Οι παράλληλοι πόλεμοι στη Συρία
Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Είναι κοινός τόπος ότι στη Συρία διεξάγονται ταυτοχρόνως παράλληλοι πόλεμοι. Υπενθυμίζουμε πως το καθεστώς Άσαντ ήταν στόχος της Ουάσιγκτον από την εποχή της προεδρίας Μπους. Πρώτα το Αφγανιστάν των Ταλιμπάν, μετά το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεϊν, στη συνέχεια η Συρία του Άσαντ και τέλος το Ιράν. Τότε, η Συρία είχε γλυτώσει, λόγω του εγκλωβισμού των Αμερικανών στο ναρκοπέδιο του Ιράκ.
Η Συρία ήταν στόχος της Δύσης όχι βεβαίως επειδή το καθεστώς Άσαντ ήταν αυταρχικό. Ήταν στόχος επειδή η ανατροπή του θα οδηγούσε στην επιβολή ενός φιλοδυτικού καθεστώτος, που με τη σειρά του θα οδηγούσε στον εξοβελισμό της Ρωσίας από την Ανατολική Μεσόγειο, δεδομένου ότι οι μόνες βάσεις που διατηρεί στην ευρύτερη περιοχή είναι στη βορειοδυτική Συρία. Με άλλα λόγια, κυριαρχούσε η νεοψυχροπολεμική σκοπιμότητα.
Ταυτοχρόνως, την ανατροπή του Άσαντ επεδίωκε και επιδιώκει και το Ισραήλ. Όχι επειδή θεωρεί ότι είναι απειλή για την ασφάλειά του, αλλά επειδή θέλει να σπάσει τον σιιτικό διάδρομο Ιράν-νότιο Ιράκ-Συρία-Χεζμπολά. Ειδικά μετά την πρωτοφανή αποτυχία του ισραηλινού στρατού να νικήσει τη σιίτικη οργάνωση του Λιβάνου στη δεκαετία του 2000, ο αποκλεισμός και η εξουδετέρωση της Χεζμπολά έχει γίνει έμμονη ιδέα στα ηγετικά κλιμάκια του Τελ Αβίβ.
Για να επιτύχει τον σκοπό της η Δύση όχι απλώς ανέχθηκε τους τζιχαντιστές, αλλά και –κυρίως μέσω της Τουρκίας και των μοναρχιών του Κόλπου– τους υποστήριξε. Υποκρινόταν πως δεν έβλεπε ποιοι κρύβονταν κάτω από το καπέλο του Ελεύθερου Συριακού Στρατού. Η στάση των Δυτικών άλλαξε όταν το Ισλαμικό Κράτος άρχισε τους τελετουργικούς αποκεφαλισμούς και βεβαίως όταν βίωσαν στις ίδιες τις χώρες τους την ισλαμική τρομοκρατία.
Η ανάδυση του κουρδικού παράγοντα
Η στροφή Αμερικανών και Ευρωπαίων εναντίον του Ισλαμικού Κράτους εκ των πραγμάτων χαλάρωσε, αλλά δεν ακύρωσε την πίεση για ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για το Ισραήλ, το οποίο δεν έχει κρύψει την υποστήριξή του όχι μόνο προς το κουρδικό αυτονομιστικό κίνημα, αλλά εμμέσως πλην σαφώς και προς τους τζιχαντιστές. Τους θεωρεί χρήσιμους, επειδή πολεμούν κι αυτοί εναντίον του σιιτικού παράγοντα και με τη δράση τους αποδυναμώνουν το καθεστώς Άσαντ. Με τη βοήθεια της Ρωσίας, του Ιράν και της Χεζμπολά, όμως, ο Άσαντ όχι μόνο επιβίωσε, αλλά κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο μεγάλου μέρους της Συρίας.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, έχουμε τη δυναμική ανάδυση του κουρδικού παράγοντα. Από το 2014, όταν οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους πολιορκούσαν την πόλη Κομπάνι, έχει κυλήσει πολύ νερό. Με την βοήθεια των Αμερικανών στον αέρα, αλλά και σε οπλισμό και εκπαίδευση, οι Κούρδοι του YPG πέρασαν στην αντεπίθεση. Συσπειρώνοντας γύρω τους και Άραβες και Γεζίντι μαχητές (στο πλαίσιο των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων) έθεσαν σταδιακά υπό τον έλεγχό τους όλη τη βορειοανατολική Συρία.
Στρατηγικός στόχος τους ήταν να κινηθούν προς δυσμάς με σκοπό να ενώσουν το απομονωμένο κουρδικό καντόνι του Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία (εφάπτεται της Τουρκίας) και στη συνέχεια να δημιουργήσουν έναν διάδρομο για να αποκτήσουν πρόσβαση στη θάλασσα. Η Μεσόγειος, άλλωστε, δεν απέχει πολύ από το Αφρίν. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδιασμού, πέρασαν από ανατολικά προς δυτικά τον Ευφράτη και μετά από σκληρές μάχες κατέλαβαν από το Ισλαμικό Κράτος την πόλη Μπανμπίτζ.
Η εξέλιξη αυτή εξώθησε την Άγκυρα να εισβάλει στη βόρεια Συρία με σκοπό ακριβώς να ματαιώσει τα σχέδια των Κούρδων. Με την επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη», οι Τούρκοι κινήθηκαν προς νότο, λίγο δυτικότερα της Μανμπίτζ. Οι τζιχαντιστές παρέδωσαν την παραμεθόριο συριακή πόλη Τζαραμπλούς αμαχητί. Ο τουρκικός στρατός έφθασε μέχρι την κωμόπολη Αλ Μπαμπ, την οποία κατέλαβε με δυσκολία από το Ισλαμικό Κράτος. Κατ’ αυτό τον τρόπο έκλεισε τον δρόμο των Κούρδων προς δυσμάς.
Πράσινο φως από τον Πούτιν
Για εκείνη την τουρκική επιχείρηση, ο Ερντογάν είχε εξασφαλίσει το πράσινο φως και του Πούτιν, με τον οποίο ήδη συνέπλεε, αλλά και της Ουάσιγκτον, η οποία δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη με την Άγκυρα. Για ένα διάστημα διαμορφώθηκε μία ασταθής ισορροπία. Αυτή ανετράπη, όταν οι Αμερικανοί ανακοίνωσαν πως θα συγκροτηθεί μία δύναμη 30.000 μαχητών με κορμό τους Κούρδους, η οποία θα έχει αποστολή τη φύλαξη των συνόρων με την Τουρκία.
Εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ο εναέριος χώρος στην περιοχή που βρίσκεται το Αφρίν ελέγχεται από τους Ρώσους, ο Ερντογάν εξασφάλισε από τον Πούτιν το πράσινο φως για την εισβολή στο κουρδικό καντόνι. Οι Κούρδοι δεν είχαν δεχθεί τη ρωσική πρόταση να παραδώσουν το Αφρίν στον έλεγχο του Άσαντ, με αποτέλεσμα η ρωσική δύναμη που υπήρχε εκεί και συνεργαζόταν με την κουρδική διοίκηση να αποχωρήσει. Από την πλευρά τους, οι Αμερικανοί ούτε είχαν τη δυνατότητα να αποτρέψουν την τουρκική εισβολή, ούτε καν το προσπάθησαν έστω σε διπλωματικό επίπεδο. Δεν ήθελαν να αντιπαρατεθούν στον Ερντογάν, ελπίζοντας ότι τελικώς θα τον επαναφέρουν στο δυτικό στρατόπεδο.
Λόγω της συντριπτικής υπεροχής των εισβολέων και σε άνδρες και σε οπλισμό και βεβαίως λόγω της απόλυτης κυριαρχίας στον αέρα, ήταν εξαρχής προφανές πως το Αφρίν αργά ή γρήγορα θα υπέκυπτε. Όταν με καθυστέρηση οι Κούρδοι διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να αντισταθούν για πολύ, ζήτησαν να παραδώσουν την περιοχή στο καθεστώς Άσαντ.
Ήταν, όμως, αργά. Οι πολιτοφύλακες που έστειλε η Δαμασκός δεν ήταν ικανοί να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων. Ήταν περισσότερο μία συμβολική κίνηση. Η Μόσχα, άλλωστε, είχε υποσχεθεί στον Ερντογάν ελευθερία κινήσεων, εξασφαλίζοντας ανταλλάγματα σε άλλα μέτωπα. Ο Άσαντ φοβάται δικαιολογημένα ότι οι Τούρκοι δεν θα φύγουν εύκολα από τα συριακά εδάφη, αλλά δεν είχε περιθώρια να αντιταχθεί. Το γεγονός, πάντως, ότι ο τουρκικός στρατός χρειάστηκε οκτώ σχεδόν εβδομάδες για να φθάσει στην πόλη Αφρίν είναι μία ένδειξη της αποτελεσματικότητάς του.
Η πτώση του Αφρίν ακυρώνει -τουλάχιστον για το ορατό μέλλον- τη στρατηγική των Κούρδων να κινηθούν προς δυσμάς. Με αυτή την έννοια, πρόκειται για επιτυχία της Άγκυρας, η οποία στις κατεχόμενες συριακές περιοχές ήδη οικοδομεί πρόπλασμα τουρκικών κρατικών δομών, επιβεβαιώνοντας την ανομολόγητη, αλλά προφανή πρόθεσή της μελλοντικά να προσαρτήσει την περιοχή. Ουσιαστικά, δηλαδή, να επαναλάβει αυτό που είχε κάνει με την Αλεξανδρέττα στη δεκαετία του 1930.
Οι παράλληλοι πόλεμοι
Στρατηγικός στόχος της Τουρκίας είναι η στρατιωτική και πολιτική εξουδετέρωση του κουρδικού παράγοντα σε όλη τη βόρειο Συρία. Ο Ερντογάν, μάλιστα, είχε απειλήσει τους Αμερικανούς πως εάν επιχειρήσουν να εμποδίσουν τον τουρκικό στρατό θα δοκιμάσουν «οθωμανικά χαστούκια». Πέρα, όμως, από τους λεονταρισμούς, αυτό που συζητήθηκε στη συνάντηση Ερντογάν-Τίλλερσον είναι οι Κούρδοι να παραδώσουν την Μπανμπίτζ σε μία μικτή διοίκηση Αμερικανών, Τούρκων και ντόπιων και να αποσυρθούν ανατολικά του Ευφράτη.
Η σύμπραξη της Άγκυρας με τη Μόσχα έχει αλλάξει τα δεδομένα στην περιοχή. Η Ουάσιγκτον -και μαζί της όλη η Δύση- περιέλθει σε εμφανώς μειονεκτική θέση στο συριακό μέτωπο. Εκεί, το πλεονέκτημα το έχουν πλέον οι Ρώσοι και οι Ιρανοί, που στηρίζουν το καθεστώς Άσαντ, και εν μέρει οι Τούρκοι. Ο λόγος που οι Αμερικανοί είναι πολύ δύσκολο να εγκαταλείψουν ολοσχερώς τον κουρδικό παράγοντα δεν είναι η πίστη τους σε έναν αξιόμαχο σύμμαχο. Είναι ότι χωρίς αυτόν, ουσιαστικά θα βρεθούν έξω από την «καρδιά» της Μέσης Ανατολής με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ειδικά όταν το δίδυμο Τραμπ-Πομπέο έχει ανοίξει μέτωπο με την Τεχεράνη.
Οι πολλπαλοί και διασταυρούμενοι πόλεμοι στη Συρία προκαλούν νευρικότητα, η οποία εκ των πραγμάτων διαχέεται σε όλους του παίκτες. Στη Συρία υπάρχει στρατιωτική παρουσία Αμερικανών, Ρώσων, Ιρανών και Τούρκων, καθώς και επιλεκτικές αεροπορικές επιθέσεις των Ισραηλινών. Στο εκρηκτικό αυτό κοκτέιλ πρέπει να προστεθούν, βεβαίως, η στρατιωτική δράση του καθεστώτος, των ποικίλων τζιχαντιστών και του ισχυρού κουρδικού αυτονομιστικού κινήματος.
Η συγκρουσιακή συνύπαρξη όλων αυτών των δυνάμεων εκτός του ότι έχει μετατρέψει τη Συρία σε άθροισμα ερειπίων, απειλεί να φέρει σε θερμή αντιπαράθεση ΗΠΑ και Ρωσία με απρόβλεπτες επιπτώσεις που αναπόφευκτα θα υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια του συριακού μετώπου. Αναφερόμενος σ’ αυτή την πραγματικότητα, ο Ερντογάν μίλησε προ ημερών για Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.