Παζάρι για τρεις στην Άγκυρα
Του Κώστα Ράπτη
Πώς είναι δυνατόν δυνάμεις που εκκινούν από τόσο διαφορετικές αφετηρίες σε ό,τι αφορά την συριακή κρίση να βρούν έναν επωφελή για όλες κοινό βηματισμό; Την απάντηση δίνει η τριμερής σύνοδος κορυφής Ρωσίας, Τουρκίας και Ιράν (η δεύτερη μετά από εκείνη στο Σότσι τον περασμένο Νοέμβριο) που πραγματοποιείται σήμερα Τετάρτη στην Άγκυρα.
Το περίγραμμα της επιχειρούμενης συνδιαλλαγής είναι γνωστό: να αποσπάσει η Τουρκίατην ανοχή των συνομιλητών της στην διεύρυνση των τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον των Κούρδων της βόρειας Συρίας στηρίζοντας ως αντάλλαγμα την ένταξη περισσότερων φιλοτουρκικών αντικαθεστωτικών ομάδων στην πολιτική διαδικασία της Αστάνα για τον τερματισμό της συριακής κρίσης. Άλλωστε, η πρόσφατη κατάληψη του Αφρίν από τον τουρκικό στρατό και τους συμμάχους του ισλαμιστές αντάρτες δεν θα είχε επιτευχθεί χωρίς την ανοχή της Ρωσίας η οποία ελέγχει τον συριακό εναέριο χώρο. Αλλά και η Τουρκία υποχρεώθηκε να παρακολουθεί χωρίς αντιδράσεις την προέλαση των δυνάμεων της συριακής κυβέρνησης (την οποία εξακολουθεί κατά τα λοιπά να μην αναγνωρίζει) στην ανατολική Γούτα και άλλα μέτωπα.
Πρόκειται για μία συνεργασία η οποία δεν θα αργήσει να δοκιμασθεί όταν θα τεθεί επί τάπητος το ζήτημα της επαρχίας Ίντλιμπ των 2,5 εκατομμυρίων κατοίκων, η οποία ελέγχεται από αντιμαχόμενες τζιχαντιστικές οργανώσεις με κορυφαία την Hayat Tahrir al-Sham. Η περίμετρος της ανταρτοκρατούμενης περιοχής, στην οποία σπεύδουν και όσοι αντικαθεστωτικοί εγκαταλείπουν άλλες θέσεις τους στην υπόλοιπη Συρία, ελέγχεται από οκτώ σημεία παρατήρησης του τουρκικού στρατού. Εάν η ισχύουσα εκεχειρία παραβιασθεί από τη Δαμασκό και τους συμμάχους της, η Τουρκία θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα ανεπιθύμητο προσφυγικό κύμα που θα περιλαμβάνει και πολλούς απρόβλεπτους ενόπλους.
Προς το παρόν, πάντως, η συνεργασία Τουρκίας, Ρωσίας και Ιράν μοιάζει να διανύει την καλύτερη περίοδό της. Ενισχύεται άλλωστε και από ενέργειες σε διμερές επίπεδο, όπως έδειξε η χθεσινή πρώτη ημέρα της παρουσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Τουρκία. Η θεμελίωση του πυρηνικού σταθμού του Ακούγιου, που αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2023, απέδειξε ότι η λύση στην ενεργειακή εξάρτηση της Τουρκίας (που έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση κάθε χρόνο ενός μεγάλου εμπορικού ελλείμματος έναντι της Ρωσίας) είναι εντέλει και αυτή ρωσικής προελεύσεως.
Παράλληλα, οι συζητήσεις, τις οποίες επιβεβαίωσε και ο Πούτιν, για επίσπευση της (αρχικά προγραμματισμένης για τις αρχές του 2020) παράδοσης στην Τουρκία τεσσάρων συστοιχιών ρωσικών συστημάτων S-400 ασφαλώς δεν θα πρέπει να θεωρηθούν άσχετες προς το γεγονός ότι τον Νοέμβριο του 2019 διεξάγονται οι κρίσιμες τουρκικές προεδρικές και βουλευτικές εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, ο ένοικος του Κρεμλίνου θα πρέπει να είναι ευτυχής με τις τουρκο-αμερικανικές τριβές που δημιουργεί αυτή ακριβώς η ρωσική παρεμβολή, αλλά και ο Ερντογάν ασφαλώς θεωρεί ότι αυτού του τύπου η πολλαπλότητα επιλογών ενισχύει τη διαπραγματευτική του θέση έναντι της Δύσης.
Κατά μία έννοια, πάντως, ο πραγματικός πρωταγωνιστής της τριμερούς συνάντησης της Άγκυρας δεν είναι καν παρών. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είναι αυτός που με την αινιγματική εξαγγελία του ότι θα επαναπατρίσει τους Αμερικανούς στρατιώτες από την βορειοανατολική Συρία, με την οποία θα πρέπει “να ασχοληθούν άλλοι”, δημιουργεί ασφαλώς προσδοκίες στους συμμετέχοντες στην τριμερή.
Μάλιστα παρά τις αντιρρήσεις που έχουν εκφράσει δημοσίως τόσο ο συντονιστής του συνασπισμού κατά του Ισλαμικού Κράτους Μπρεντ ΜακΓκερκ όσο και ο διοικητής της CentCom (διακλαδικής Κεντρικής Διοίκησης των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων) στρατηγός Βότελ, ο Τραμπ επανήλθε χθες προαναγγέλλοντας την ανακοίνωση σχετικών αποφάσεων στο προσεχές μέλλον.
Όλα αυτά λέγονται ενώ ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει μόλις αναμορφώσει το επιτελείο του για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής, κινείται όλο και πιο αυτονομημένα από τους περιορισμούς της γραφειοκρατίας, επιμένει στην υλοποίηση της προεκλογικής του ατζέντας και την ίδια στιγμή βλέπει τη δημοτικότητά του να ανεβαίνει στο 50%.
Η επιμονή του να συνομιλήσει με τον Πούτιν μάλλον δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι την ίδια στιγμή δρομολογείται η αποδόμηση της “υπόθεσης Σκριπάλ”, που έφερε στα όριά της της σχέσης Δύσης-Ρωσίας, με την δήλωση του επικεφαλής των επιστημόνων του χημικού εργαστηρίου του βρετανικού στρατού ότι δεν είναι δυνατό να ταυτιστεί η χώρα προέλευσης του νευροτοξικού παράγοντα που χρησιμοποιήθηκε.
Με αυτή την έννοια, μάλλον ο Πούτιν είχε το τελευταίο 24ωρο στραμμένο του νου του μακριά από ό,τι είχαν να του πουν οι οικοδεσπότες του στην Άγκυρα. Που και αυτοί βέβαια θα δουν τις φιλοδοξίες τους να ψαλιδίζονται εάν μικρύνει το χάσμα ΗΠΑ-Ρωσίας εντός του οποίου βρίσκουν τον χώρο να κινούνται.