20/04/2024

Ελλάδα και ΝΑΤΟ

 


Είσοδος της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ: 

Η Ελλάδα εισήλθε στη Βορειοατλαντική Συμμαχία με το δεύτερο κύμα διεύρυνσης το 1952, επί κυβερνήσεως Νικόλαου Πλαστήρα. Η χώρα μας διένυε το τρίτο μετεμφυλιακό έτος, ενώ ο κόσμος βίωνε τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.

Η Ελληνική Βουλή επικυρώνει τη συμφωνία ένταξης της χώρας μας στο ΝΑΤΟ στις 18 Φεβρουαρίου 1952, με μόνες αρνητικές ψήφους τις οκτώ της ΕΔΑ και τη μία του ανεξάρτητου βουλευτή της Αριστεράς Μιχάλη Κύρκου. Στην αγόρευσή του, ο πρωθυπουργός Πλαστήρας δήλωσε: «Δεν μπορεί κανείς να μην παραδεχθεί ότι όταν η Ελλάς συμμετέχει εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον μετά των μεγάλων δυνάμεων, αι οποίαι κατοικούνται από ελευθέρους δημοκρατικούς λαούς, αισθάνεται αυτή ασφαλεστέραν… Αι άλλαι θεωρίαι περί ειρηνεύσεων και ουδετερότητος… δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με το γεγονός αυτό».

Μάταια ο Μιχάλης Κύρκος αντέτεινε ότι η Ελλάδα έχει συμφέρον να παραμείνει έξω από τη διαμάχη των δύο Συνασπισμών, με τους οποίους και πρέπει να επιδιώξει, ως σύμμαχος αμφοτέρων στον πόλεμο, σχέσεις φιλίας και συνεργασίας.

Στις 14 Αυγούστου του 1974 η οικουμενική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποσύρει την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ μετά τον Αττίλα 2. Σε κυβερνητική ανακοίνωση αναφέρεται ότι «…το ΝΑΤΟ αποδείχθηκε ανίκανο να παρεμποδίσει την Τουρκία από την εξαπόλυση νέας βάρβαρης και απρόκλητης επίθεσης κατά της Κύπρου… Το ΝΑΤΟ δεν έχει επομένως λόγο ύπαρξης και δεν μπορεί να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο συνεστήθη, αφού δεν μπορεί να αποτρέψει τον πόλεμο μεταξύ δύο μελών του….»

Έξι χρόνια αργότερα και 70 μέρες πριν από την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η κυβέρνηση Ράλλη αποφασίζει την επάνοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ στις 19 Οκτωβρίου 1980. Η απόφαση γίνεται ευμενώς δεκτή από τις δυτικές κυβερνήσεις. Το σοβιετικό πρακτορείο ειδήσεων «Τας» μεταδίδει: «Η Ελλάδα ενέδωσε στις πιέσεις των Αμερικανών».

Στο εσωτερικό μέτωπο, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ εκφράζουν την πλήρη και έντονη αντίθεσή τους στην επανένταξη της χώρας μας στις δομές της Ατλαντικής Συμμαχίας και διοργανώνουν μαχητικά συλλαλητήρια. Ήταν η εποχή του «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».

Στην επίσημη σελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών της χώρας μας αναφέρονται τα ακόλουθα:

Η Ελλάδα, με γνώμονα πάντοτε την προώθηση του εθνικού συμφέροντος και την επίτευξη των στόχων της εξωτερικής πολιτικής, της πολιτικής άμυνας και ασφάλειάς της, και κατά το μέτρο, βεβαίως, των επιχειρησιακών και οικονομικών της δυνατοτήτων, είναι αποφασισμένη να εξακολουθήσει να συμβάλλει με ενεργό τρόπο στην υλοποίηση των Συμμαχικών δραστηριοτήτων και πρωτοβουλιών για την έγκαιρη και αξιόπιστη αντιμετώπιση των παραδοσιακών και των μη συμβατικών προκλήσεων ασφαλείας.

Η Ελλάδα, προσηλωμένη στη διεθνή πολυμέρεια, την διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, το σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, και στα ανθρώπινα δικαιώματα, θα εξακολουθήσει να προωθεί με σταθερότητα εντός του ΝΑΤΟ, πάγιες ελληνικές θέσεις, όπως, μεταξύ άλλων, η αναγνώριση του προβαδίσματος των Ηνωμένων Εθνών ως του κατ’ εξοχήν αρμόδιου νομιμοποιητικού Οργανισμού για τα διεθνή θέματα ασφαλείας, καθώς και η διαμόρφωση μιας ποιοτικά βελτιωμένης σχέσης με έναν εκ των σημαντικότερων στρατηγικών εταίρων του ΝΑΤΟ, τη Ρωσία, επί τη βάσει ενός κοινού οράματος, αμοιβαίων στόχων, καθώς και του σεβασμού των αρχών της διαφάνειας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

Η Ελλάδα συμμετέχει ενεργά στο ΝΑΤΟ με σκοπό την ενδυνάμωση της συνεργασίας της Συμμαχίας με όλους τους εταίρους της, καθώς και με ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό τρίτων χωρών, προκειμένου αυτή να αποκτήσει νέα πνοή και δυναμική.

Η Ελλάδα, επιπλέον, προωθεί την στρατηγική της επιλογή της ολοκλήρωσης της προσπάθειας ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στη Συμμαχία, πάντα όμως με σεβασμό στις αρχές και στις αξίες της τελευταίας. Στο πλαίσιο αυτό, και εφ’ όσον πληρούνται όλα τα κριτήρια και όλες οι συμπεφωνημένες προϋποθέσεις, όπως οι σχέσεις καλής γειτονίας, η Ελλάδα θα συνεχίσει να υποστηρίζει με συνέπεια την ευρω-ατλαντική ολοκλήρωση των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων εφόσον είναι πρόθυμες να προχωρήσουν στα αναγκαία βήματα και τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση αυτή.

Η Ελλάδα, επίσης, δεν θα πάψει να προωθεί εντός του ΝΑΤΟ: 1) τη διαμόρφωση μιας πιο λειτουργικής σχέσης μεταξύ της Συμμαχίας και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως -ενόσω η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της Ένωσης θα αναπτύσσεται περαιτέρω-, 2) να συμβάλλει στην ενίσχυση του διαλόγου και της συνεργασίας του ΝΑΤΟ με τα Ηνωμένα Έθνη και 3) να επιδιώκει την εμπέδωση της σταθερότητας στη νότια πτέρυγα της Συμμαχίας μέσω της εγκαθιδρύσεως μιας πιο εποικοδομητικής εταιρικής σχέσης της Συμμαχίας με τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής.

ΝΑΤΟ

Ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (αγγλικά: Νοrth Αtlantic Τreaty Οrganizatiοn‎, NATO, γαλλικά: Organisation du traité de l’Atlantique Nord‎, OTAN), γνωστός και ως Βορειοατλαντική Συμμαχία, είναι στρατιωτική αμυντική συμμαχία χωρών της Δύσης, που έχει σκοπό την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των χωρών-μελών σε διάφορους τομείς (στρατιωτικό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, μορφωτικό), την προώθηση των γεωπολιτικών συμφερόντων και την αποτροπή της ένοπλης επίθεσης εναντίον κάποιας χώρας-μέλους από άλλες. Η συμμαχία αυτή υπογράφτηκε τον Απρίλιο του 1949 στην Ουάσινγκτον από 12 χώρες της Ευρώπης και της βόρειας Αμερικής (Βέλγιο, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Δανία, Η.Π.Α., Ισλανδία, Ιταλία, Καναδάς, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Ολλανδία, Πορτογαλία).

Το 1952 προσχώρησαν στη συμμαχία η Ελλάδα και η Τουρκία και το 1955 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η προσχώρηση της τελευταίας προκάλεσε ως αντίδραση τη σύναψη του συμφώνου της Βαρσοβίας από τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης.

Σήμερα, η Βορειοατλαντική Συμμαχία αριθμεί 29 χώρες μέλη.

Το ανώτατο όργανο του ΝΑΤΟ είναι το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο (North Atlantic Council), με έδρα τις Βρυξέλλες στο Βέλγιο. Αποτελεί το κύριο σώμα και αντιπροσωπεύεται από τους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας των κρατών-μελών.

Συνέρχεται δύο φορές το χρόνο, ενώ μία μόνιμη ομάδα είναι το εκτελεστικό του όργανο και συνέρχεται επί εβδομαδιαίας βάσης. Πρόεδρος του συμβουλίου είναι ο Γενικός Γραμματέας (πρώτος γραμματέας εκλέχτηκε ο Άγγλος λόρδος Ισμέι(Ismay) το 1952, ο οποίος και τότε είχε παρατηρήσει σκωπτικά ότι ο σκοπός του ΝΑΤΟ είναι να κρατά τους Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω.

Μία φορά κάθε δύο χρόνια διεξάγεται η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ, στην οποία μετέχουν οι Αρχηγοί των Κρατών-Μελών (πρόεδροι και πρωθυπουργοί). Άλλο ανώτατο όργανο του ΝΑΤΟ είναι η Στρατιωτική Επιτροπή (Military Committee), η οποία αποτελείται από τους Αρχηγούς των Γενικών Επιτελείων (Α/ΓΕΕΘΑ) όλων των κρατών-μελών και συνέρχεται δύο φορές το χρόνο, ενώ μία μόνιμη ομάδα είναι το εκτελεστικό όργανο της Στρατιωτικής Επιτροπής και συνέρχεται επί εβδομαδιαίας βάσης.

Συμβούλιο ΝΑΤΟ 

Όπως κάθε συμμαχία, το ΝΑΤΟ διοικείται από τα 29 κράτη-μέλη της. Ωστόσο, η Βορειοατλαντική Συνθήκη (North Atlantic Treaty) και άλλες συμφωνίες περιγράφουν πώς οι αποφάσεις πρέπει να γίνονται στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Κάθε ένα από τα 29 μέλη του στέλνει μια αντιπροσωπεία ή αποστολή στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Το ανώτερο μόνιμο μέλος της κάθε αντιπροσωπείας είναι γνωστό ως Μόνιμος Αντιπρόσωπος (Permanent Representative) και είναι γενικά ένας ανώτερος δημόσιος υπάλληλος ή ένας έμπειρος πρεσβευτής (και κάτοχος διπλωματικού αξιώματος). Αρκετές χώρες έχουν διπλωματικές αποστολές στο ΝΑΤΟ μέσω των πρεσβειών στο Βέλγιο.

Από κοινού, τα μόνιμα μέλη αποτελούν το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο (North Atlantic Council, NAC), ένα σώμα που συνεδριάζει τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα και έχει ενεργή διακυβέρνηση και εξουσίες λήψης αποφάσεων στο ΝΑΤΟ. Κατά καιρούς, το Συμβούλιο συνεδριάζει επίσης σε συναντήσεις υψηλότερου επίπεδο με τη συμμετοχή υπουργών εξωτερικών, υπουργών άμυνας ή αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων (HOSG) και σε αυτές τις συνεδριάσεις γενικά λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις σχετικά με τις πολιτικές του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι το Συμβούλιο έχει την ίδια αρχή και εξουσίες λήψης αποφάσεων, καθώς και οι αποφάσεις του έχουν το ίδιο καθεστώς και την εγκυρότητα, σε οποιοδήποτε επίπεδο. Διασκέψεις κορυφής του ΝΑΤΟ αποτελούν επίσης ένα επιπλέον χώρο για τη λήψη αποφάσεων σε σύνθετα θέματα, όπως η διεύρυνση.

Οι συνεδριάσεις του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου πραγματοποιούνται υπό την προεδρία του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ και, όταν πρέπει να ληφθούν αποφάσεις, η οποιαδήποτε ενέργεια έχει συμφωνηθεί με βάση την ομοφωνία και κοινή συμφωνία. Δεν υπάρχει καμία ψηφοφορία ή απόφαση με πλειοψηφία. Κάθε έθνος εκπροσωπείται στο τραπέζι του Συμβουλίου ή σε οποιαδήποτε από τις δευτερεύουσες επιτροπές στις οποίες διατηρεί την πλήρη κυριαρχία και την ευθύνη για τις δικές της αποφάσεις.


Η αποχώρηση της Γαλλίας 

Στις 21 Φεβρουαρίου του 1966, ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ ανακοίνωσε την αποχώρηση της Γαλλίας από το ΝΑΤΟ.

«Τίποτα δεν μπορεί να συντηρήσει αμετάβλητη μια συνθήκη που δεν ανταποκρίνεται στις επικρατούσες συνθήκες», δήλωσε μπροστά σε χίλιους περίπου δημοσιογράφους ο Σαρλ ντε Γκωλ, ξετυλίγοντας το νήμα της πολιτικής του φιλοσοφίας για τη διεθνή θέση της Γαλλίας: «Αλλιώς, τέτοιες συνθήκες, απογυμνωμένες από κάθε ουσία, δεν θα είναι, όταν έρθει η ώρα να εφαρμοστούν, τίποτα παραπάνω από χαρτιά για τα αρχεία… Οι δυτικές χώρες δεν απειλούνται σήμερα από τις ανατολικές, όπως συνέβαινε στα πρώτα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οργανώθηκε μια Ευρώπη αμερικανικό προτεκτοράτο κάτω από τον μανδύα του ΝΑΤΟ. Από την άλλη πλευρά, οι συγκρούσεις στις οποίες εμπλέκονται οι ΗΠΑ –προχτές στην Κορέα, χτες στην Κούβα, αύριο στο Βιετνάμ– χάρη στην περίφημη αρχή της κλιμάκωσης, κινδυνεύουν να πάρουν διαστάσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε γενική σύγκρουση. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Γαλλία, της οποίας η νατοϊκή στρατηγική συμπίπτει αναγκαστικά με εκείνη των ΗΠΑ, θα εμπλεκόταν σε μια σύγκρουση την οποία η ίδια δεν θα είχε επιδιώξει… Πάνω απ’ όλα, η απόφαση της Γαλλίας να είναι υπεύθυνη για το πεπρωμένο της είναι ασυμβίβαστη με έναν αμυντικό οργανισμό στον οποίο η χώρα έχει θέση υποτακτικού».

Και η πρακτική κατάληξη: η Γαλλία, αν και παρέμεινε στο πολιτικό σκέλος της συμμαχίας, αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και έθεσε την 1η Απριλίου 1967 ως ύστατο όριο για τη μεταφορά από το γαλλικό έδαφος των νατοϊκών βάσεων, που φιλοξενούσαν περί τους 37.000 νατοϊκούς στρατιώτες και πολιτικούς υπαλλήλους. Ακόμα, πρόσθεσε σε τόνο πολεμικού τελεσίγραφου, ο Σαρλ ντε Γκωλ, από 1ης Ιουνίου 1967 απαγορεύεται η διέλευση νατοϊκών αεροσκαφών από το γαλλικό ουρανό, εκτός εάν έχει δοθεί ειδική άδεια από τις γαλλικές αρχές, ισχύος όχι μεγαλύτερης του ενός μήνα. Σε περίπτωση πτήσεων χωρίς άδεια, τα νατοϊκά αεροπλάνα θα αντιμετωπίζονταν σαν εχθρικά και θα καταρρίπτονταν χωρίς δισταγμό.

Στις 7 Μαρτίου του 1966 ο Σαρλ ντε Γκωλ απηύθυνε επιστολή προς τον Αμερικανό πρόεδρο Λίντον Τζόνσον, στην οποία του εξήγησε τους λόγους της γαλλικής κίνησης: η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στον κόσμο είχε ελαττώσει τον κίνδυνο πολέμου στην Ευρώπη. Η Γαλλία, η οποία είχε ήδη από εξαετίας καταστεί ατομική δύναμη, απέβλεπε πλέον στην «πλήρη άσκηση της κυριαρχίας της», η οποία ήταν αδύνατον να επιτευχθεί όσο υπήρχαν ξένες δυνάμεις στο έδαφός της.

«Πραγματικά, μας είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι η Γαλλία, που είχε μέχρι σήμερα μοναδική συμβολή στην ασφάλεια και την ανάπτυξη της Δύσης, θα απέχει για πολύ καιρό των κοινών μας προσπαθειών και των ευθυνών της Ατλαντικής Συμμαχίας. Σαν παλιός φίλος και σύμμαχος, θα μπορεί πάντα να βρει τη θέση της να την περιμένει, έως ότου αποφασίσει να αναλάβει και πάλι τον ηγετικό ρόλο που της αρμόζει», ανέφερε ο πρόεδρος των Η.Π.Α. στην απαντητική του επιστολή.

Αλλά και οι τελευταίες ελπίδες των Αμερικανών εξανεμίστηκαν στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες στο διάστημα 6-9 Ιουνίου του 1966. Η αποχώρηση της Γαλλίας από το ΝΑΤΟ έθεσε συν τοις άλλοις και σοβαρά λογιστικά προβλήματα. Πάνω από 30.000 Αμερικανοί και Καναδοί πέραν των υπολοίπων που προέρχονταν από τις ευρωπαϊκές νατοϊκές χώρες, έπρεπε να αναδιαταχθούν σε νέες στρατιωτικές βάσεις στη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία, το Βέλγιο και την Ολλανδία. Το ίδιο και 800.000 τόννοι πολεμικού υλικού έπρεπε να απομακρυνθούν από τη Γαλλία και να μεταφερθούν σε αποθήκες άλλων νατοϊκών χωρών, ενώ έπρεπε να μεταφερθούν και τα κυριότερα επιτελικά όργανα του ΝΑΤΟ, τα οποία είχαν έδρα τη Γαλλία.

Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1966 το Συμβούλιο Μονίμων Αντιπροσώπων του ΝΑΤΟ αποφάσισε να μεταφερθεί από το Παρίσι στο προάστιο Καστό των Βρυξελλών το Ανώτατο Αρχηγείο των Συμμαχικών Δυνάμεων (SHAPE). Στη Στουτγκάρδη μεταφέρθηκε το Ανώτατο Αρχηγείο των αμερικανικών δυνάμεων που στάθμευαν στην Ευρώπη (EUCOM). Δεδομένου ότι η Γαλλία παρέμεινε στο πολιτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και δεν είχε αντίρρηση να παραμείνει στο Παρίσι η έδρα του Συμβουλίου του ΝΑΤΟ, το θέμα της μεταφοράς της προκάλεσε εντονότατες συζητήσεις μεταξύ των συμμάχων και απειλούσε να προκαλέσει κρίση στις σχέσεις τους.

Οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία απαίτησαν την άμεση μεταφορά της έδρας του Συμβουλίου, ενώ η Ιταλία, ο Καναδάς, η Δανία και η Πορτογαλία ζήτησαν να παραμείνει στο Παρίσι, ώστε να διευκολύνεται ψυχολογικά ενδεχόμενη μελλοντική επιστροφή της Γαλλίας στο ΝΑΤΟ. Τελικά, κάτω από την ασφυκτική πίεση της Ουάσινγκτον, στις 16 Οκτωβρίου αποφασίστηκε ομόφωνα η μεταφορά της έδρας του Συμβουλίου στις Βρυξέλλες.

Στις 16 Οκτωβρίου του 1967 εγκαινιάστηκαν στις Βρυξέλλες οι νέες κτιριακές εγκαταστάσεις του ΝΑΤΟ και οι σημαίες των χωρών-μελών και της Συμμαχίας κυμάτισαν για πρώτη φορά στο στρατηγείο. Νωρίτερα, στις 31 Μαρτίου του 1967, εγκαινιάστηκε το στρατηγείο του SHAPE στη βελγική πόλη Καστό. Κατά την έπαρση της σημαίας του ΝΑΤΟ έσπασε η τροχαλία του ιστού και μέχρι να διορθωθεί, τη σημαία κρατούσαν ευλαβικά δύο αξιωματικοί, ένας Ολλανδός και ένας Αμερικανός.

Στις 11 Μαρτίου του 2009 ο τότε Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζύ ανακοίνωσε επίσημα την επιστροφή της χώρας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024