«Μη μαλώνεις, συζήτησε»
Γράφει ο Άγγελος Συρίγος*
Τον Αύγουστο του 1976 η Τουρκία έστειλε το σκάφος «Σισμίκ-Ι» για έρευνες σε περιοχές της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου που η Ελλάδα θεωρεί ότι της ανήκουν. Παρά τις πολεμικές κραυγές της αντιπολιτεύσεως, η κυβέρνηση Καραμανλή απέφυγε να χρησιμοποιήσει βία. Επέλεξε να προσφύγει παράλληλα στο Συμβούλιο Ασφαλείας και στο Διεθνές Δικαστήριο. Η προσφυγή στο δεύτερο απέβη άκαρπη για τυπικούς λόγους. Αντιθέτως, το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το ψήφισμα 395/1976. Ανάλογα κείμενα αποκαλούνται σκωπτικά στους διαδρόμους του Συμβουλίου Ασφαλείας ψηφίσματα τύπου «μη μαλώνεις, συζήτησε» [«don’t fight, talk» resolutions]. Το Συμβούλιο απέφυγε επιμελώς να ασχοληθεί με την ουσία της υποθέσεως, δεν καταδίκασε ευθέως τις τουρκικές ενέργειες και αντιμετώπισε επί ίσοις όροις τις δύο χώρες. Ελλάδα και Τουρκία εκλήθησαν να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, να επαναλάβουν τις απευθείας διαπραγματεύσεις για τη διευθέτηση των διαφορών τους και να εξετάσουν την πιθανότητα προσφυγής σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα.
Η ιστορία αυτή αποκτά επικαιρότητα μετά την παρεμπόδιση εκ μέρους της Τουρκίας της διεξαγωγής ερευνών στο τεμάχιο 3 της κυπριακής ΑΟΖ. Μπορεί να μην έχει γίνει πλήρως αντιληπτό, αλλά για πρώτη φορά μετά το 1974 η Τουρκία επιχείρησε να επεκτείνει, με χρήση βίαιων μέσων, τη στρατιωτική κατοχή πέραν του βορείου τμήματος και στις θαλάσσιες περιοχές νοτίως της Κύπρου.
Οι στόχοι της Τουρκίας είναι δύο. Ο άμεσος είναι να ακυρώσει το ενεργειακό πρόγραμμα της Κύπρου. Σε περίπτωση ανακαλύψεως σοβαρών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, θα δημιουργηθεί μια εναλλακτική πηγή τροφοδοσίας της Ε.Ε. Αυτό θα ανατρέψει τις ευνοϊκές για αυτήν ισορροπίες στην Κύπρο όπως τις επέβαλε το 1974. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιλογή του τεμαχίου 3 δεν ήταν τυχαία. Πίσω από τις πετρελαϊκές εταιρείες που έχουν τα δικαιώματα στο συγκεκριμένο τεμάχιο είναι η ευρισκόμενη σε προεκλογική περίοδο Ιταλία και η μακρινή Κορέα. Οι πιθανότητες βίαιης απαντήσεως εκ μέρους τους ήσαν περίπου αμελητέες.
Αφού η Τουρκία διαπίστωσε τις (περιορισμένες) αντιδράσεις, τώρα κυνηγά τον απώτερο στόχο της να εμπλακεί άμεσα και να ελέγξει η ίδια την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Γι’ αυτόν τον λόγο αμέσως μετά την άσκηση βίας άρχισε να παίζει στους ρυθμούς που αρέσκεται να ακούει η διεθνής κοινότητα: αυτοσυγκράτηση και συζητήσεις. Καλεί τους Ελληνοκυπρίους να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα (των φυσικών πόρων και όχι της κατοχής του νησιού…). Η χώρα που συζητάει το Κυπριακό επί 44 χρόνια ζητεί άμεσα κάποια «ενδιάμεση λύση» για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων…
Το μάθημα του 1976 πείθει ότι προσφυγή της Κύπρου στο Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει να αντιμετωπισθεί ως έσχατη λύση. Το πλέον πιθανόν είναι να δούμε επανάληψη ενός ψηφίσματος αντίστοιχου με το 395/1976 για το Αιγαίο. Τα πράγματα πρέπει να κινηθούν σε επίπεδο τοπικών συμμαχιών, διπλωματικών πιέσεων και κυρίως επιχειρηματικών συμφερόντων όσων άμεσα εμπλέκονται με την περιοχή. Ειδικότερα στο διπλωματικό πεδίο πρέπει να εμμείνουμε στην περιφερειακή ασφάλεια που απειλείται από το γεγονός ότι η Τουρκία αμφισβητεί όλες τις θαλάσσιες οριοθετήσεις της ανατολικής Μεσογείου. Επίσης πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το τεμάχιο 3 (όπως και τμήματα των τεμαχίων 1, 2, 8, 9, 12 και 13), στο οποίο υπήρξε η εμπλοκή, θεωρείται από την Τουρκία ότι ανήκει στους Τουρκοκυπρίους. Οι τελευταίοι έχουν «εκχωρήσει» από τις 22 Σεπτεμβρίου 2011 τα δικαιώματα έρευνας και εκμεταλλεύσεως προς την τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίου ΤΡΑΟ. Το κρίσιμο είναι να πείσουμε τις πετρελαϊκές επιχειρήσεις (και τα κράτη πίσω τους) ότι η ισοπεδωτική αντιμετώπιση των δύο πλευρών οδηγεί σε απώλεια των δικαιωμάτων τους στους υδρογονάνθρακες που έχουν αποκτήσει μέσα από διεθνείς διαγωνισμούς.
* Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.