Η Ευρώπη το 2017 και μετά
της Judy Dempsey
Carnegie Europe
Οι Ευρωπαίοι συνηθίζουν να επεκτείνουν ένα γεγονός και να το κάνουν τάση.
Αυτό συνέβη με την εκλογή του Emmanuel Macron τον περασμένο Μάιο. Ως ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας, ο Macron στήριξε την εκστρατεία του στην Ευρώπη και στις εγχώριες μεταρρυθμίσεις. Κάνοντάς το αυτό, νίκησε την ανταγωνίστριά του και επικεφαλής του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, Marine Le Pen. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν επαίνους για τον Macron. Για αυτούς, η νίκη του σήμαινε ότι ο λαϊκισμός φεύγει. Η Ευρώπη ήταν “πάλι σε σωστό δρόμο”.
Αλλά οι ριζοσπαστικές πολιτικές του Macron για την προώθηση της περαιτέρω ενοποίησης της ευρωζώνης και ο ενθουσιασμός του για τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα, δεν τα έχουν ακόμη ασπαστεί ευρέως.
Η Angela Merkel, ο πιο σημαντικός σύμμαχος της Γαλλίας, δεν βιάζεται να υιοθετήσει τις προτάσεις του Macron. Η Γερμανίδα Καγκελάριος ήταν απασχολημένη με τις ομοσπονδιακές εκλογές που άφησαν το συντηρητικό της κόμμα σοβαρά αποδυναμωμένο. Η Merkel προσπαθεί τώρα να δημιουργήσει έναν ακόμη μεγάλο συνασπισμό με το εξίσου αποδυναμωμένο κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών.
Εάν η Ευρώπη είναι τυχερή, μπορεί να υπάρξει μία νέα γερμανική κυβέρνηση μέχρι το Μάρτιο του 2018. Τότε είναι που οι Merkel και Macron σχεδιάζουν να παρουσιάσουν τις ιδέες τους για περαιτέρω ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Στο μεταξύ, το 2017 ο λαϊκισμός σε όλες του τις ποικιλίες επανήλθε στο προσκήνιο, και όχι λόγω των social media.
Στη Βρετανία, καθώς η πρωθυπουργός Theresa May δυσκολεύεται να βρει άκρη με τις διαπραγματεύσεις του Brexit, το πολιτικό αφήγημα στο Ηνωμένο Βασίλειο μετατράπηκε σε απειλές θανάτου εναντίον των συντηρητικών που αμφισβητούν την απόφαση να αποχωρήσει η χώρα από την ΕΕ.
Με τη βοήθεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του Τύπου, το Brexit απελευθέρωσε μια υστερολογική και επικίνδυνη μορφή αντί-ευρωπαϊσμού. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, είχαν απορριφθεί οι φωνές που βασίζονται στην αξιοπρέπεια και στην ανοχή.
Η Βρετανία δεν είναι μόνη. Τα φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ στην Ουγγαρία έχουν φέρει την πολιτική του φόβου και την ξενοφοβία στη χώρα. Το κόμμα Fidesz του πρωθυπουργού Viktor Orban έχει στόχο έναν άνθρωπο.Τον George Soros. Ο Ούγγρος δισεκατομμυριούχους φιλάνθρωπος εβραϊκής καταγωγής, έχει σταθερά υποστηρίξει τους ακτιβιστές της αστικής κοινωνίας στη διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου και στο επακόλουθό της.
Ο Soros απεικονίζεται ως ενσαρκωμένος διάβολος, ο άνθρωπος που θα κατακλύσει την Ευρώπη με μουσουλμάνους και θα καταστρέψει τον Χριστιανισμό. Η σιωπή της ΕΕ στη δαιμονοποίηση του Soros -και τον σιωπηρό αντίσημιτισμό- ήταν ντροπιαστική.
Σε ολόκληρη τη Βιέννη, ο νέος συντηρητικός Καγκελάριος, Sebastian Kurz, έχει σχηματίσει έναν συνασπισμό με το ακροδεξιό, αντί-μεταναστευτικό Κόμμα της Ελευθερίας -που τώρα έχει τα υπουργεία Εσωτερικών, Άμυνας και Εξωτερικών της Αυστρίας.
Στην Πολωνία, το κυβερνών εθνικιστικό-συντηρητικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη ελέγχει τα ΜΜΕ και το δικαστικό σώμα. Στις 20 Δεκεμβρίου, η Κομισιόν ξεκίνησε διαδικασία εναντίον της Πολωνίας για την παραβίαση των ευρωπαϊκών κοινών αξιών και του νόμου δικαίου, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κυρώσεις και σε αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου στην ΕΕ. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, η πολωνική κοινωνία είναι τώρα πολωμένη. Ο χώρος για το κέντρο έχει περιοριστεί.
Η Ισπανία είναι επίσης πολωμένη για το μελλοντικό καθεστώς της Καταλονίας. Μεγάλο μέρος του ποιοτικού Τύπου δεν έχει πλέον καμία αίσθηση αμεροληψίας. Περιμένετε μέχρι να ξεκινήσει για τα καλά η προεκλογική εκστρατεία στην Ιταλία εν όψει των εκλογών του Μαρτίου.
Αυτές οι τάσεις σε όλη την Ευρώπη έχουν σημασία όχι μόνο επειδή θα συνεχίσουν το 2018. Έχουν σημασία επειδή οι πληροφορίες, η αφήγηση και ο λόγος όλο και περισσότερο καθοδηγούνται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους λαϊκιστές.
Είναι εύκολο να κατηγορήσουμε τους μεγάλους τεχνολογικούς γίγαντες, τους Facebook, Google, Twitter, YouTube, μετά από τους επαίνους για το ρόλο τους στην κινητοποίηση της κοινωνίας κατά την Αραβική Άνοιξη το 2011.
Αλλά έκτοτε -αφήνοντας εκτός το πώς η Ρωσία, η Τουρκία, η Κίνα και η Μιανμάρ έχουν χρησιμοποιήσει τα social media για να ελέγξουν ή να επηρεάσουν τους πολίτες τους- η ψηφιακή επανάσταση τώρα ανταγωνίζεται τις παραδοσιακές μορφές της δυτικής κυριαρχίας και διακυβέρνησης, των πληροφοριών και της διπλωματίας.
Η ψηφιακή επανάσταση αμφισβητεί τις συμβατικές πολιτικές διότι είναι εκτός της παραδοσιακής πολιτικής σκηνής. Ωστόσο οι δυτικές κυβερνήσεις άργησαν να ανταποκριθούν σε αυτό το νέο είδος πολιτικής των social media.
Η πρώτη Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας (NSS) του Αμερικανού προέδρου Donald Trump έκανε λόγο για αυτό. Στο κεφάλαιο της διπλωματίας, δηλώνει ότι “οι ανταγωνιστές της Αμερικής αξιοποιούν τις πληροφορίες για να επιτεθούν στις αξίες και στους θεσμούς που υποστηρίζουν τις ελεύθερες κοινωνίες, ενώ παράλληλα προστατεύουν τους εαυτούς τους από τις εξωτερικές πληροφορίες”. Η NSS προσθέτει ακόμη ότι “χρησιμοποιούν τεχνικές marketing για να στοχοποιήσουν άτομα με βάση τις δραστηριότητες, τα συμφέροντα, τις απόψεις και τις αξίες τους. Διαδίδουν παραπληροφόρηση και προπαγάνδα”.
Υπήρξε ρητή αναφορά στη Ρωσία: “Η Ρωσία χρησιμοποιεί τις δραστηριότητες πληροφόρησης ως μέρος των επιθετικών κυβερνοπροσπαθειών της να επηρεάσει την κοινή γνώμη στον κόσμο… και ψεύτικες διαδικτυακές προσωπικότητες με κρατικά επιδοτούμενα ΜΜΕ, μεσάζοντες τρίτοι και πληρωμένοι χρήστες μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή trolls”. Αυτά από έναν πρόεδρο που έχει αρνηθεί ρωσική παρέμβαση στην αμερικανική εγχώρια πολιτική.
Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες άργησαν να καταλάβουν τη δύναμη των social media για την εξάπλωση παραπληροφόρησης, φόβου και μίσους.
Η ομάδα της προεκλογικής εκστρατείας του Macron έσπευσε να εντοπίσει τη ρωσική παρέμβαση. Στη Γερμανία, οι εταιρείες social media αντιμετωπίζουν τώρα πρόστιμα μέχρι και 50 εκατ. δολάρια εάν δεν καταφέρουν να αφαιρέσουν το παράνομο περιεχόμενο από τα sites τους. Αλλά συνολικά, οι θεσμοί και οι κυβερνήσεις της ΕΕ κάνουν πολύ λίγα για να αμφισβητήσουν τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές πτυχές της ψηφιακής επανάστασης.
Η NSS άφησε να εννοηθεί ότι ο ιδιωτικός τομέας, ο οποίος από την αρχή παρείχε τις πλατφόρμες, “θα πρέπει να δανείσει την δημιουργικότητα και τους πόρους του για να προαχθούν οι αξίες που εμπνέουν μια κοινότητα πολιτισμένων ομάδων και ατόμων”.
Καθώς πλησιάζει το 2018, είναι καιρός οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να κατανοήσουν πως η ψηφιοποίηση έχει τη δύναμη να ενισχύσει ή να υπονομεύσει τις δυτικές δημοκρατικές φιλελεύθερες αξίες. Το διακύβευμα είναι πλέον πολύ υψηλό.