Brexit: Θα έχουν την ευκαιρία να το… ξανασκεφτούν οι Βρετανοί;
Του Peter Kellner
Ένα ερώτημα για τη βρετανική πολιτική σκηνή του 2018, υπερισχύει όλων των άλλων. Μέχρι το τέλος του έτους, το Ηνωμένο Βασίλειο θα οδηγείται αμετάκλητα προς το Brexit –ή η Βουλή και οι ψηφοφόροι της Βρετανίας θα έχουν την ευκαιρία να το ξανασκεφτούν;
Spoiler alert: αυτό το blog δεν πρόκειται να δώσει καμία απάντηση. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να παρουσιάσω τις περιστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο να μείνει τελικά το Ηνωμένο Βασίλειο στην ΕΕ.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να επισημάνουμε ότι πως το Ηνωμένο Βασίλειο είναι απίθανο να εγκαταλείψει το Brexit χωρίς ψηφοφορία. Τεχνικά, το δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016 ήταν συμβουλευτικό. Θα είναι εντός των συνταγματικών δικαιωμάτων του κοινοβουλίου να το ανατρέψει. Ωστόσο, ακόμη και όσοι από εμάς που θα ήθελαν το δημοψήφισμα του 2016 να μην είχε γίνει ποτέ –και πράγματι, προτιμούμε τη δημοκρατία διά αντιπροσώπων αντί των δημοψηφισμάτων σε όλες τις περιπτώσεις- αναγνωρίζουμε ότι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί η νομιμοποίηση για μια ανατροπή του Brexit, είναι ο λαός να αποφασίσει άλλη μία φορά για αυτό το ζήτημα.
Υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να γίνει μία νέα ψηφοφορία. Ο νέας είναι νέες γενικές εκλογές, στις οποίες ένα ή και περισσότερα κόμματα θα εκστρατεύουν με σύνθημα να σταματήσει το Brexit. Εάν η πλειοψηφία των νεοεκλεγέντων βουλευτών έχει πει στους ψηφοφόρους τους ότι είναι εναντίον του Brexit, τότε θα έχουν την λαϊκή εντολή να αναστρέψουν το δημοψήφισμα.
Ο δεύτερος τρόπος θα ήταν η βουλή να προκηρύξει δεύτερο δημοψήφισμα. Ουσιαστικά θα έλεγε: “η θέση είναι διαφορετική από αυτή του Ιουνίου 2016. Έχουμε μια σαφέστερη ιδέα του τι θα σημαίνει το Brexit. Κάποια από αυτά που ακούστηκαν και από τις δύο πλευρές σχεδόν πριν από δύο χρόνια, έχουν αποδειχθεί αναληθή. Είναι σωστό και δίκαιο οι ψηφοφόροι να ξανασκεφτούν και να αποφασίσουν το ζήτημα”. Το θέμα ετέθη αρκετά καλά από έναν εξέχοντα πολιτικό πριν από πέντε χρόνια: “εάν η δημοκρατία δεν μπορεί να αλλάξει τη γνώμη της, παύει να είναι δημοκρατία”. Ο συγγραφέας αυτού ήταν ο David Davis -τότε ήταν ένας βουλευτής, αλλά τώρα είναι ο επικεφαλής διαπραγματευτής του Ηνωμένου Βασιλείου για το Brexit.
Ποιο είναι πιο πιθανό; Θα έβαζα τα λεφτά μου, αν και όχι πολλά, σε ένα δημοψήφισμα παρά σε νέες γενικές εκλογές. Και εξηγώ γιατί. Μέχρι το 2010, η απόφαση για την προκήρυξη εκλογών ήταν μόνο του πρωθυπουργού. Ήταν συνήθης πρακτική για τον πρωθυπουργό να συμβουλεύεται το υπουργικό συμβούλιο -αλλά δεν υπήρχε λόγος να συμβουλεύεται τη Βουλή. Από το 2011, η εξουσία για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών έχει μεταφερθεί στη Βουλή, όχι στον πρωθυπουργό. (Πέρυσι, η Theresa May άφησε να περάσουν επτά εβδομάδες προτού ανακοινώσει την επιθυμία της για προκήρυξη εκλογών και ημερομηνία. Και αυτό διότι έπρεπε να δώσει χρόνο στους βουλευτές να συζητήσουν και να ψηφίσουν επί του θέματος).
Επομένως, οι πρόωρες εκλογές απαιτούν τη συναίνεση της πλειοψηφίας των βουλευτών. Είναι δύσκολο να φανταστούμε τις συνέπειες του να είναι αυτό δεδομένο. Το πλαίσιο για μια τέτοια απόφαση θα ήταν μια κατάρρευση των διαπραγματεύσεων Brexit στις Βρυξέλλες ή μια τιμωρητική συμφωνία που δεν αρέσει στους περισσότερους βουλευτές. Η εξουσία της Theresa May θα εξασθενούσε σοβαρά. Η διενέργεια πρόωρων εκλογών θα μπορούσε να οδηγήσει τον jeremy Corbyn να γίνει πρωθυπουργός, επικεφαλής μιας κυβέρνησης των Εργατικών. Αυτή η προοπτική δεν θα ήταν ελκυστική για τους βουλευτές των Συντηρητικών, όποιες και αν είναι οι απόψεις τους για την Ευρώπη -ούτε θα ήταν ελκυστικό για τους βουλευτές του DUP από τη Βόρεια Ιρλανδία, τις ψήφους των οποίων χρειάζεται η May για να διατηρήσει την πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων. Οι βουλευτές του DUP μισούν τον Corbyn, διότι τον θεωρούν ως σύμμαχο του IRA στη διάρκεια των ταραχών 1969-1999.
Πιο πιθανό είναι ότι η τωρινή κυβέρνηση θα το βάλει το “στοίχημα”, αλλά αρκετοί βουλευτές των Συντηρητικών θα ενωθούν με βουλευτές άλλων κομμάτων και θα επιμείνουν για νέο δημοψήφισμα. Αυτό δεν θα επιτρέψει στον Corbyn να έχει την ευκαιρία να γίνει πρωθυπουργός, και επίσης θα δώσει στους Συντηρητικούς κάποια ελπίδα ότι θα ανακτήσουν την υποστήριξη του εκλογικού σώματος.
Ποιες όμως είναι οι προοπτικές του να φθάσει σε ένα σημείο όπου ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός θα ήταν μια νέα εκλογική διαδικασία κάποιου είδους; Αμφιβάλλω ότι το ζήτημα θα προκύψει εάν το Ηνωμένο Βασίλειο καταλήξει σε μια συμφωνία με την ΕΕ που θα είναι αρκετά λογική και για τις δύο πλευρές. Υπό αυτό το σενάριο, τέτοια δύσκολα ζητήματα όπως τα ιρλανδικά σύνορα, ο μελλοντικός ρόλος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στη βρετανική ζωή και η σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση θα έχουν όλα διευθετηθεί. Εάν αυτό είναι που θα συμβεί, τότε το Brexit είναι βέβαιο ότι θα προχωρήσει τον Μάρτιο του επομένου έτους.
Μια νέα εκλογική διαδικασία θα συμβεί εάν -και μόνο εάν- συμβούν δύο πράγματα: πρώτον, οι διαπραγματεύσεις για το Brexit θα πρέπει να αποτύχουν ή να παράγουν ένα αποτέλεσμα που είναι απλώς άσχημο για τη Βρετανία. Δεύτερον, ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων που ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ το 2016, θα πρέπει να αντιδράσουν σε αυτή την έκβαση, αλλάζοντας άποψη.
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δίνουν ένα στίγμα. Η τελευταία έρευνα YouGov για τους The Times, διαπιστώνει ότι ελαφρώς περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν ότι έκαναν λάθος που ψήφισαν υπέρ της εξόδου από την ΕΕ (46%) από αυτούς που πιστεύουν ότι είχαν δίκιο (42%). Η YouGov έχει προχωρήσει σε αντίστοιχες έρευνες από το Σεπτέμβριο, και εμφανίζει παρόμοια αποτελέσματα.
Αυτό υποδηλώνει μια στατιστικά σημαντική αλλαγή στη διάθεση των πολιτών, από το 52%-48% που ήταν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την έξοδο από την ΕΕ -αλλά μια μικρή μόνο αλλαγή. Ο δίαυλος θα πρέπει να κινηθεί πολύ περισσότερο ώστε οι βουλευτές να νιώσουν τη λαϊκή πίεση και να προκηρύξουν νέες εκλογές. (Δύο άλλες δημοσκοπήσεις, από την BMG Research και ComRes, έχουν δώσει μεγαλύτερο προβάδισμα για τους υποστηρικτές της παραμονής στην ΕΕ. Αλλά αυτά δεν μου φαίνεται ότι αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για μια μεγάλη αλλαγή στη συμπεριφορά των πολιτών).
Συνολικά, το έπος της βρετανικής πολιτικής το 2018 φαίνεται πιθανό να μετατραπεί σε ένα τρίγωνο, με τις διαπραγματεύσεις, τη διάθεση των πολιτών και τις αποφάσεις των βουλευτών, να αλληλεπιδρούν το ένα με το άλλο. Το αποτέλεσμα του καθενός είναι δύσκολο να προβλεφθεί και ακόμη περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούν.