνείς δομές. Οποιεσδήποτε αξίες δε συνάδουν με την οικονομική πρόοδο, οφείλουν να ξεχαστούν.

Όλες αυτές οι παραδοχές, παρουσιάζουν λογικά άλματα και είναι ευάλωτες σε στοιχειώδη κριτική. Ας πάρουμε παραδείγματα μέσα από αυτόν τον κόσμο στον οποίο θα συμμετείχε η Ελλάδα. Στην Ιαπωνία, που είναι μακράν η πιο «εκδυτικισμένη» χώρα της Ασίας, συνυπάρχει το σύγχρονο (παραγωγή τεχνολογίας αιχμής) με το ιστορικό παρελθόν της. Ο Ιάπωνας πολίτης, θεωρεί πως η Ιαπωνία έχει μια ανώτερη πρόταση ζωής να δώσει στον κόσμο και αυτή, αν δημιουργήθηκε στο παρελθόν, τότε είναι χρέος του να τη διατηρεί στο παρόν. Eσχάτως, και παρά την μεγάλη οικονομική της πρόοδο, η Κίνα, βαδίζει επίσης στα ίδια χνάρια. Κοινή συνισταμένη των δύο χωρών, είναι πως κάθε εξωτερική επιρροή (π.χ εκδυτικισμός) οφείλει να ομοιάζει σαν μόσχευμα που μπαίνει σε έναν οργανισμό και πρέπει αυτό, να εναρμονιστεί με εκείνον. Η ίδια πραγματικότητα, ισχύει στη Μ. Βρετανία. Η Μ. Βρετανία, είναι το χρηματοπιστωτικό κέντρο του πλανήτη και ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σύγχρονα «εργαστήρια» έρευνας στον κόσμο στον τομέα της Ιατρικής και της Βιολογίας. Η αφοσίωση και η ενασχόληση με τα του βασιλικού οίκου, φαντάζει «αναχρονιστική» μπροστά σε αυτά. Επίσης, η βρετανική κοινωνία, είναι εξίσου προσεκτική στις «ταυτότητες» που υιοθετεί, όταν αυτές προέρχονται εκτός Νησιού. Παρόλα αυτά, παραμένει μια ανοικτή κοινωνία που φιλοξενεί εκατομμύρια ανθρώπων με πολύ διαφορετικές αξίες. Τα παραδείγματα, είναι άπειρα στον προηγμένο κόσμο. Είναι στα παραπάνω το παρελθόν ή οι παραδόσεις των λαών, σκόπελοι για την πρόοδο;

Η δεύτερη παραδοχή, συνδέεται με την πρώτη. Αν στα παραπάνω παραδείγματα έχουμε «φιλτράρισμα» των εξωτερικών επιρροών, στην ελληνική εκδοχή του εκσυγχρονισμού, επιχειρείται αποδόμηση του παλιού και αντικατάσταση αυτού. Το παρελθόν, είναι παρελθόν. Ξεκινώντας από τα πρόσφατα, μπορεί κανείς να ανασύρει τα όσα υποστήριζαν οι εκσυγχρονιστικές δυνάμεις ενώ γινόταν σταδιακή αποκάλυψη του Τύμβου της Αμφίπολης. Το Ελληνιστικό Μεγαλείο που έγινε και γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από όλην την Οικουμένη, ήταν για τις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού ένα «απροσδόκητο πλήγμα» για τη συνέχιση της αποδόμησης. Η ψυχολογική σύνδεση του λαού με το παρελθόν, είναι γι’ αυτούς καταστροφική. Η ορθή σύνδεση, είναι να εμπνευσθούμε, όχι από τις καλές στιγμές του Ελληνισμού, αλλά με την εισαγωγή αφηγημάτων, άλλων λαών με άλλη ιστορική διαδρομή και πολλές φορές, μακρινών γεωγραφικά. Η υποκατάσταση των εισαγωγών, δεν έγινε ποτέ ανεκτή από τους Έλληνες εκσυγχρονιστές, σε καμία πτυχή. Από εδώ λοιπόν, προκύπτει και η απάντηση στο ερώτημα «γιατί ενώ οι Έλληνες εκσυγχρονιστές θαυμάζουν επιτεύγματα του δυτικού παρελθόντος, δεν θαυμάζουν με τον ίδιο τρόπο τα αντίστοιχα ελληνικά;».

Η τρίτη παραδοχή, είναι η ουσιαστική κατακλείδα της πρότασης του ελληνικού εκσυγχρονισμού. Ο στόχος μιας κοινωνίας, είναι η οικονομική πρόοδος. Η ευημερία. Ο σκοπός λοιπόν, κρίνει τις αξίες οι οποίες απλά, μετατρέπονται σε μέσα. Αν η επιστορφή στο παρελθόν, ο θαυμασμός αυτού και η απόπειρα έμπνευσης από αυτόν, δε σας αποφέρει άμεσα κάποια υλική απολαβή, τότε δεν είναι μόνο περιττός αλλά και βλαβερός. Τα εργαλεία που χρησιμοποιεί αυτή η προπαγανδιστική πρακτική, είναι ακρετά και πολλές φορές, συνδεόνται. Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να συγχέονται. Ο σχετικισμός που περιβάλλει αυτήν την εκδοχή του εκσυγχρονισμού, είναι αρκετά αντιφατικός αν τεθεί σε λογικό έλεγχο. Παραδέχεται πως η χρήση συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού στην αξιολόγηση επιτευγμάτων πολιτισμού, είναι σχετική. Επομένως, προάγεται η ανεκτικότητα για κάθε πρόταση πολιτισμού. Η ελληνική πρόταση όμως, εξαιρείται. Οφείλουμε λοιπόν να είμαστε ανακτικοί σε κάθε πρόταση (και αυτό είναι το ανθρώπινο) αρκεί να μην είμαστε ανεκτικοί προς αυτό που είναι ελληνικό. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, το να αποκαλεί κανείς ομοφυλόφιλο ή σφαγέα έναν ηγέτη της Ελληνικής Επανάστασης, δεν είναι τίποτε άλλο από την άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης. Η αποδόμηση προσώπων-συμβόλων, είναι πάγια τεχνική της Προπαγάνδας. Η ιστορική ερμηνεία με αφηγήσεις του παρόντος, δεν είναι επιστημονικά και μεθοδολογικά απαράδεκτη. Εξυπηρετεί ταυτόχρονα, τον σκοπό της επικράτησης του αφηγήματος. Είναι πασίγνωστο πως η προσβολή προσώπων και συμβόλων, έχει γίνει υπό τον μανδύα της της ελεύθερης έκφρασης. Μετά από τα πρόσωπα, στοχοποιούνται άλλα ήθη και έθιμα. Αν οι παρελάσεις γίνονται σεβαστές στον δυτικό κόσμο, στην Ελλάδα είναι «Μεταξικά υπολείμματα».

Η φόρτιση εννοιών και η ταύτισή τους με άλλες, με τη χρήση λογικών αλμάτων, είναι εμφανής. «Μεταξικό υπόλειμμα», είναι και το Ίδρυμα Κοινωνικής Ασφάλισης. Κανείς από τους θιασώτες αυτής της εκδοχής του εκσυγχρονισμού, δεν πρότεινε ποτέ, να πάψει να λειτουργεί. Η ταύτιση συνηθειών με φαύλες πολιτειακές καταστάσεις, είναι επίσης μια πάγια τακτική των ταγών αυτού του αφηγήματος. Τα όσα μπορούν να αναφερθούν ως παραδείγματα, είναι πάμπολλα. Η γλώσσα, έχει γίνει επίσης αντικείμενο συζήτησης από αυτούς τους ταγούς. Τα αρχαία ελληνικά, είτε αποτελούν «νεκρή γλώσσα» ή είναι «κιτς». Η υιοθέτηση όμως των αγγλικών ως δεύτερης επίσημης γλώσσας ενός λαού, που έτσι κι αλλιώς είναι από τους πιο γλωσσομαθείς στην Ευρώπη, αποτελεί «εκσυγχρονιστική» πρόταση. Πού είναι άραγε εδώ η επιστημονικότητα; Η ουσία όμως είναι διττή: 1. Να έχουμε τη δυνατότητα να διακρίνουμε τον τρόπο που λειτουργεί αυτός ο μηχανισμός. Δεν αρκεί να μπορούμε να χαρακτηρίζουμε κάτι ως «προπαγανδιστικό». 2. Τα όσα υποστηρίζει μέρος του πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί σε καίριες θέσεις, δεν είναι αίτια της κατάστασης αλλά, συνέπειες.

Η ανεκτικότητα προς το διαφορετικό, δεν είναι μόνο θεμιτή αλλά και γόνιμη. Ωστόσο, με τη χρήση του λογικού ελέγχου, δεν πρέπει να λησμονούμε πως υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ της ανεκτικότητας προς το διαφορετικό και της ανεκτικότητας προς το βλαβερό. Παρόλο που η ισχύς αυτού του μηχανισμού είναι δεδομένη και σχεδιάστηκε σε εποχή ευημερίας, είναι αρκετά σημαντικό να σημειώσουμε ότι πολιτικοί δρώντες που προέρχονται από αυτήν την αποδομητική εκδοχή εκσυγχρονισμού, εξαντλούν γρήγορα το πολιτικό τους κεφάλαιο και γνωρίζουν στο τέλος, τη δυσαρέσκεια των πολιτών.

 

[1] Η προσέγγιση, αφορά περισσότερο αυτές που μετά-Ντεκάρτ αποκαλούμε «θεωρητικές επιστήμες» ενώ η απόδειξη, αυτές που αποκαλούμε «θετικές επιστήμες». Ο διαχωρισμός, είναι σαφώς προβληματικός, τόσο Πλατωνικά, όσο και από άποψη επιστημολογικού ελέγχου.

[2] Βλ. Ιωάννης Βολωνάκης, Παγκόσμιος Ιστορία του Ψυχολογικού Πολέμου και της Προπαγάνδας, Αθήνα 2008, σ. 20.

[3] Ο Κοινωνικός Κονστρουκτιβισμός, αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα αφηγημάτων που δύσκολα μπορεί κανείς να το διακρίνει (αν ανήκει στη σφαίρα των επιστημονικών μεθολογιων ή των θεωριών). Για βαθύετερη κατανόηση του Κοινωνικού Κονστρουκτιβισμού, βλ. Finnemore, Eulau

πηγή: anixneuseis.gr 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024