Το «κούρεμα» του γερμανικού χρέους
Στις 27 Φεβρουαρίου 1953 οι πιστωτές της Γερμανίας με πρωτοβουλία των ΗΠΑ συγκεντρώθηκαν στο Λονδίνο για να διευθετήσουν το χρέος της Γερμανίας και συγκεκριμένα αυτό της Δυτικής Γερμανίας. Το γερμανικό χρέος (προπολεμικό και μεταπολεμικό) ανερχόταν σε 32 δισεκατομμύρια μάρκα, χωρίς να υπολογίζονται οι πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις. Στους πιστωτές περιλαμβάνονταν χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, το Ιράν, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελβετία, η Γιουγκοσλαβία, η Νότιος Αφρική και η Ελλάδα. Η Ρωσία και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δεν συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις.
Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν περίπου έξι μήνες και στις 8 Αυγούστου 1953 υπεγράφη η Συμφωνία του Λονδίνου για τα Γερμανικά Εξωτερικά Χρέη (London Agreement on German External Debts), που προέβλεπε «κούρεμα» κατά 60% και αποπληρωμή τους με μάρκα σε 30 χρόνια. Ένας σημαντικός όρος της συμφωνίας ήταν ότι αποπληρωμή θα γινόταν εφόσον η Δυτική Γερμανία είχε εμπορικό πλεόνασμα και η εξυπηρέτηση του χρέους δεν θα ξεπερνούσε το 3% των εσόδων της από το εξαγωγικό εμπόριο. Από ελληνικής πλευράς, τη συμφωνία υπέγραψε ο πρεσβευτής μας στο Λονδίνο, Λέων Β. Μελάς, και κυρώθηκε από τη Βουλή με το νόμο 3480/56 (ΦΕΚ 6/7.1.1956).
Το «κούρεμα» του γερμανικού χρέους, μαζί με το σχέδιο Μάρσαλ, βοήθησαν καθοριστικά στην οικονομική «απογείωση» της καθημαγμένης από τον πόλεμο Δυτικής Γερμανίας και τη βοήθησε να ενταχθεί ομαλά στους διεθνείς θεσμούς. Λόγω της οικονομικής της ανάπτυξης, η αποπληρωμή του χρέους ήταν εύκολη υπόθεση για τη Δυτική Γερμανία. Η τελευταία δόση του πληρώθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2010, όταν η Ελλάδα βρισκόταν στον αστερισμό του πρώτου μνημονίου.
Το «κούρεμα» του γερμανικού χρέους το 1953 χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα από μη κυβερνητικές οργανώσεις (ATTAC κ.ά.) για τη διεκδίκηση διαγραφής του χρέους των υπερχρεωμένων χωρών του Τρίτου Κόσμου. Το επικαλέστηκε για το ελληνικό χρέος και ο τότε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και νυν πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Ευρωκοινοβούλιο στις 27 Σεπτεμβρίου 2012.
Οι όροι
Οι σημαντικότεροι όροι της συμφωνίας είναι οι εξής:
(α) Οι πληρωμές των χρεών θα γίνονταν είτε σε σκληρό νόμισμα είτε σε γερμανικό μάρκο, κατ’ επιλογή του οφειλέτη. Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο κομμάτι τού χρέους θα μπορούσε να πληρωθεί με φρεσκοτυπωμένο από την γερμανική κεντρική τράπεζα χρήμα. Στην πράξη, η Γερμανία πλήρωσε σχεδόν το σύνολο της οφειλής της με μάρκα.
(β) Οι πιστώτριες χώρες συμφώνησαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς την Γερμανία, ενισχύοντας παράλληλα τις γερμανικές βιομηχανίες ώστε να παράγουν τα αντίστοιχα προϊόντα. Με τον τρόπο αυτό, οι πιστωτές αποδέχτηκαν την κατά 66% μείωση των εξαγωγών τους προς την Γερμανία, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην μετατροπή τού εμπορικού ισοζυγίου της χώρας από αρνητικό σε θετικό.
(γ) Για να βοηθήσουν περισσότερο την ανάπτυξή της, οι πιστώτριες χώρες έδωσαν στην Γερμανία την δυνατότητα να παράγει προϊόντα όχι μόνο για την ικανοποίηση των εγχώριων αναγκών της αλλά και για εξαγωγή. Ουσιαστικά, δηλαδή, της παραχώρησαν ένα κομμάτι από την δική τους διεθνή πίττα.
(δ) Επί πλέον, οι πιστώτριες χώρες δεσμεύτηκαν ότι δεν θα είναι ιδιαίτερα αυστηρές σχετικά με την συνέπεια των Γερμανών στις πληρωμές τους: “Η ικανότητα της Γερμανίας να πληρώσει τις δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές της, δεν σημαίνει μόνο την ικανότητα να πραγματοποιεί τακτικές πληρωμές σε γερμανικά μάρκα χωρίς πληθωριστικές συνέπειες, αλλά επίσης ότι η οικονομία της χώρας μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, με βάση το τρέχον ισοζύγιο πληρωμών της. Ο υπολογισμός τής ικανότητας αποπληρωμής τής Γερμανίας απαιτεί να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα όπως (α) η μελλοντική παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας, ιδίως όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, καθώς και η ικανότητα υποκατάστασης των εισαγωγών, (β) η δυνατότητα της πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό, (γ) οι μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες και (δ) τα οικονομικά μέτρα που θα απαιτηθούν για την διασφάλιση πλεονάσματος από τις εξαγωγές”. Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, οι πιστωτές αποδέχτηκαν ότι ο οφειλέτης τους θα μπορεί να πληρώνει όποτε ευκολύνεται και αν τον βολεύει!
(ε) Εξαιρετικά ενδιαφέρων είναι και ο όρος ο οποίος ορίζει ποια δικαστήρια θα είναι αρμόδια για να επιλύσουν τυχόν διαφωνίες που ενδεχομένως ανακύψουν στο μέλλον: “Σε περίπτωση διαφορών με τους πιστωτές, σε γενικές γραμμές, αρμόδια θα είναι τα γερμανικά δικαστήρια. Ρητά αναφέρεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα γερμανικά δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την εκτέλεση απόφασης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου ή αρχής διαιτησίας, ιδίως όταν η εκτέλεση της απόφασης αντιτίθεται προς τη δημόσια τάξη”
(στ) Ρυθμίζονται τα επιτόκια για τις γερμανικές οφειλές που είχαν δημιουργηθεί πριν τον πόλεμο, σε επίπεδα από 0% μέχρι το πολύ 5,5%.
Όπως προκύπτει από το τελικό κείμενο, κατά την συμφωνία δεν συνυπολογίστηκαν οι δωρεάν ενισχύσεις που χορήγησαν μετά τον πόλεμο στην Γερμανία οι ΗΠΑ (1,17 δισ. δολάρια από το σχέδιο Μάρσαλ και η USAID (200 εκατ. δολάρια).