Πώς προσπαθεί να “περιορίσει” τα social media η Γερμανία
της Judy Dempsey – Carnegie Europe
Από την 1η Ιανουαρίου τέθηκε σε ισχύ ένας νέος γερμανικός νόμος, που στόχο έχει να περιορίσει τα social media.
Με βάση το νόμο Network Enforcement Act (NetzDG), οι εταιρείες social media, από το twitter και το facebook, το youtube, το instagram και το snapchat, θα υποχρεωθούν νομικά να αφαιρέσουν παράνομο περιεχόμενο από τις ιστοσελίδες τους. Θα έχουν περιορισμένο χρόνο να το κάνουν. Και εάν δεν το κάνουν, θα αντιμετωπίσουν πρόστιμα έως και 50 εκατ. ευρώ.
Ο νόμος είναι ενδιαφέρων για διάφορους λόγους.
Ρίχνει το βάρος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όχι στα δικαστήρια, για να αποφασίσουν τι είναι παράνομο περιεχόμενο. Στη Γερμανία αυτό ίσως να μην είναι πολύ δύσκολο να λειτουργήσει. Εξαιτίας του Ολοκαυτώματος, από το 1945 η χώρα έχει έναν από τους πιο αυστηρούς νόμους παγκοσμίως για hate speech (ρατσιστικό περιεχόμενο). Οι αρνητές του Ολοκαυτώματος ή το μίσος εναντίον των μειονοτήτων μπορεί να επιφέρει ποινές φυλάκισης. Εάν ο νόμος εξαρτάται από τα δικαστήρια, όπως ζήτησαν κάποιοι Γερμανοί βουλευτές διότι δεν πιστεύουν ή δεν θέλουν οι πλατφόρμες διαδικτύου να αποφασίσουν τι αποτελεί περιεχόμενο μίσους, υπάρχει η πιθανότητα οι καταγγελίες να βρεθούν αντιμέτωπες με τις μακρές διοικητικές ουρές και διαδικασίες.
Άλλη μία συνέπεια του νόμου είναι πως πρόκειται για μια προσπάθεια της Γερμανίας να εισάγει ένα είδος ρυθμιστικού πλαισίου για τα social media.
Τα social media έχουν παραμείνει μεγάλο διάστημα εκτός των παραδοσιακών ελέγχων ή εποπτείας. Επομένως, εάν τα έντυπα μέσα, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση υπόκεινται σε αυστηρούς κανονισμούς και πρότυπα σε σχέση με την ακρίβεια και την υπευθυνότητα, τότε γιατί δεν μπορούν να ρυθμιστούν και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Η τρίτη πτυχή του νόμου είναι πιο δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί.
Όλο αυτό είναι για το ποιος κάνει κουμάντο σε μια δυτική δημοκρατία. Η γερμανική νομοθεσία δεν ασχολείται με αυτό το πολύπλοκο ζήτημα ούτε η Κομισιόν. Στις 8 Ιανουαρίου, με σημαντική ώθηση από τη Γερμανία, πέντε Επίτροποι δήλωσαν ότι θα συναντηθούν με εκπροσώπους των διαδικτυακών πλατφορμών.
Θα συζητήσουν “την πρόοδο που σημειώθηκε στην αντιμετώπιση της εξάπλωσης παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο, συμπεριλαμβανομένης τρομοκρατικής προπαγάνδας και ξενοφοβικού, ρατσιστικού λόγου καθώς και παραβίαση των πνευματικών δικαιωμάτων”. Η ανακοίνωση της Κομισιόν πρόσθετε: “η τρομοκρατική προπαγάνδα και το μίσος στο διαδίκτυο είναι μια σοβαρή απειλή για την ασφάλεια και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Απαιτεί συλλογική απάντηση -από όλους τους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανίας διαδικτύου”.
Ωραία ευγενικά συναισθήματα.
Αλλά η Γερμανία και η Κομισιόν θα έπρεπε επίσης να είχαν αναφερθεί στην διάδοση παραπληροφόρησης από τη Ρωσία συγκεκριμένα. Και πρέπει να στραφούμε μόνο στους δημοκρατικά εκλεγμένους που χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να δημιουργήσουν μίσος, δυσπιστία στα κρατικά όργανα και ρατσισμό.
Απλώς σκεφτείτε δύο πρόσφατες περιπτώσεις tweets από το ακροδεξιό, αντί-μεταναστευτικό κόμμα AFD, που τώρα είναι το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στην ομοσπονδιακή βουλή.
Η Beatrix von Storch, αναπληρωτής επικεφαλής κοινοβουλευτικής ομάδας του AfD, “τουήταρε” ως απάντηση στον χαιρετισμό που απηύθυνε για το νέο έτος η αστυνομία της Κολωνίας στα αραβικά: “αυτός είναι ο τρόπος σας για να μειωθούν οι βαρβαρικές, μουσουλμανικές ορδές βιαστών ανδρών;”.
Στη συνέχεια υπήρξε ένα ακόμη tweet από έναν ακόμη βουλευτή του AfD, τον Jens Maier, ο οποίος χαρακτήρισε τον γιο του πρώην τενίστα (Γερμανού) Boris Becker ως “half nigger”. Η αντίδραση των έντυπων μέσων ήταν άμεση: τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι ελεύθερος και ανοιχτός χώρος για την καταστρατήγηση των γερμανικών αυστηρών νόμων κατά του μίσους.
Ωστόσο, το να μπουν σε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι μια τεράστια αλλαγή.
Η Cathryn Cluver Ashbrook, εκτελεστική διευθύντρια του Έργου για το Μέλλον της Διπλωματίας στο Harvard Kennedy School, δεν έχει αυταπάτες για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατίες. Εξαρτώνται ακόμη από παραδοσιακά θεσμικά όργανα για να απαντήσουν στην ψηφιακή επανάσταση που βασίζεται στην ταχύτητα.
“Στη Δύση, οι κυβερνήσεις ήταν πολύ λιγότερο προσανατολισμένες προς το συμφέρον στις αντιδράσεις τους, επιχειρώντας πρώτα να αξιοποιήσουν τα εργαλεία της επικοινωνιακής επανάστασης για δημοκρατικούς σκοπούς, αλλά χάνοντας τη ραγδαίως αναπτυσσόμενη αγορά, ιδιαίτερα στην ΑΙ και στα μεγάλα δεδομένα”, δήλωσε μιλώντας σε πρόσφατο συνέδριο στην Εσθονία που διοργανώνεται από την Αμερικανική Ακαδημία στο Βερολίνο. “Αυτές οι άνισες εξελίξεις σε σχέση με την χειραγώγηση της τεχνολογίας προς το συμφέρον του κράτους, θα επηρεάσουν την πραγματική και αντιληπτή σχετική δύναμη στις διεθνείς σχέσεις”.
Η Cluver Ashbrook πρότεινε τη δημιουργία νέων μοντέλων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και κανονιστικής συμπεριφοράς από τη μία πλευρά και ότι τα διπλωματικά μέσα για την διαιτησία θα ήταν απαραίτητα για να πλαισιώσουν αυτό το χώρο, εάν η ρύθμιση δεν αποτελεί πλέον ρεαλιστική επιλογή.
Με άλλα λόγια, οι δυτικές δημοκρατίες που βρίσκονται πίσω, πρέπει να τρέξουν για να συμβαδίσουν -εάν είναι αυτό δυνατό. Πρόκειται για έναν ανταγωνισμό για εξουσία και επιρροή.
Οι ειδικοί που ασχολούνται με τον αντίκτυπο που έχουν τα social media στις δημοκρατίες υποστηρίζουν ότι στη Δύση, ο ιδιωτικός τομέας -ιδιαίτερα ο τεχνολογικός κλάδος- θα διαδραματίσει αυξημένο ρόλο.
“Τα νέα και τα υφιστάμενα κοινωνικά κινήματα θα χρησιμοποιήσουν τις ψηφιακές πλατφόρμες για να κερδίσουν δυναμική. Το κλειδί είναι η ταχύτητα”, τόνισε ο Joseph Verbovsky, στρατηγικός αναλυτής της RUAG Schweiz.
“Τόσο ο τεχνολογικός κλάδος και οι χρήστες των ψηφιακών πλατφορμών μπορούν να κινηθούν πολύ πιο γρήγορα από τις κανονιστικές γραφειοκρατίες. Ένα καθοριστικό σημείο μπορεί να προκύψει όταν συγκεκριμένες τεχνολογικές εταιρείες κληθούν να αποφασίσουν εάν θα υπόκεινται σε κυβερνητικό ρυθμιστικό πλαίσιο ή θα προχωρήσουν με τα δικά τους δεδομένα (βάση χρηστών). Η ουδετερότητα του διαδικτύου θα είναι ένα σημαντικό θέμα βραχύ-μεσοπρόθεσμα”.
Με άλλα λόγια, η Γερμανία και η Κομισιόν αντιμετωπίζουν τα πιο μεγάλα και πιο θεμελιώδη ζητήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι δημοκρατίες. Πρόκειται για τη διατήρηση της επιρροής. Πρόκειται για την προστασία και προβολή μιας φιλελεύθερης τάξης που είναι υπό τεράστια πίεση. Πρόκειται για την κατανόηση της επίδρασης της ψηφιακής επανάστασης. Η απάντηση της Γερμανίας είναι μόνο η αρχή.