Giddens και Bauman περί Νεωτερικότητας
Γράφει ο Γεώργιος Α. Κωστόπουλος*
Στην καρδιά της κοινωνιολογικής θεώρησης τόσο του Giddens, όσο και του Bauman συναντάμε την νεωτερικότητα. Κοινός παρονομαστής των θεωρήσεων τους αποτελεί τόσο το χρονικό σημείο εμφάνισής της όσο και το τερματικό της όριο, που ξυπνά το ζήτημα της πιθανής έλευσης της μετα-νεωτερικότητας. Ο Βρετανός κοινωνιολόγος Giddens αποδέχεται την συνέχεια ανάμεσα στις προνεωτερικές και νεωτερικές κοινωνίες. Εντοπίζει και ορίζει τον σύγχρονο κόσμο επικεντρώνοντας στη γενικευμένη δυνατότητα της νεωτερικότητας για αναστοχασμό. Ταυτόχρονα εμφανίζει την εκ γενετής αυτοϋπονόμευση των προσταγμάτων του Διαφωτισμού και αναιρεί τις θεωρίες για την πιθανή εμφάνιση μιας μετανεωτερικότητας. Ο πολωνός κοινωνιολόγος Bauman αφενός απορρίπτει την ιδέα μιας κάθετης τομής με τις παραδοσιακές κοινωνίες, αφετέρου θεωρεί τη νεωτερικότητα και την μετανεωτερικότητα ως δύο συμπληρωματικές πλευρές του σύγχρονου πολιτισμού.
Giddens: διάκριση προνεωτερικού-νεωτερικού κόσμου
Η κοινωνιολογική θεώρηση του Giddens στοχεύει στην συγκρότηση μιας οντολογίας του κόσμου. Ο Βρετανός κοινωνιολόγος χρησιμοποιώντας ως μεθοδολογικό εργαλείο την θεωρία της δομοποίησης, καταφέρνει τη σύζευξη δράσης και δομής. Ξεχωρίζει το στοιχείο της δομής, ως το σύνολο κανόνων και πόρων, οργανωμένων με επαναληπτικό τρόπο από τα κοινωνικά συστήματα. Όρος που χαρακτηρίζει τις σχέσεις ανάμεσα στα δρώντα άτομα ή συλλογικοτήτων που αναπαράγονται με τη μορφή κοινωνικών πρακτικών. Με την εισαγωγή της δυαδικότητας του δομικού στοιχείου, ο Giddens προσλαμβάνει τα κύρια χαρακτηριστικά των κοινωνικών συστημάτων ως όρους και συγχρόνως ως αποτελέσματα των δραστηριοτήτων των συντελεστών. Επομένως, στην αναπαραγωγή των συστημάτων αλληλεπίδρασης, οι συμμετέχοντες-δρώντες χρησιμοποιούν μεθόδους δόμησης και την ίδια στιγμή ανασυγκροτούν τις δομικές ιδιότητες των συστημάτων αυτών.
Σύμφωνα με τον Βρετανό κοινωνιολόγο η νεωτερικότητα έχει τις ρίζες της από την προγενέστερή της παραδοσιακή κοινωνία. Παρατηρείται στις ξεχωριστές ιστορικές της εκφάνσεις και αναφέρεται στην εξελικτική διαδρομή του δυτικού κόσμου και στην καθιέρωσή του ως καθολικό πρότυπο στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Ο Giddens επικεντρώνεται στις ριζικές ανατροπές που φέρνει η έλευση της νεωτερικότητας και δεν επιλέγει να δεσμευτεί σε μια καθολική αντίληψη της ιστορίας, καθώς αναγνωρίζει σημεία συνέχειας της παραδοσιακής τάξης πραγμάτων και δεν ορίζει μια ακριβή χρονική στιγμή για την έλευσή της . Ο Giddens έφερε στην επιφάνεια τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν τη νεωτερική από τις προνεωτερικές κοινωνίες, εμμένοντας στις ραγδαίες ιστορικές αλλαγές που εφάπτονται με τον αυξημένο ρυθμό κοινωνικής μεταβολής. Να σημειωθεί ότι ο Βρετανός κοινωνιολόγος δίνει έμφαση στον ρόλο της γνώσης των κοινωνικών επιστημών, που παρεμβαίνουν αναστοχαστικά, μεταβάλλοντας την κοινωνική πραγματικότητα και ενίοτε επιφέροντας ρήξη με τις ήδη υπάρχουσες αναπαραστάσεις και εννοιολογήσεις .
Ο Giddens, στην κοινωνιολογική του θεώρηση επικεντρώνεται στην ιστορική διαδικασία της αποσύνδεσης χώρου και χρόνου, που πραγματοποιείται στη νεωτερικότητα, ως αποτέλεσμα της ποσοτικοποίησης και του ακριβούς προσδιορισμού του χρόνου. Σε προνεωτερικές κοινωνίες, χωρο-χρόνος συμπίπτουν στην καθημερινώς κοινωνική αλληλεπίδραση. Από την άλλη πλευρά στη νεωτερικότητα, εξαιτίας της διαδοχικής απομάκρυνσης του χώρου και του χρόνου, πραγματοποιείται μια εκθεμελίωση των κοινωνικών σχέσεων. Η εκθεμελίωση εξελίσσεται σε επανασύνδεση με νέους τρόπους, παρέχοντας στοιχεία για τον μετασχηματισμό των μορφών κοινωνικής οργάνωσης και της ανθρώπινης υποκειμενικότητας .
Χαρακτηριστικό γνώρισμα σύμφωνα με τον Βρετανό κοινωνιολόγο, σε μια νεωτερική κοινωνία αποτελεί η δυναμική της, η οποία έγκειται στον εγγενή προσανατολισμό της στο μέλλον. Μεθοδεύει την κατασκευή ρήξεων με την παραδοσιακή τάξη πραγμάτων ως προς τη φύση και τις φυσικές επιστήμες καθώς και την κοινωνία, την ιεραρχία και την εξουσία. Η γνώση του φυσικού και κοινωνικού κόσμου στη νεωτερικότητα, συμφωνεί με τον έλεγχο είτε μέσω της τεχνολογίας είτε μέσω της ανάλυσης του ατομικού και συλλογικού πεπρωμένου. Στο νεωτερικό πλαίσιο, όπου η ριζοσπαστική ιστορικότητα έγκειται στις νέες μορφές οικονομικοκοινωνικών σχέσεων, εμφανίζονται νέες μορφές συλλογικότητας και νέες κοινωνικές ταυτότητες .
Κύριοι παράγοντες της νεωτερικής δυναμικότητας αποτελούν η παγκοσμιοποίηση, η θεσμική αναστοχαστικότητα και οι μηχανισμοί διαχωρισμού και επανασύνδεσης χώρου και χρόνου. Οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί εμπεριέχουν συμβολικούς δείκτες, με πρωτεύων τα χρήματα, ως μέσο αμοιβαίας ανταλλαγής και κυκλοφορίας των αξιών και την παγίωση εξειδικευμένων συστημάτων (τεχνικά επιτεύγματα, επαγγελματικές ειδικότητες). Εξέλιξη που οδηγεί στην απομάκρυνση των κοινωνικών σχέσεων από την αμεσότητα των αναφορών τους, με αποτέλεσμα να προϋποθέτουν την ύπαρξη εμπιστοσύνης στο νεωτερικό πλαίσιο της εξειδίκευσης και του κατακερματισμού της γνώσης .
Ο Giddens πραγματοποίησε τη σύνδεση ανάμεσα στη γενικευμένη δυνατότητα του αναστοχασμού και στον εξορθολογισμό όλων των θεσμών και πρακτικών. Μέσα από τις νέες μορφές γνώσης, διαπιστώνεται μια αναστοχαστική διάταξη των κοινωνικών σχέσεων και των κοινωνικών πρακτικών. Στον αντίποδα στις παραδοσιακές κοινωνίες, όπου το μεγαλύτερο μέρος των επιλογών των ατόμων είναι κοινωνικά ξεπερασμένο και εξαρτάται άμεσα από την παράδοση, τις συνήθειες αλλά και την θέση των ατόμων στα κοινωνικά στρώματα, στις νεωτερικές κοινωνίες το πλήθος των ατομικών επιλογών επιμηκύνεται και ορίζεται από το νομικό πλαίσιο και την οικονομικοκοινωνική θέση των ατόμων. Τα άτομα συνεχώς αναστοχάζονται τις επιλογές τους, οι οποίες αφορούν θέματα όπως η καριέρα, οι συμπεριφορές, οι σχέσεις, η κατανάλωση που συνιστούν τα μέσα κατασκευής των ταυτοτήτων. Στην μεταγενέστερη νεωτερικότητα, η αναγκαία απομάκρυνση από την δυνατότητα ορθολογικού υπολογισμού των κινδύνων, μέσω εδραιωμένων ταυτοτήτων, επιτυγχάνει την διαρκή ανακατασκευή τους .
Στο έργο του Giddens οι καπιταλιστικές κοινωνίες αποτελούν μια υποδιαίρεση των νεωτερικών (κοινωνιών). Η καπιταλιστική οικονομία, ως θεσμός που διαδραματίζει καταλυτική επίδραση στους άλλους θεσμούς, η ανάδυση των εθνών-κρατών, που συμβαδίζει με τις αυξημένες δυνατότητες συντονισμού και επιτήρησης, αλλά και οι καινοτόμες δυνατότητες δραστηριοποίησης οικονομικοκοινωνικών και στρατιωτικών πόρων, διαμορφώνουν τον δυναμισμό της νεωτερικότητας, επικυρώνοντας την κάθετη ρήξη με τον προνεωτερικό κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, η καπιταλιστική επιχείρηση είναι ο κύριος όρος για την αποστασιοποίηση από παραδοσιακούς θεσμούς, εφόσον μεταβάλλει τη φύση της κοινωνικής και ταξικής κυριαρχίας στα καπιταλιστικά κράτη. Γενικεύει την αφηρημένη μισθωτή εργασία και με αυτόν τον τρόπο δίνει την δυνατότητα στα έθνη, της συσσώρευσης πλούτου και στρατιωτικής δύναμης .
Η επέκταση της νεωτερικότητας οφείλεται στις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης που αποτελούν το στερέωμα για τις μοντέρνες εξορθολογισμένες οργανώσεις και θεσμούς και συνδέουν το τοπικό με το παγκόσμιο με πρωτότυπο τρόπο σε σχέση με τις παραδοσιακές κοινωνίες . Οι διαθέσεις τις παγκοσμιοποίησης εξαρτώνται από το σύστημα των εθνών-κρατών, την στρατιωτική τάξη σε παγκόσμιο επίπεδο, τον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας αλλά και την διεθνή καπιταλιστική οικονομία, που πρωταγωνιστούν στην διαμόρφωση του διεθνούς νεωτερικού τοπίου .
Ο Βρετανός κοινωνιολόγος επισημαίνει την διαφορά ανάμεσα στα προνεωτερικά προσωποποιημένα συστήματα εμπιστοσύνης και των απρόσωπων νεωτερικών. Αντίθετα με τις προνεωτερικές κοινωνίες, όπου η θρησκεία και η οικογένεια αποτελούν τα πρωταρχικά μέσα οργάνωσης των σχέσεων εμπιστοσύνης, στις μοντέρνες κοινωνίες οι παραδοσιακοί κώδικες τιμής αναστέλλονται προς όφελος μιας αμοιβαίας αυθεντικότητας. Επίσης, τα θρησκευτικά ζητήματα προσλαμβάνονται συλλήβδην υπό τις εντολές της αναστοχαστικότητας. Σε αντιδιαστολή με τις προμοντέρνες κουλτούρες, όπου η διακινδύνευση ταυτίζεται κυρίως με το φυσικό περιβάλλον και φαινόμενα ανθρώπινης βίας, χαρακτηριστικό γνώρισμα της ύστερης νεωτερικότητας είναι η εκκοσμικευμένη διακινδύνευση που αφορά ένα κοινωνικά διαμορφωμένο πεπρωμένο και όχι τη φύση, τις θεϊκές δυνάμεις ή τα πνεύματα . Επίσης, συνδέει τη διακινδύνευση με την αδυναμία του νεωτερικού υποκειμένου να καθυποτάξει τη νεωτερικότητα, λόγω των αναπόφευκτων σφαλμάτων σχεδιασμού των συστημάτων, του χειρισμού των αφηρημένων συστημάτων, τις μη εσκεμμένες συνέπειες της μεγάλης πολυπλοκότητας των αφηρημένων συστημάτων και ανθρώπινων δραστηριοτήτων, καθώς και την ανικανότητα λειτουργίας της φύσης και της κοινωνίας ως ένα αμιγές και εξολοκλήρου ελεγχόμενο σύστημα .
Κατά τον Giddens, η εγγενής αυτο-αμφισβήτηση της αναστοχαστικά εφαρμοσμένης γνώσης, αποτελεί την αλύτη αντίφαση της νεωτερικότητας φέρνοντας στο προσκήνιο το πρόβλημα νεωτερικότητας και μετανεωτερικότητας. Ενώ από τη μια διακρίνει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της ύστερης νεωτερικότητας την ρήξη με την παντοδυναμία του Λόγου, όπως για παράδειγμα τον μεταμοντερνισμό, από την άλλη τονίζει ότι η ρήξη αποτελεί συγχρόνως συστατικό στοιχείο της νεωτερικής αναστοχαστικότητας, ζήτημα που εγείρει όχι προς το τέλος της νεωτερικότητας αλλά στη ριζοσπαστικοποίησή της. Η ανέλιξη και η πτώση του Λόγου του Διαφωτισμού εφάπτεται με τη γενικότερη διαδρομή του δυτικού πολιτισμού, γεγονός που προσδίδει στην πρόσληψη της νεωτερικότητας «συνείδηση του ευρύτερου δυτικού, βιομαχανικού, καπιταλιστικού οργανωμένου προτάγματος».
Ο Giddens υπογραμμίζει, ότι μια ενδεχόμενη έλευση της μετανεωτερικότητας θα αποτελούσε σημείο αναφοράς για την εκδήλωση μιας σειράς ετερογενών τάσεων αλλά και μεταβάσεων, πέρα από τα νεωτερικά θεσμικά όρια, όπως νέες ταυτότητες, μορφές κοινωνικής οργάνωσης και τρόποι ζωής. Εν τούτοις δεν αποκλείει μια μελλοντική υπέρβαση των προταγμάτων του Διαφωτισμού, υπογραμμίζοντας ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν αποτελεί πλέον αποκλειστικό προνόμιο των δυτικών κρατών, εφόσον το δυτικό πρόταγμα έχει διεθνοποιηθεί, αλλά οφείλει να συντονιστεί σε διεθνές επίπεδο. Η ριζοσπαστικοποίηση της νεωτερικότητας ή ύστερη νεωτερικότητα δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, οι διεθνείς ανισότητες πλούτου και δύναμης δημιουργούν τις συνθήκες για νέα κοινωνικοπολιτικά κινήματα υπέρβασής της.
Bauman: νεωτερικότητα και μετα-νεωτερικότητα, συγκλίσεις-αποκλίσεις
Η κοινωνιολογική σκέψη του Bauman μας μεταφέρει τη νεωτερικότητα ως διφορούμενη και αυτό εξαιτίας της συνύπαρξης χειραφετικών και χειραγωγικών στοιχείων και γενικότερα μιας εγγενούς αντίφασης θετικότητας και αρνητικότητας . Σε αντίθεση με τον Giddens, ο Bauman τερματίζει το παραδοσιακό δυϊσμό της δομής και δράσης, κουλτούρα και πολιτισμού, θεωρώντας ότι η κουλτούρα, ως ολική πράξη που συμπεριλαμβάνει όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσης αλλά και σκέψης (ιδεολογίες, θεσμούς και τεχνικές) αποτελεί προϊόν της νεωτερικής αντίληψης. Επίσης, συναποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου και το σημείο σύγκλισης ή απόκλισης των ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο .
Ο Bauman αναφορικά με τον ορισμό της νεωτερικότητας, τείνει προς τον Giddens, μιας και εντοπίζει πλευρές συνέχειας ανάμεσα στην προνεωτερική και νεωτερική εποχή. Ωστόσο, αναγνωρίζει τις ουσιαστικές διαφοροποιήσεις που διέπουν την νεωτερικότητα ως μια διακριτή κατάσταση, κατά την οποία οι δρώντες, ατομικά ή συλλογικά, ενεργούν και καθορίζουν τις εξελίξεις σε αντίθεση με την προνεωτερική, όπου κύριο μέλημα των δρώντων είναι η θωράκιση της ισχύουσας θείας τάξης πραγμάτων .
Τα όρια της νεωτερικότητας κατά τον Bauman, αντιστοιχούν σε μια κοινωνιολογία της μετα-νεωτερικότητας απέναντι σε μια πιθανή σύγκρουση μεταμοντέρνας κοινωνιολογίας. Η θέση περί ριζικής τομής και σύγκρουσης ανάμεσα στη νεωτερικότητα και μετα-νεωτερικότητα απορρίπτεται από τον Bauman. Προκρίνει τις δύο εποχές, ως συμπληρωματικές όψεις του σύγχρονου πολιτισμού που διέπονται από δύο διαφορετικές προσλήψεις: της αβεβαιότητας και της αντίφασης. Συνεπώς, η νεωτερικότητα δεν αποτελεί μια ξεχωριστή ιστορική περίοδο παρά ένα είδος πρακτικής, μέσω της οποίας οι άνθρωποι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την ανασφάλεια, αξιοποιώντας τις ταξινομήσεις και τις ορθολογικές εξηγήσεις της τεχνολογίας και της επιστήμης. Σε αντιδιαστολή με τη μετα-νεωτερικότητα, που δεν αρνείται τη διφορούμενη φύση της ζωής και αποδεχόμενη την εγγενή αρνητικότητα, προβαίνει σε κριτική στις παραδεδειγμένες αλήθειες της νεωτερικής σκέψης .
Ο Bauman, συμφωνεί με τον Giddens προσλαμβάνοντας την νεωτερικότητα όχι ως μια παγιωμένη κατάσταση, αλλά ως ένα πρόταγμα μέσω του οποίου ξεχωριστές πτυχές έχουν καταπιεστεί ή έχουν ολοκληρωθεί σε ένα βαθμό, καταργώντας μια τελεολογική αντίληψη της ιστορίας. Ένα ακόμη σημείο σύγκλισης των δύο κοινωνιολόγων αποτελεί το νεωτερικό πρόταγμα του Διαφωτισμού που ενθάλπτει μια ιδεολογική εκστρατεία για διαρκή εκλογίκευση και ανύψωση των θεσμών των δυτικών κοινωνιών. Μια αντίληψη που προκρίνει μια μετα-νεωτερική πρόσληψη της κοινωνικής γνώσης απέναντι του αντικειμενισμού που απορρίπτει τις πραγματικότητες που εδραίωσαν τον σχετικισμό. Αναλύοντας τις διαφορές των δύο εποχών, ο Bauman υποστηρίζει τη μετάβαση από τη «σταθερή» στη «ρευστή» νεωτερικότητα για να προσδώσει τις μεταβολές που πραγματοποιούνται επείτα από την δεκατία του 1950. Τον όρο «μετα-νεωτερικότητα» τον χρησιμοποιεί ως ενδεικτικό των συνεχειών και ασυνεχειών που διέπουν την σύνθετη σχέση της μετα-νεωτερικής κοινωνικής κατάστασης με τον προγενέστερο κοινωνικό σχηματισμό.
Ειδοποιός διαφορά των δύο κοινωνικών σχηματισμών είναι ότι η νεωτερικότητα αποτελεί μια «κοινωνία της παραγωγής», όπου οι άνθρωποι ορίζονται εξαρχής σε σχέση με την παραγωγή αγαθών, εργαζόμενοι ή παροδικά άνεργοι. Αντίθετα στην μετα-νεωτερικότητα που συνιστά μια «κοινωνία της κατανάλωσης», οι άνθρωποι ορίζονται σε συνάρτηση με τη θέση τους στην κατανάλωση αγαθών. Στην καταναλωτική κοινωνία, η συλλογικότητα των εργαζομένων μεταλλάσεται σε μια εξατομίκευση της κατανάλωσης, έχοντας ως συνέπεια η «ρευστή νεωτερικότητα» να καταδιώκεται από μια «καταναλωτική κουλτούρα εξατομίκευσης». Ο κοινός παρονομαστής για την συλλογική δράση που διέπει την κοινωνία της παραγωγής παύει να ισχύει εξαιτίας του καταναλωτισμού που καθιστά τα άτομα, συλλέκτες αισθήσεων .
Στη μετάβαση στην εποχή της κατανάλωσης συνεπάγεται και η μετάβαση από την παραγωγή του κοινωνικού τύπου του παραγωγού στον άνθρωπο-καταναλωτή, που κύριο μέλημά του ήταν η εμπειρία της κατανάλωσης, αφήνοντας πίσω του μακροχρόνιες στρατηγικές ζωής. ΄Ενα παράδειγμα της διαφοράς των δύο περιόδων αποτελεί το σέξ, όπου στη μετα-νεωτερικότητα αποδεσμεύεται από τις συζυγικές υποχρεώσεις με αποτέλεσμα να χάνει την ρομαντική του διάσταση, αποτελώντας μια εφήμερη εμπειρία, αδέσμευτη απο κοινωνικές συμβάσεις που δεν καταλήγει σε καμία δέσμευση για το μέλλον, προκαλώντας στο μετα-νεωτερικό υποκείμενο αβεβαιότητα .
Η γενικότερη αίσθηση της αστάθειας περικλύει κάθε έκφανση της ζωής, τόσο στην εργασία όσο και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η έννοια της προόδου αλλάζει εκ βάθρων, καθώς πλέον ταυτίζεται με τον κίνδυνο που ενυπάρχει σε κάθε αλλαγή και σε μια θεώρηση μοιρολατρείας που προκρίνει την προνοητικότητα, ώστε το εκάστοτε υποκείμενο να θωρακίζεται από κάθε είδους απειλές.
Σύμφωνα με τον Bauman, ο φόβος οφείλεται στην σταδιακή αποδέσμευση από την θεσμοποιημένη προστασία του κράτους προς όφελος της κυριαρχίας της αγοράς, αλλά και στην αδυναμία των διευθετήσεων για συλλογική αυτοπροστασία, όπως τα συνδικάτα που υποχωρούν μπροστά στις ανταγωνιστικές δυνάμεις της αγοράς .
Επίσης ο Πολωνός κοινωνιολόγος συμφωνεί με τον Giddens, καθώς εντοπίζει πλευρές συνέχειας πιστεύοντας ότι η μετα-νεωτερικότητα επιτείνει τη νεωτερική τάση για διαρκή αυτοϋπονόμευση. Παρατηρεί την κίνηση και την ανακατασκευή του προφίλ του υποκειμένου αλλά και του κόσμου, αποδεσμέυοντας τους δεσμούς με την παράδοση και τις απόπειρες δόμησης προφίλ-ταυτοτήτων. Επίσης θεωρεί ως κύριο διαχωρισμό της μετα-νεωτερικότητας τη διάκριση του τουρίστα από τον πλάνητα, που διαρκώς ταξιδεύει, πιστεύοντας ότι η συγκεκριμένη αντίθεση περικλύει τις αντιφάσεις του σύγχρονου κόσμου. Η μετα-νεωτερικότητα αποτελεί μια κοινωνία με κοινωνικά στρώματα αντιθέσεων και ανταγωνισμού, τα οποία συγκαλύπτονται από τις διακηρύξεις μιας καινούριας καταναλωτικής ελευθερίας. Οι ανισότητες που υφίστανται οφείλονται στο βαθμό κινητικότητας και της ελευθερίας των ανθρώπων να επιλέγουν που βρίσκονται .
Δομικό στοιχείο της μετα-νεωτερικής κοινωνίας αποτελεί η διαστρωμάτωση σε πλάνητες και τουρίστες. Οι δύο παραπάνω κατηγορίες που παράγονται από τη νεωτερικότητα, έχουν σχέση αμφίδρομη, ενώ η συνακόλουθη πόλωση του πληθυσμού συνιστά απόρροια της διαδικασίας παγκοσμιοποίησης. Η κατασκευή των τάξεων, που συνίσταται στην ανάθεση του ρόλου του «ανεπιθύμητου» σε μερικά τμήματα του πληθυσμού αλλά και ο εκσυγχρονισμός, οδηγούν σε μια συστημική δημιουργία «ανθρώπινων απορριμάτων», μη χρήσιμων ανθρώπων. Κατά τον Bauman η ανάγκη του νεωτερικού πολιτισμού για ωραιοποίηση συνιστά στην δρομολόγηση χάραξης νέων διαχωριστικών γραμμών, με την περιθωριοποίηση ατόμων που δεν συμφωνούν με το νέο όραμα, δημιουργώντας ξενοφοβία αλλά και ανασφάλεια. Εδώ ο Πολωνός κοινωνιολόγος, κάνει λόγο για συμπληρωματικές αλλά και εναλλακτικές αντιμετώπισης των ξένων σε νεωτερικό πλαίσιο: τη στρατηγική της αφομοίωσης, όπου καταστρατηγούνται οι πολιτισμικές και γλωσσικές διαφορές των ξένων με σκοπό την υποταγή και τη στρατηγική του αποκλεισμού. Μια από τις εκφράσεις του αποκλεισμό αποτελεί η δημιουργία του γκέτο, που στην ακραία έκφανση του οδηγεί στη φυσική εξόντωση.
Οι άνεργοι της κοινωνίας της παραγωγής, στη μετα-νεωτερικότητα, αποτελούν στοιχείο πλεονασμού καθώς δεν είναι αναγκαίοι στην λειτουργία της οικονομίας. Η απασχόληση δεν θεωρείται έργο ζωής και ενέχυρο μακροπρόθεσμης ασφάλειας, αλλά στιγμιαία ευκαιρία, μπροστά σε μια απρόβλεπτη εργασιακή διαδρομή απροσδιόριστης διάρκειας. Η οικονομική πρόοδος, ο εξορθολογισμός των επιχειρήσεων αλλά και η εξειδίκευση δεν λειτουργούν προς όφελος της διάνοιξης θέσεων εργασίας, παρά δημιουργούν ανασφάλεια ακόμη και στους απασχολούμενους, ενώ οι παροχές της πρόνοιας συνιστούν στίγμα και όχι αναφαίρετο δικαίωμα των αδυνάτων .
Ο Bauman συγκλίνει με τον Βρετανό κοινωνιολόγο, καθώς θεωρεί ότι το νεοτερικό φαινόμενο παραγωγής «ανθρώπινων απορριμάτων», που ταυτίζεται με την οικοδόμηση της τάξης, της ανάπτυξης της οικονομίας αλλά και της παγκοσμιοποίησης, δεν αποκρυπτογραφεί την απόρριψη του νεοτερικού προτάγματος ούτε την κατάρρευσή του. Αντίθετα εμφανίζει τη λαθεμένη τροχιά προς την εφαρμογή του, αφήνοντας ανοιχτό το ζήτημα για ολοκλήρωση. Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι η νεωτερικότητα υπόταξε την ατομική αυτονομία και τη δημοκρατική ανοχή προς όφελος της οικονομικής τάξης. Καθήκον, σύμφωνα με τον Bauman, της νεωτερικής κοινωνίας είναι να απαγκιστρωθεί από τη λογική του «οικονομικώς ορθού», για να μπορέσει να ολοκληρωθεί .
Η σύγκριση ανάμεσα στις θεωρητικές αναλύσεις των δύο κοινωνιολόγων αναδυκνύει ότι εκτός από τις διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις που χρησιμοποιούν, εμφανίζουν αρκετές συγκλίσεις για τα όρια της νεωτερικότητας. Giddens και Bauman καταλήγουν ότι τα νεωτερικά προτάγματα του Διαφωτισμού συνδέονται με την εξελικτική διαδρομή του δυτικού πολιτισμού. Οι δύο κοινωνιολόγοι, δεν ενστερνίζονται την ευθύγραμμη και τελεολογική αντίληψη της ιστορίας και παρόλο που ανακαλύπτουν πλευρές συνέχειας προνεωτερικών στοιχείων στη νεωτερικότητα, συγκλίνουν ότι οι κύριες διαφοροποιήσεις της, την διακρίνουν από προγενέστερες κοινωνίες. Ακόμη και στο ανοιχτό ζήτημα της μετα-νεωτερικότητας, υπάρχει σύγκλιση, καθώς ο Giddens θεωρεί ότι η μεταγενέστερη νεωτερικότητα εφάπτεται με τη ριζοσπαστικοποίησή της, χωρίς να εξαλείφει την πιθανότητα μιας μελλοντικής μετάβασης στη μετα-νεωτερικότητα. Ο Bauman θεωρεί τη ρευστή νεωτερικότητα ως επίταση των χαρακτηριστικών της νεωτερικότητας, θεωρώντας ανοιχτό το ζήτημα της ολοκλήρωσή της.
Βιβλιογραφία
Δεμερτζής Ν.και Περεζούς Κ., (2010), <<Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν και η Διφορούμενη Νεωτερικότητα>>, στο Σ. Μ. Κονιόρδος (επιμ.), Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα, Gutenberg
Κονιόρδος Σ., (2010), <<Νεωτερικότητα και σύγχρονη κοινωνική σκέψη>>, στο Σ. Μ. Κονιόρδος (επιμ.), Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα, Gutenberg
Μαυρίδης Η., (2010), <<Αναστοχαστικότητα, Διακινδύνευση, Ταυτότητα: Για την Κοινωνιολογία της Νεωτερικότητας του Άντονυ Γκίντενς>>, στο Σ. Κονιόρδος (επιμ.), Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg
Μπάουμαν Ζ., (2009), Ρευστοί καιροί: Η ζωή στην εποχή της αβεβαιότητας, μτφρ. Κ. Γεώρμας, Αθήνα, εκδόσεις Μεταίχμιο
Lallement Μ., (2004), Ιστορία των Κοινωνιολογικών Ιδεών, μτφρ. Μπ. Λυκούδης, Αθήνα, εκδόσεις Μεταίχμιο
McLennan G., (2003), <<Το Πρόταγμα του Διαφωτισμού υπό Επανεξέταση>>, στο S. Hall, D. Held and A. McGrew (επιμ.), Η Νεωτερικότητα Σήμερα: Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική, Πολιτισμός, Αθήνα, εκδόσεις Σαβάλλας
George A. Kostopoulos
BSc. European Studies/Civilization
Hellenic Open University
MSc. Political/Electoral Geography
Harokopio University
MSc. in Environmental Sciences
University of Aegean