Η νίκη του Putin, ο πειρασμός της Ευρώπης
της Judy Dempsey
Carnegie Europe
Η προβλέψιμη νίκη του Putin στις εκλογές έχει τη δυναμική να διαιρέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και να αποδυναμώσει την διατλαντική σχέση.
Αν και η ΕΕ έχει, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, συνεχίσει τις κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία για την προσάρτηση της Κριμαίας πριν από τέσσερα χρόνια, αρκετοί ηγέτες της ΕΕ και πολιτικά κόμματα είναι, να το πούμε έτσι, αμφιλεγόμενοι για τον Putin.
Από τον Ούγγρο πρωθυπουργό Vikto Orban μέχρι τον ηγέτη της αντιπολίτευσης των Εργατικών, Jeremy Corbyn και τον Horst Seehofer, τον πρώην ηγέτη της Βαυαρίας και τον τωρινό υπουργό Εσωτερικών στην τέταρτη κυβέρνηση της Angela Merkel, είναι όλοι φιλικά διακείμενοι προς τον Putin.
Είτε μέσω κρατικών επισκέψεων του Putin στην Ουγγαρία ή του Orban στη Μόσχα ή ο Seehofer να στρώνει κόκκινο χαλί στον Ούγγρο φίλο του στο Μόναχο ή να “πετάγεται” να δει τον Putin στο Κρεμλίνο και τώρα να ενώνεται με αυτούς και η Λίγκα του Βορρά της Ιταλίας, ο Putin κατόρθωσε να αγγίξει το φιλορωσικό αίσθημα που επικρατεί σε διάφορες χώρες της ΕΕ.
Το Κρεμλίνο είναι έμπειρο στο να χρησιμοποιεί τα social media και πολλούς άλλους τρόπους για να σπείρει την παραπληροφόρηση, όχι χάρη στην βραδύτητα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να απαντήσουν. Και αυτή η εκστρατεία παραπληροφόρησης είναι πιθανό να συνεχιστεί με τρόπους που θα μπορούσαν να πείσουν κάποιους ηγέτες της ΕΕ να υποστηρίξουν ότυι είναι ώρα να προχωρήσουμε με τη Ρωσία, ιδιαίτερα δεδομένης της κατάστασης των διατλαντικών σχέσεων με τον πρόεδρο Donald Trump. Πραγματικά, μια πρόσφατη δημοσκόπηση που δημοσίευσε το ZDF, το δεύτερο κρατικό τηλεοπτικό κανάλι της Γερμανίας, έδειξε ότι το 78% των Γερμανών ήταν “πολύ ανήσυχοι” για τις πολιτικές του Trump, ενώ μόλις το 58% ήταν ανήσυχο για τον Putin, ενώ το 40% δεν ήταν καθόλου ανήσυχο για τις πολιτικές του Ρώσου προέδρου.
Με άλλα λόγια, ο πειρασμός να ξαναχτιστούν οι σχέσεις με τη Ρωσία, αντιπαρατίθεται με την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των Ευρωπαίων ηγετών για τη διακυβέρνηση της Αμερικής από τον trump. Για κάποιους ηγέτες της ΕΕ, το στυλ διακυβέρνησης του Λευκού Οίκου είναι εις βάρος της ενίσχυσης των διατλαντικών δεσμών. Ωστόσο αυτοί οι δεσμοί είναι πολύ πιο αναγκαίοι από ποτέ, δεδομένης της αυξανόμενης οικονομικής και πολιτικής επιρροής της Κίνας και του ολοένα και αυξανόμενου ρόλου της Ρωσίας.
Για αυτό ο Peter Altmaier, ένας από τους έμπιστους βοηθούς της Merkel και τωρινός υπουργός Οικονομίας, ταξίδεψε στην Ουάσιγκτον να προσπαθήσει να πείσει το Λευκό Οίκο να ακυρώσει τους δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου.
Αυτοί οι δασμοί έχουν αρνητική επίδραση στις γερμανικές εξαγωγές αυτοκινήτου στις ΗΠΑ, αν και οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες των ΗΠΑ διερευνούν τις μονάδες παραγωγής τους στις ΗΠΑ, καθώς ο trump προωθεί την ατζέντα “Η Αμερική πρώτα”.
Πάνω από όλα, η Γερμανία δεν θέλει τις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν το ελεύθερο εμπόριο και να υπαναχωρήσουν στον προστατευτισμό. Αυτό θα τρόμαζε το Βερολίνο. Δεν είναι μόνο λόγω του τεράστιου εμπορικού πλεονάσματος της Γερμανίας το οποίο τόσο συχνά επικρίνει η Ουάσιγκτον. Είναι επειδή η γερμανική εξωτερική πολιτική, από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, έχει αγκιστρωθεί στον πολυμερισμό. Και αυτό περιλαμβάνει το ΝΑΤΟ, ακόμη κι αν ένας επίμονος γερμανικός πασιφισμός χαλιναγωγείται σε αυτό τον στρατιωτικό οργανισμό. Είναι ο πολυμερισμός που έχει δώσει στη Γερμανία την αμφισβητούμενη πολυτέλεια του να μην χρειάζεται να πράττει και να σκέφτεται στρατηγικά. Είτε το Βερολίνο το καταλάβει αυτό είτε όχι, είναι μια πολυτέλεια που γρήγορα εξαντλείται.
Δεδομένου του τι συμβαίνει στη Ρωσία και στις ΗΠΑ, ο χειρισμός και των δύο χωρών από τη Γερμανία είναι κρίσιμος και για την ΕΕ, για το ΝΑΤΟ, και για τα οικονομικά και πολιτικά στηρίγματα της Δύσης. Εκτός από το μεγάλο ερώτημα σχετικά με το πώς μπορεί το Βερολίνο και το Παρίσι να μετακινήσουν την ΕΕ προς τα εμπρός, τα δύο επείγοντα ζητήματα που περιμένουν στο εσωτερικό της Γερανίας, είναι η Ρωσία και οι ΗΠΑ.
Από το 2014, η στρατηγική της ΕΕ προς τη Ρωσία ήταν τιμωρητική όσο οι ηγέτες της ΕΕ μπορούσαν να συμφωνήσουν στο επίπεδο των κυρώσεων. Αλλά με τον Putin να επανεκλέγεται για άλλη μία εξαετία, η Merkel και ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron, πρέπει να δράσουν από κοινού με δύο τρόπους.
Πρώτον, χρειάζονται μια διπλή στρατηγική προς την Ουκρανία. Η μία περιλαμβάνει την άσκηση μέγιστης πίεσης στον πρόεδρο Petro Poroshenko να συνεχίσει με τις μεταρρυθμίσεις. Οι μεγάλες χώρες της ΕΕ είναι συχνά πολύ επιεικείς με το Κίεβο. Ακριβώς επειδή η Ουκρανία οδηγείται σε εκλογές το 2019, δεν είναι δικαιολογία για την κυβέρνηση και τον πρόεδρο να σταματήσουν οι μεταρρυθμίσεις. Η ΕΕ πρέπει να συνεχίσει να επικεντρώνεται στα τρωτά σημεία και στη δυναμική της Ουκρανίας. Η απαξίωση από την ΕΕ θα ωφελήσει το Κρεμλίνο, το οποίο δεν θέλει ο γείτονάς του από τα δυτικά να εξελιχθεί σε success story. Η απαξίωση από την ΕΕ θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε αστάθεια κατά μήκος των ανατολικών συνόρων. Θέλει η ΕΕ άλλο ένα κύμα προσφύγων;
Ο δεύτερος άξονας πρέπει να επικεντρωθεί στο πώς θα σπάσει το αδιέξοδο στις συμφωνίες του Μινσκ, ιδίως πώς να επανενταχθεί το Ντονμπάς.
Το άλλο ζήτημα της Merkel αναφορικά με τις ρωσικές εκλογές και τη νίκη Putin, είναι το ΝΑΤΟ.
Η εστίαση στον στόχο των χωρών του ΝΑΤΟ σε ό,τι αφορά τις αμυντικές δαπάνες στο 2%, αποσπά την προσοχή. Αλλά εάν ικανοποιεί τον trump -και του επιτρέπει να κομπάζει- ας είναι έτσι.
Πολύ μεγαλύτερης σημασίας είναι η ικανότητα του NATO να είναι ευέλικτο όταν πρόκειται να αντιμετωπίσει τις κυβερνοεπιθέσεις, ιδιαίτερα προστατεύοντας κρίσιμες υποδομές όπως ενεργειακά πεδία, νοσοκομεία, μεταφορές και το διαδίκτυο. Πραγματικά, η πρόσφατη χρήση ενός χημικού όπλου εναντίον του πρώην διπλού πράκτορα Sergei Skripal και της κόρης του Yulia, εξέθεσε τις ελλείψεις της βρετανικής ανθεκτικότητας. Ασφαλώς, αυτό σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ εργάζεται πολύ πιο στενά με την ΕΕ. Και αν αυτή η σχέση προχωρήσει πραγματικά προς τα εμπρός, θα κάνει πιο δύσκολο για τον Putin την προσπάθειά του να εκμεταλλευτεί αυτά τα έξι επόμενα χρόνια για να αποδυναμώσει και τους δύο οργανισμούς.