Συναίνεση ΗΠΑ-Τουρκίας εις βάρος των Κούρδων
Του Κώστα Ράπτη
Εικόνα “επανεκκίνησης” των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων θέλησαν να δώσουν οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο πλευρών, Rex Tillerson και Mevlüt Çavuşoğlu κατά την κοινή συνέντευξη τύπου που παραχώρησαν το μεσημέρι μετά τη συνάντησή τους στο Ankara Palas και ενώ χθες Πέμπτη είχε προηγηθεί η διάρκειας τριών ωρών και 15 λεπτών συνεργασία του Τούρκου προέδρου Tayyip Erdogan με τον υψηλό Αμερικανό επισκέπτη.
Το ταξίδι του επικεφαλής του State Department υπήρξε η τρίτη μέσα σε μία εβδομάδα αφορμή για τουρκο-αμερικανικές επαφές υψηλού επιπέδου μετά τη συνεργασία που είχαν την Κυριακή στην Κωνσταντινούπολη (σε κλίμα, κατά τις πληροφορίες, προβληματικό) ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου H.,R. McMaster και ο συνεργάτης του Erdogan, Ibrahim Kalin, καθώς και τη συνάντηση της Τετάρτης, στο περιθώριο της υπουργικής συνόδου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, ανάμεσα στον υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ James Mattis και τον Τούρκο ομόλογό του Nurettin Canikli.
Στην Άγκυρα, πάντως, αν εξαιρέσουμε τη διαδήλωση της αριστερής αντιαμερικανικής νεοεθνικιστικής Ένωσης Νεολαίας Τουρκίας (TGB) εναντίον της επίσκεψης Tillerson, το κλίμα ήταν θερμό – αλλά με αστερίσκους. Διότι η αποκατάσταση των σχέσεων για την οποία γίνεται λόγος, προβλέπεται να πραγματοποιηθεί, όπως κατέστησε σαφές ο Çavuşoğlu, σε διαδοχικά βήματα, κάθε ένα εκ των οποίων θα αποτελεί και δοκιμασία της ειλικρίνειας των αμερικανικών προθέσεων.
Κεντρικό στοιχείο της υπό διαμόρφωση τουρκο-αμερικανικής συνεννόησης αποτελεί η πρόταση, που φέρεται να αναπτύχθηκε εκτενώς την Πέμπτη από τον Erdogan, για αναδίπλωση των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (δηλ. του μετώπου περί την κουρδική οργάνωση PYD),που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ, ανατολικά του Ευφράτη, ενώ η πόλη Μάνμπιτζ, που βρίσκεται δυτικά του ποταμού και κατά τον Τούρκο πρόεδρο προοριζόταν να αποτελέσει τον επόμενο στρατιωτικό στόχο της χώρας του μετά το Αφρίν) θα εκκενωθεί από τους Κούρδους μαχητές και ο έλεγχός της θα αναληφθεί από τουρκικές και αμερικανικές δυνάμεις από κοινού.
Σύμφωνα με όσα δήλωσε ο Çavuşoğlu, η αποχώρηση του PYD από το Μάνμπιτζ αποτελεί “αμερικανική υπόσχεση” και κατόπιν ακολουθεί το κρίσιμο στοίχημα της διοίκησης της περιοχής και τη ςκατοιχύρωσής της ασφάλειάς της.
Οι δύο πλευρές, υπογράμμισε ο Τούρκος υπουργός, συμφώνησαν να εγκαθιδρύσουν μηχανισμούς επίλυσης των θεμάτων που ανακύπτουν μεταξύ τους.
Ο Tillerson, πάλι, τόνισε ότι οι δύο πλευρές “διευκρίνισαν τις θέσεις τους”, “έφθασαν σε μία συναίνεση” και καμία του δεν θα κινηθεί “μόνη της” εφεξής στα θέματα της περιοχής. Ανέφερε ότι Τουρκία και ΗΠΑ μοιράζονται τους ίδιους στόχους (καταπολέμηση της τρομοκρατίας, δημιουργία ασφαλών ζωνών, ανάδυση μιας ανεξάρτητης και ενιαίας Συρίας), ενώ αναγνώρισε το νόμιμο δικαίωμα της Τουρκίας να προστατεύει τα σύνορά της.
Προσπάθησε δε να υποβαθμίσει το ζήτημα της παροχής αμερικανικού οπλισμού στις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις, λέγοντας ότι θα είναι περιορισμένη και συνδεδεμένη με την επίτευξη συγκεκριμένων στρατιωτικών στόχων. Ο ίδιος την παραμονή της μετάβασής του στην Άγκυρα είχε φροντίσει να ανεβάσει τους τόνους επί του θέματος, αποκρούοντας, παρά τις προηγούμενες περί του αντιθέτου υποσχέσεις του Mattis, το τουρκικό αίτημα για επιστροφή των όπλων που δόθηκαν στο PYD, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ανάξιο λόγου ελαφρύ οπλισμό.
Η κοινή συνέντευξη Τύπου των δύο υπουργών Εξωτερικών επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι ΗΠΑ και Τουρκία είναι “καταδικασμένες” να αποκαταστήσουν τη σχέση τους. Γεννά, ωστόσο, περισσότερα ερωτήματα από όσα απαντά.
Πώς θα πειθαναγκασθεί το κουρδικό στοιχείο να συνεργασθεί στον παραγκωνισμό του; Πώς θα διαφυλάξει εφεξής η Άγκυρα το επίπεδο συνεργασίας που έχει επιτύχει με τη Μόσχα, όταν εμφανίζεται να συντρέχει τις ΗΠΑ στο σχέδιό τους για μακράς πνοής κατοχή συριακών εδαφών; Τι θα συμβεί αν η Άγκυρα μείνει ανικανοποίητη από τον βαθμό υλοποίησης των συμφωνηθέντων με τη Ουάσιγκτον; Και τι θα συμβεί αν, όπως είναι πιθανό, το κουρδικό στοιχείο στραφεί, με τη μεσολάβηση και της Ρωσίας, στις αγκάλες της Δαμασκού;
Υπενθυμίζεται μόνο ότι από τις μέρες του Barack Obama μέχρι και σήμερα, η αμερικανική πλευρά έκανε την πρωτοφανή επιλογή να “αδειάσει” την σημαντικότερη εδώ και 60 χρόνια σύμμαχό της στην περιοχή, προκρίνοντας την ενίσχυση του κουρδικού στοιχείου – προφανώς διότι κάτι τέτοιο έδινε, με την επίκληση της ανάγκης καταπολέμησης του Ισλαμικού Κράτους, περισσότερες ευκαιρίες υλοποίησης ενός σχεδίου διχοτόμησης της συριακής επικράτειας απ’ ό,τι η αξιοποίηση του (πάντα πρόθυμου να επέμβει, αλλά όχι νομιμοποιημένου για μακρά παρουσία) τουρκικού στρατού.
Capital.gr