Ο Macron πηγαίνει στην Ουάσιγκτον
του Pierre Vimont
Carnegie Europe
Η κρατική επίσκεψη του Emmanuel Macron στις ΗΠΑ στις 23-25 Απριλίου θα δείξει την πολύ προσωπική σχέση που έχει καταφέρει να δημιουργήσει ο Γάλλος πρόεδρος με τον Donald Trump, από την ημέρα που ανέλαβε την εξουσία. Αυτή η κάπως απίθανη σχέση έχει σε μεγάλο βαθμό εξιτάρει άλλους Ευρωπαίους ηγέτες. Έχει επίσης προκαλέσει το ενδιαφέρον των αμερικανικών συντηρητικών ΜΜΕ, τα οποία δεν έχουν κανέναν συγκεκριμένο λόγο να βλέπουν θετικά έναν Γάλλο πρόεδρο με φιλόδοξο όραμα για την Ευρώπη.
Ωστόσο πολύ λίγα έχουν προκύψει από αυτή την εταιρική σχέση μέχρι στιγμής. Η επίσκεψη του Macron στην Ουάσιγκτον -η πρώτη κρατική επίσκεψη ξένουν ηγέτη υπό την κυβέρνηση Trump- μπορεί ως εκ τούτου να θεωρηθεί μια δοκιμασία και για τους δύο άνδρες, για να φέρουν απτά αποτελέσματα στις πιο επείγουσες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.
Ο Macron έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους λίγους ηγέτες που μπορεί να προσεγγίσει τον Αμερικανό πρόεδρο. Παρά τα κάπως διαφορετικά προσωπικά στυλ, και οι δύο πρόεδροι έχουν απεικονιστεί ως αυτοί που έχουν προκαλέσει αναταράξεις στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό. Και οι δύο θέλουν να θεωρούνται ως άνθρωποι της δράσης και το πιο σημαντικό, ως πολιτικοί που τηρούν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις. Ενισχυμένη από την πρόσκληση να παρακολουθήσουν τους εορτασμούς της Ημέρας της Βαστίλλης στο Παρίσι πέρυσι, κάτι που προφανώς ικανοποίησε τον Donald Trump, η ειδική χημεία μεταξύ των δύο προέδρων έχει σταδιακά εξελιχθεί σε μια ειλικρινή ετοιμότητα για εποικοδομητικό διάλογο, ακόμη και όταν διαφωνούν.
Όντας μέσα σε ένα επιφυλακτικό κοινό, ο Macron έχει αναπτύξει ένα στυλ ηγεσίας που τον ξεχωρίζει από τους Ευρωπαίους ομολόγους του. Κάθως βρίσκεται στο κέντρο μεταξύ εκείνων που έχουν επιφυλάξεις για τις τρέχουσες αμερικανικές πολιτικές αλλά προτιμούν να μένουν σιωπηλοί και μεταξύ εκείνων που είναι πιο έτοιμοι να εκφράσουν δημοσίως τη δυσαρέσκειά τους, ο Macron δεν διστάζει να πάρει την απόφασή του, αλλά συνήθως δεν προχωρά σε επικριτικές τοποθετήσεις δημοσίως. Πιθανώς δεν έχει ψευδαισθήσεις σχετικά με την μετακίνηση της κυβέρνησης Trump από τη σημερινή εθνικιστική της στάση. Ωστόσο σε ό,τι αφορά τη διαφωνία με τον Αμερικανό πρόεδρο, αντί να εκφράσει την παραδοσιακή γαλλική ανεξάρτητη στάση, ο Macron εξομαλύνει ενεργά τις διαφορές με μια αίσθηση θετικού ρεαλισμού, υποδεικνύοντας μια πιο ρεαλιστική και χαλαρή εκδοχή της γαλλικής διπλωματίας.
Παραδείγματα αυτής της στάσης αφθονούν. Για την απόφαση του Trump να αποχωρήσει από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, για την απειλή του να άρει την προεδρική απαλλαγή σχετικά με τις πυρηνικές κυρώσεις εναντίον του Ιράν, για την μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, και για πρόσφατα εμπορικά ζητήματα. Ο Macron σκοπίμως απείχε από την άμεση αντιπαράθεση με τον Λευκό Οίκο ή από το να ενώσει τα ευρωπαϊκά κράτη σε μια αντί-αμερικανική σταυροφορία.
Αντιθέτως, ο Macron έχει επιλέξει μια ήσυχη διπλωματία με την Ουάσιγκτον, προωθώντας παράλληλα την αμείωτη φιλοδοξία του για περισσότερη Ευρώπη -έναν στόχο που δεν είναι από τους αγαπημένους του Donald Trump. Ωστόσο οι σχέσεις μεταξύ των δύο προέδρων έχουν αντέξει σε αυτές τις δοκιμασίες, ανοίγοντας το δρόμο σε πραγματικές συζητήσεις, όπως φαίνεται και τους τελευταίους μήνες για την κλιματική αλλαγή ή -πιο σημαντικό- για την συνεργασία των αεροπορικών τους δυνάμεων για τη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Συρία, ώστε να περιοριστεί η ρωσική επέκταση.
Παρόλα αυτά ο Macron γνωρίζει καλά ότι η επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον πρέπει να φέρει αποτελέσματα στα πιο επείγοντα ζητήματα της ημέρας -στο Ιράν, τη Συρία και στο εμπόριο. Ασφαλώς δεν υπάρχουν υπερβολικές προσδοκίες από το Γάλλο πρόεδρο για αυτά τα ζητήματα. Γνωρίζει ότι ο Αμερικανός ομόλογός του δεν δείχνει κανένα σημάδι ότι θα μετακινηθεί από την ισχυρή αντί-ιρανική του στάση ή θα ξεπεράσει την βαθιά του δυσφορία σε οτιδήποτε πολυμερές. Επομένως ο Macron θα μπορούσε να δώσει έμφαση στον κίνδυνο ο Αμερικανός πρόεδρος να βρει τον εαυτό του αντίθετο με τη δηλωμένη πρόθεσή του να αποφύγει να επαναλάβει τα προηγούμενα λάθη των αμερικανικών στρατιωτικών παρεμβάσεων στη Μέση Ανατολή. Θα μπορούσε να προσθέσει ότι η επανάληψη των κυρώσεων στην Τεχεράνη σε σχέση με τα πυρηνικά, αν και ανοίγει το δρόμο για την κατάργηση της συμφωνίας της Βιέννης, θα μπορούσε κάλλιστα να σύρει την κυβέρνηση Trump σε μια μεγάλη περιφερειακή αντιπαράθεση με τη Ρωσία και το Ιράν -και πιθανώς να προκαλέσει βαθιές διχόνοιες με Ευρωπαίους συμμάχους,
Ομοίως, η επιμονή σε μια επιθετική εθνικιστική οικονομική πολιτική θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει σε μια νέα πολυμερή τάξη στην οποία η Κίνα θα μπορούσε να επιβάλλει τους δικούς της κανόνες μέσω της πρωτοβουλίας Ζώνη και Δρόμος. Η λογική μιας στρατηγικής που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό σε στρατιωτικές επιλογές, καθορίζει στενά τους συνασπισμούς και στρέφει την οικονομική τους πολιτική σε τακτικές “μηδενικού αθροίσματος” που θα μπορούσε να οδηγήσουν σε μια επανάληψη της νεο-συντηρητικής ατζέντας που ήταν τόσο πρόθυμος να απορρίψει ο Donald Trump.
Με αυτά τα πολιτικά επιχειρήματα, ο Γάλλος πρόεδρος θα προσπαθήσει να πείσει το συνομιλητή του να είναι πιο υπομονετικός για το θέμα των πυρηνικών του Ιράν και στο μεταξύ, να εγκρίνει τον διπλωματικό χάρτη που συμφωνήθηκε -μετά από πολλές συνόδους εργασίας μεταξύ Αμερικανών και Ευρωπαίων αξιωματούχων- να περιορίσει το πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν και την περιφερειακή επιρροή του.
Όσον αφορά τη Συρία, και μετά από τις κοινές αεροπορικές επιθέσεις ΗΠΑ, Γαλλίας και Βρετανίας, οο Macron θα επιμείνει να κάνει ένα βήμα περισσότερο με μια κοινή κινητοποίηση για την εξάλειψη των χημικών απειλών από τη χώρα και την ανοικοδόμηση μιας πολυμερούς συναίνεσης για αυτή την κατηγορία των στρατιωτικών όπλων. Επιπλέον, θα ζητήσει περισσότερη ενεργή συμμετοχή των δυτικών κρατών για την ανοικοδόμηση του μέλλοντος της Συρίας, γεγονός που συνεπάγεται κάποια μορφή διαλόγου με τη Ρωσία, το Ιράν και την Τουρκία. Αυτό θα έδινε ένα νέο ρόλο πολιτικής ηγεσίας στις ΗΠΑ και στους συμμάχους των, και θα παρείχε μια πιο κατάλληλη εναλλακτική για την απατηλή στρατιωτική αποχώρηση από τη Συρία, την οποία εξετάζει τελευταία ο Trump.
Αναφορικά με το εμπόριο, ο Macron γνωρίζει ότι η υπερεκτίμηση του κινδύνου μιας κλιμάκωσης των δασμών δεν θα εντυπωσιάσει τον Donald Trump. Ο Γάλλος πρόεδρος θα μπορούσε αντιθέτως να επιμείνει σε μια πιο συνεργατική προσέγγιση, με μια έκκληση προς την Ευρώπη και την Αμερική να ενώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον στον αθέμιτο ανταγωνισμό από την Κίνα και να αγωνιστούν για νέους πολυμερείς κανόνες σχετικά με τις μεταβιβάσεις στην τεχνολογία, την πνευματική ιδιοκτησία και τις ξένες επενδύσεις.
Εάν μπορέσει να βγει κάποιο από αυτά τα αποτελέσματα μέχρι το τέλος της επίσκεψής του, ο Macron θα έχει αποδειχθεί ότι είχε δίκιο που κράτησε τον ανοιχτό διάλογο με τον Αμερικανό πρόεδρο. Ακόμη πιο σημαντικό, ο Γάλλος πρόεδρος θα έχει αναζωπυρώσει μια διατλαντική συνεργασία σε μια απελπιστική ανάγκη για ένα νέο momentum. Με την Angela Merkel να ακολουθεί τα βήματά του, αυτό θα μπορούσε να είναι μια ενθαρρυντική στιγμή για την Ευρώπη στην Ουάσιγκτον.