19/04/2024

Οι αμερικανοισραηλινές σχέσεις και η μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ

 

Γράφει ειδικός συνεργάτης του Geopolitics 

 

Η ανακοίνωση του γραφείου του Αμερικανού Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, για μεταφορά της Πρεσβείας των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ανατολική Ιερουσαλήμ αποτέλεσε μία επιβεβαίωση της επιμονής του νέου ένοικου του Λευκού Οίκου στην υλοποίηση των προεκλογικών δεσμεύσεών του. Τέτοιες δηλώσεις δεν είναι πρώτη φορά που βλέπουν το φως της δηµοσιότητας από την απέναντι όχθη του Ατλαντικού, αλλά σίγουρα αυτή τη φορά είμαστε πιο κοντά από ποτέ για την υλοποίησή τους. Η μετακόμιση της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ, την ιστορική πόλη που διεκδικούν ως πρωτεύουσά τους τόσο οι Ισραηλινοί όσο και οι Παλαιστίνιοι, και θεωρείται ιερή και για τις τρεις μεγάλες θρησκείες, ήταν πάγια υπόσχεση του Ντόναλντ Τραμπ πριν από τις εκλογές. 

 

Οι Υπηρεσίες Ασφαλείας του Ισραήλ προετοιµάζονται για τα σενάρια πιθανών αντιδράσεων µετά την εν λόγω ανακοίνωση. Σύµφωνα µε το πρώτο σενάριο δεν αποκλείεται οι αντιδράσεις να είναι ήρεμες, μέσω της διπλωματικής οδού και μέσω του Τύπου, όπως έπραξαν στο παρελθόν οι Σαουδάραβες, όταν οι ΗΠΑ προχώρησαν σε δημοσίευση των πορισμάτων για την 11η Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα µε το δεύτερο θα σημειωθούν έντονες αντιδράσεις στη Δυτική Όχθη και την Ιερουσαλήµ, τις οποίες, οι Ισραηλινοί, θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν.

Τα ισραηλινά ΜΜΕ αναφέρουν ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπένιαμιν Νετανιάχου, συνεδρίασε με Υπουργούς της Κυβέρνησης και µε τους Αρχηγούς της Αστυνομίας, του Στρατού και της «SΗΑΒΑΚ» (Israel Security Agency). Παρά το γεγονός ότι ο Νετανιάχου είχε αλλεπάλληλες τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον νέο αµερικανό Πρόεδρο µετά τη νίκη του στις εκλογές, δεν έχει δοθεί από το γραφείο του αναφορά για σαφή αµερικανική απάντηση στο θέµα της μεταφοράς της Πρεσβείας. Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερης σηµασίας για το Ισραήλ, αφού αλλάζει το διπλωµατικό πλαίσιο αναγνώρισης του κράτους του και της διοικητικής πρωτεύουσας αυτού.

Δεν είναι τυχαίο ότι με αφορµή δήλωση πως πολύ σύντομα θα συζητηθεί το θέµα της µεταφοράς της Πρεσβείας στην Ανατολική Ιερουσαλήµ, η οποία προήλθε από τα χείλη του εκπροσώπου Τύπου της αµερικανικής Κυβέρνησης, o Δήµαρχος της πόλης, ανέφερε ότι η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου στέλνει σαφές μήνυμα πως οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την Ιερουσαλήμ ως τη μία και μοναδική πρωτεύουσα του Ισραήλ.

Η εν λόγω απόφαση τοποθετείται προ 20ετίας, για τις ΗΠΑ. Πρόκειται για µία απόφαση, την οποία όλοι οι πρόεδροι υιοθετούσαν, κανείς όµως δεν τολµούσε να υλοποιήσει. Οι συναλλαγές του Τραμπ, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μια επιχειρηματική χροιά καθώς ο ίδιος δεν είναι πολιτικός ούτε διπλωμάτης, δεν αποκλείεται να  τον οδηγήσουν στη λήψη συγκρουσιακών αποφάσεων, όπως αυτή της μεταφοράς της Πρεσβείας. Εξάλλου είναι ξεκάθαρο πως ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ είναι πρωτίστως επιχειρηματίας και λιγότερο πολιτικός.  Δε θα µετρήσει το πολιτικό κόστος στον ίδιο βαθμό με έναν πολιτικό όπως η αντίπαλος του Χίλαρι Κλίντον ή ο προκάτοχός του Μπάρακ Ομπάμα. 

Οι Υπηρεσίες στο εσωτερικό των ΗΠΑ θα παρουσιάσουν στον Τραμπ εκθέσεις µε τα αποτελέσµατα και τις συνέπειες μίας τέτοιας απόφασης, η οποία θα οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη βία στα κατεχόμενα εδάφη. Τέτοιες αποφάσεις ανοίγουν τον δρόµο στηνΧαμάς αλλά και την  Islamic Jihad Movement in Palestine ή άλλες ριζοσπαστικές ισλαμικές οργανώσεις να κερδίσουν µεγαλύτερη δημοτικότητα, προσδίδοντας τους νομιμότητα στον ισλαμικό κόσµο. Ωστόσο, αυτό δύναται να αποτελεί και σκοπιμότητα του νέου Προέδρου, ο οποίος φαίνεται πως επιθυμεί µία παγκόσμια εκστρατεία εναντίον των εξτρεμιστικών στοιχείων, ακόμα και µετριοπαθών ισλαμιστών αντιφρονούντων προς την αµερικανική πολιτική, οι οποίοι θα αντιδράσουν έντονα, ενδεχοµένως σε μία µεταφορά της Πρεσβείας ή σε ανάλογες αμερικανικές αποφάσεις για τη Μ. Ανατολή στο µέλλον. Εν ολίγοις, ο Τραμπ δεν αποκλείεται θα ακολουθήσει µία επιθετική –έως και προκλητική- πολιτική στη Μ. Ανατολή µε σκοπό να βγουν στην επιφάνεια οι πραγματικοί φίλοι και εχθροί των ΗΠΑ, εξαλείφοντας κάθε περιθώριο ουδετερότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο ήρθε πρόσφατα και επιστολή προς το ισραηλινό Υπουργικό Συμβούλιο δύο Βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, µέσω της οποίας ζητούσαν τη νομιμοποίηση του εβραϊκού οικισµού «Maale Adumim», o οποίος βρίσκεται πλησίον της Ιερουσαλήμ, θεωρώντας ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό βήµα διαίρεσης της Δυτικής Όχθης σε 2 τμήµατα και απομόνωσης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ.

Σημειώνεται ότι, από την εκλογή του Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ χορηγήθηκαν από τις Δημοτικές Αρχές 1.000 άδειες οικοδόμησης για την κατασκευή οικιστικών μονάδων, ενώ οι κατεδαφίσεις παλαιστινιακών κατοικιών στην Ανατολική Ιερουσαλήμ αυξήθηκαν ραγδαία. Στις 24-01 το ισραηλινό ΥΠΑΜ ανακοίνωσε για δεύτερη φορά τα σχέδιά του για την κατασκευή 2.500 επιπλέον εποικιστικών κατοικιών στη Δυτική Όχθη. Οι 100 από αυτούς τους οικισµούς θα ανεγερθούν στην ΒΕΙΤ EL, οικισμό ο οποίος σύμφωνα με τα ΜΜΕ του Ισραήλ έχει λάβει χρηματοδότηση από την οικογένεια του γαμπρού του Τραμπ, Τζάρετ Κούσνερ. Αυτό αποτελεί, επί της ουσίας, µία διπλωµατική αιτία σύγκρουσης μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, µε τις δυνάμεις της Ε.Ε. να επιχειρούν να καταδικάσουν το Ισραήλ για αυτή του την πολιτική.

Ωστόσο, η πολιτική Friend or Foe που ακολουθεί ο Τραμπ αφήνει περιθώρια εκµετάλλευσης στο Τελ Αβίβ και μπορεί να επεκταθεί σε όλο τον κόσµο. Υπό αυτή την έννοια μπορούµε να πούµε πως οι ΗΠΑ περνούν σε μία νέα εποχή εξωτερικής πολιτικής, βγαίνοντας από τα στερεότυπα του αυστηρού γεωπολιτικού προσδιορισµού των αντιπάλων, βάσει γεωγραφικού χώρου, και εισερχόµενοι σε μία γεωστρατηγική θεώρηση εξυπηρέτησης των αµερικανικών συµφερόντων. Όποιος συμβαδίζει με την αµερικανική σκοπιµότητα, ακόµα και αν λέγεται Ρωσία, εκλαµβάνεται ως φίλος, αλλά αν ποτέ αλλάξουν τα συμφέροντα αυτό δε θα σημαίνει πως αυτός ο «φίλος» δε θα γίνεται άμεσα εχθρός. Άλλωστε έτσι μεταφράζεται και το πρώτο δείγμα εξωτερικής πολιτικής  ως προς τις νατοϊκές σχέσεις συνεργασίας, καλώντας τους Αμερικανούς συµμάχους να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους, σύμφωνα µε τις αμερικανικές επιταγές.

Από πλευράς του Τελ Αβίβ ο Ισραηλινός Υπουργός Άμυνας, Άβιγκντορ Λίμπερμαν επιχειρεί να κινηθεί επίσης σε διπλωματικό επίπεδο αρκετά δυναμικά. Ο εν λόγω σηµαντικός ισραηλινός αξιωματούχος συναντήθηκε με τον πρώην επικεφαλής της «CIA», Ντέιβιντ Πετρέους, στον οποίο ανέφερε, µεταξύ άλλων, ότι η επίτευξη λύσης µε τους Παλαιστινίους δεν είναι εφικτή, καθώς έχουν γίνει ήδη πολλές αποτυχημένες προσπάθειες. Η λύση του παλαιστινιακού εκτιµάται, από τους Ισραηλινούς, ότι θα επιτευχθεί µόνο αν λυθούν τα περιφερειακά προβλήματα και γι’ αυτό προτάθηκε η δημιουργία Συμµαχίας κατά της τροµοκρατίας, στην οποία θα συµπεριληφθεί το Ισραήλ και οι µετριοπαθείς αραβικές χώρες.

Με αυτό τον τρόπο, δηλαδή τη συνεργασία Ισραήλ και ορισμένων αραβικών χωρών, το Τελ Αβίβ θα επιτύχει να δημιουργήσει σύγχυση εντός του αραβικού κόσμου για την αναγνώριση ή μη της κυριαρχίας του και της κρατικής του υπόστασης. Παράλληλα, ανοίγει την πόρτα, προς τις ΗΠΑ, εφαρμογής του σχεδίου Friend or Foe, αφού ο ιδανικότερος τρόπος διαπίστωσης των Αράβων φίλων της Ουάσινγκτον είναι η ανάθεση προς αυτούς ενός, τέτοιου επιπέδου, γεωπολιτικού άθλου: της από κοινού στρατιωτικής δράσης με το Ισραήλ εναντίον ενός αμερικανικού εχθρού.

Η συνάντηση μεταξύ του Τραμπ και του Νετανιάχου θα πραγµατοποιηθεί, σύµφωνα με πληροφορίες, την πρώτη εβδοµάδα του Φεβρουαρίου. Πηγές από το Γραφείο του Ισραηλινού πρωθυπουργού χαρακτήρισαν την εν λόγω συνάντηση «αποφασιστικής σηµασίας», κατά τη διάρκεια της οποίας θα τεθούν οι βάσεις του στρατηγικού συντονισµού μεταξύ ΗΠΑ και Ισραήλ για τα επόµενα τέσσερα έτη της θητείας του Αµερικανού Προέδρου. Οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι η Προεδρία Τραμπ αποτελεί μία εξαιρετική ευκαιρία για το Ισραήλ, αν ο Τραμπ αποδειχθεί πραγματικός φίλος της χώρας.

Οι Ισραηλινοί περιμένουν πολλά από την νέα προεδρεία των ΗΠΑ. Άλλωστε ο πρώην Πρόεδρος της χώρας δεν διέθετε τις καλύτερες των σχέσεων με τον Νετανιάχου. H πεποίθησή τους έγκειται στο γεγονός πως ο νέος Πρόεδρος διαθέτει ισχυρή βούληση για καταπολέµηση της ισλαµικής τρομοκρατίας και του εξτρεµισµού. Ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ, έχει συχνά δηλώσει πως θα προσπαθήσει να πείσει τη νέα αμερικανική κυβέρνηση να ανοίξει το θέμα της συμφωνίας για τα πυρηνικά του Ιράν, η οποία υπογράφηκε μεταξύ του Ιράν και των έξι Μεγάλων Δυνάμεων τον Ιούλιο του 2015.

 

Οι αντιδράσεις της Mossad και το Ιράν 

Το πρόβλημα με τον Νετανιάχου είναι ότι, όπως και ο Αµερικανός Πρόεδρος, δεν έχει την υποστήριξη των δικτύων Υπηρεσιών Πληροφοριών και Ασφάλειας της χώρας του. Οι δηλώσεις Τραμπ για µεταφορά της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ, μπορεί να αποτελούν ένα ποθούμενο για το Ισραήλ, αλλά η συγκυρία δε δείχνει να είναι µε το µέρος τους.

Οι διάφοροι κλάδοι ασφάλειας του Ισραήλ παρακολουθούν µε ανησυχία τις εξελίξεις. Οι συστάσεις από τις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (Israel Defense Forces – IDF) έως την «MOSSAD» και τη Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών, είναι ξεκάθαρες και αποτρέπουν την πολιτική ηγεσία να αιτηθεί από τις ΗΠΑ την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας για τα πυρηνικά του Ιράν. Ο «IDF» και η «MOSSAD» ουδέποτε ήταν ενθουσιώδεις σχετικά µε τη συγκεκριμένη συµφωνία, πιστεύοντας ότι µία διαφορετική προσέγγιση στις διαπραγματεύσεις, ενδεχοµένως, να είχε αποφέρει καλύτερα αποτελέσµατα. Ωστόσο, αφού η συμφωνία για τα πυρηνικά υπεγράφη, οι άνθρωποι του ισραηλινού συστήµατος ασφάλειας θεωρούν ότι η επαναδιαπραγμάτευση της συµφωνίας για τα πυρηνικά θα προκαλέσει περισσότερη ζημία παρά όφελος, αφού μία τέτοια κίνηση θα γεννήσει σίγουρα µία δραματική αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν, με καταλύτη τη μεταφορά της Πρεσβείας.

Σύμφωνα με τις ισραηλινές και Διεθνείς Υπηρεσίες Πληροφοριών, το Ιράν, σε αυτή τη φάση, ακολουθεί απόλυτα τη συμφωνία. Απώλεια αυτής θα αφαιρούσε από την πυρηνική εξίσωση τρόμου της Μ. Ανατολής τα κύρια επιτεύγματα της συμφωνίας, δηλαδή την επιμήκυνση του ιρανικού πυρηνικού κινδύνου κατά 10-15 έτη. Αυτή τη στιγµή η Τεχεράνη χρειάζεται τουλάχιστον ενάμιση χρόνο για την κατασκευή πυρηνικής βόµβας, όταν στο παρελθόν το αντίστοιχο χρονικό διάστημα εκτιμάτο σε µόλις τρεις µήνες.

Η συμφωνία είναι µία θετική εξέλιξη, παρά το γεγονός πως βρίθει κενών και είναι ατελής. Το πολυετές στρατηγικό σχέδιο του Ισραήλ βασίζεται σε αυτή τη συµφωνία, αφού διατίθεται στο Τελ Αβίβ µία δεκαετή στρατηγική ευκαιρία να αυξήσει την ισχύ του, να μεταβάλει την προσέγγισή του και να υλοποιήσει στρατηγικές διαδικασίες. Αυτό είναι το όφελος για τους Ισραηλινούς από τη συµφωνία για τα πυρηνικά, μία ευκαιρία που δεν θα ξαναβρεί και την οποία δεν πρέπει να απεμπολήσει.

Ουσιαστικά αυτός είναι και ο κίνδυνος που ελλοχεύει από τις προθέσεις του αμερικανού Προέδρου, τον οποίο το Ισραήλ πρέπει να προσέξει. Η απόφαση αυτή µπορεί να διαθέτει μία σημειολογική αξία για τη χώρα, αλλά επί της ουσίας δεν αλλάζει κάτι για το status αυτής. Το Ιράν είναι ένας εχθρός εντελώς διαφορετικής τάξης μεγέθους σε σχέση με όλους τους άλλους παραδοσιακούς εχθρούς που το Ισραήλ έχει αντιμετωπίσει μέχρι στιγµής. Η Ισλαμική Δημοκρατία αποτελεί µία περιφερειακή δύναμη, με σημαντικά μεγαλύτερες δυνατότητες από τις χώρες που συνορεύουν με το Τελ Αβίβ και κυρίως, μετά από δεκαετίες ισραηλινών ελπίδων για πτώση του θρησκευτικού καθεστώτος του Ιράν, το Ισραήλ ελαττώνει τις ελπίδες και τις προσδοκίες του για εξόντωση του κινδύνου εκ των έσω. Η ιρανική κυβέρνηση είναι σταθερή και πολύ πιο κραταιά από κάθε άλλη ισλαμική χώρα της Μ. Ανατολής. Οποιαδήποτε διατάραξη της «φιλειρηνικής» εικόνας του Ισραήλ προς το μεσανατολικό Ισλάµ θα έδινε διπλωµατικούς πόντους στην Τεχεράνη και επί της ουσίας δικαίωση στην επιθετική αντισηµιτκή ρητορική της.

Παρά τον όποιο εσωτερικό αναβρασμό επικρατεί στο Ιράν ή το ενδιαφέρον πολλών Ιρανών για την ελευθερία και τις Δυτικές αρχές και αξίες, το καθεστώς του Προέδρου, Ρουχανί  μοιάζει σταθερό. Το ιρανικό έθνος εξακολουθεί να τον βλέπει τον  ως τον αυθεντικό του εκπρόσωπο, και ο όποιος εσωτερικός αναβρασμός δεν απειλεί τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα το καθεστώς. Η ανάκληση της συμφωνίας για τα πυρηνικά απλώς θα συνενώσει τον ιρανικό λαό µε το καθεστώς περισσότερο από ποτέ, ενάντια στη Δύση και ίσως και να πιέσει το Ιράν να προχωρήσει στην επίτευξη πυρηνικών δυνατοτήτων, κάτι το οποίο απετράπη την τελευταία στιγµή με την υπογραφή της συμφωνίας της Βιέννης.

 

Το ζήτημα της ενέργειας 

Όλα αυτά βαίνουν αντίθετα προς το συμφέρον του Τελ Αβίβ, το οποίο καθίσταται σημαντικός ενεργειακός παίχτης της περιοχής, μέσω των κοιτασµάτων φυσικού αερίου στην ΑΟΖ του και τις εγχώριες πετρελαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Αν. Μεσόγειο. Αυτό είναι άλλο ένα σημαντικό στοιχείο για το µέλλον των σχέσεων ΗΠΑ-Ισραήλ. Αµφότερες διαθέτουν κοινά ενεργειακά και οικονομικά συµφέροντα στην περιοχή τα οποία πρέπει να προστατευθούν από ακραίες κορώνες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ΥΠΕΞ των ΗΠΑ είναι ένα ηγετικό στέλεχος της πετρελαϊκής ΕΧΧΟΝ, τη στιγμή που ισραηλινές πετρελαϊκές εταιρείες επιχειρούν να εκµεταλλευτούν το κοίτασμα φυσικού αερίου LEVIATHAN και να συνεργαστούν με την Κύπρο, αλλά και την Αίγυπτο για να δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίµα ανάπτυξης και ασφάλειας στην περιοχή. Εν ολίγοις, η νέα πολιτική ΗΠΑ χαρακτηρίζεται ως εποχή πετρελαϊκής εξωτερικής πολιτικής.

Η ανάγκη ανόδου του Τραμπ στην εξουσία δεν ήταν ούτε το ObamaCare, ούτε η μετριοπαθής αντιμετώπιση των εξτρεµιστών της Συρίας και του Ιράκ. Η ανάγκη ανόδου του ήταν ξεκάθαρα οικονοµική και οφειλόταν στην αποτυχημένη πολιτική της διατήρησης των πετρελαϊκών τιµών σε ιστορικά χαμηλά, από τον προκάτοχό του. Αυτός είναι και ο άξονας συνεργασίας ΗΠΑ και Ισραήλ και θα είναι και ο άξονας της γενικότερης εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον. Στην επικείμενη συνάντηση των ηγετών των δύο χωρών είναι πιθανότερο πως θα σημειωθούν συζητήσεις για την ενεργειακή συνεργασία τους, παρά για την όξυνση του μεσανατολικού ζητήματος. Άλλωστε το χρήμα κινεί τον κόσμο και εξ ανάγκης κινεί επίσης τη διπλωµατία και τη γεωπολιτική. Ασχέτως δηλώσεων που αποσκοπούν στην επίδειξη ισχύος στο εσωτερικό των δύο χωρών, Ισραήλ και ΗΠΑ ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο στην εκδίωξη εξτρεμιστικών στοιχείων προς χάριν των ενεργειακών αγωγών, παρά στην εμπλοκή τους σε έναν αχρείαστο και επικίνδυνο πόλεμο με το αραβικό Ισλάμ.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024