Ο κίνδυνος των ακραίων στοιχείων
Γράφει ο ‘Αγγελος Μ. Συρίγος *
Η κεμαλική αποστροφή προς οτιδήποτε θρησκευτικό είχε διατηρήσει επί δεκαετίες τον θεσμό του μουφτή στη Θράκη εκτός του ραντάρ της Αγκυρας. Τα πράγματα άλλαξαν στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής ανακάλυψε τον επηρεασμό της μειονότητας διά των μουφτήδων. Οι τελευταίοι μπορούσαν να ελέγξουν τους ιμάμηδες (που προΐστανται της προσευχής, κάτι αντίστοιχο των χριστιανών ιερέων). Πρόκειται για ένα δίκτυο που φτάνει παντού σε κάθε τζαμί, σε κάθε μειονοτικό χωριουδάκι της Θράκης.
Από τότε η Τουρκία προσπαθεί να ελέγξει τον θεσμό διεκδικώντας μετ’ επιτάσεως τη λαϊκή εκλογή των μουφτήδων. Στο ελληνικό επιχείρημα ότι ούτε στην Τουρκία ούτε σε άλλες ισλαμικές χώρες εκλέγονται οι μουφτήδες, η απάντηση της Αγκυρας είναι ότι η Ελλάδα δεν είναι μουσουλμανικό κράτος. Επομένως δεν δικαιούται να ορίζει τον μουφτή.
Η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει ότι εάν γίνει αποδεκτό το τουρκικό αίτημα, θα παραδοθεί ένας κρίσιμος θεσμός της μειονότητας στην Τουρκία. Κατ’ αρχάς, είναι αμφίβολο εάν θα τολμήσουν να εμφανισθούν υποψήφιοι που δεν συμπλέουν με τις αντιλήψεις της Τουρκίας. Το 1985 ανατέθηκαν καθήκοντα τοποτηρητή της μουφτείας Κομοτηνής σε έναν επιφανή μουσουλμάνο θεολόγο. Παραιτήθηκε εντός έξι μηνών λόγω των ισχυρότατων πιέσεων που δέχθηκε. Είναι βέβαιον ότι το ίδιο θα συμβεί σε οποιαδήποτε διαδικασία «εκλογής».
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Βουλγαρίας. Στη χώρα υπάρχει αρχιμουφτής που εκλέγεται από ένα σώμα στο οποίο υποτίθεται ότι συμμετέχουν θρησκευτικοί λειτουργοί. Επειδή, όμως, το Ισλάμ δεν έχει ιερατείο με την τυπική έννοια της χριστιανικής εκκλησίας, στις εκλογικές διαδικασίες συμμετέχουν διάφορα άτομα που ισχυρίζονται ότι είναι θρησκευτικοί λειτουργοί σε τεμένη. Το αποτέλεσμα είναι ότι η χώρα έχει δύο αρχιμουφτήδες (ο ένας φυσικά ελέγχεται από την Τουρκία), που σέρνονται επί χρόνια στα βουλγαρικά αλλά και ευρωπαϊκά δικαστήρια.
Επιπλέον στην Ελλάδα ο μουφτής ασκεί δικαστικά καθήκοντα. Ομως δεν νοείται εκλογή δικαστή μέσα από λαϊκή ψήφο. Θα μπορούσε να συζητηθεί η υπόδειξη κάποιων υποψηφίων που δύνανται να ανταποκριθούν στα καθήκοντα του μουφτή από πλευράς θεολογικής καταρτίσεως. Αυτό θα ήταν όμως αντικείμενο μιας επιστημονικής επιτροπής από καθηγητές ισλαμικών πανεπιστημίων, που θα εξέταζαν τις επιστημονικές γνώσεις. Τέλος, υπάρχει κάτι που δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Ουδείς από τους γηγενείς μουσουλμάνους της ελληνικής Θράκης έχει εντοπισθεί να πολεμά με ακραίες οργανώσεις στη Μέση Ανατολή. Μόνον η Ελλάδα από τα ευρωπαϊκά κράτη έχει αυτό το τιμητικό προνόμιο. Η απουσία θρησκευτικού φανατισμού μεταξύ των Ελλήνων μουσουλμάνων είναι σημαντική κατάκτηση. Οφείλεται στο ότι θρησκευτικοί λειτουργοί με ήπιες απόψεις συνεργάζονται με το ελληνικό κράτος στις μουφτείες, στα ιεροδιδασκαλεία και σε τεμένη.
Αντιθέτως, οι δύο ψευδομουφτήδες που ελέγχονται από την Τουρκία έχουν άλλες προτεραιότητες: Τον Ιούλιο του 2014 ο Ερντογάν κάλεσε τους μουσουλμάνους όλης της Ευρώπης σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κατά της ισραηλινής εισβολής στη Γάζα. Στη συγκέντρωση της Ξάνθης που διοργάνωσαν οι δύο ψευδομουφτήδες, εθεάθησαν για πρώτη φορά στη Θράκη να κυκλοφορούν άτομα τυλιγμένα με τις σημαίες του ιερού ισλαμικού πολέμου, Τζιχάντ. Δήθεν «δημοκρατικές» σκέψεις περί εκλογής των μουφτήδων κινδυνεύουν να φέρουν ακραία στοιχεία στην πνευματική καθοδήγηση της μειονότητας.
* Ο κ. ‘Αγγελος Μ. Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.