Γιατί ο Πούτιν προσκάλεσε τον Νετανιάχου
Του Κώστα Ράπτη
Ο εορτασμός της Ημέρας της Νίκης στη σημερινή Ρωσία δεν αποτελεί αδιάφορη επαναλαμβανόμενη τελετουργία. Η παρέλαση της 9ης Μαΐου στη Μόσχα για την επέτειο της νικηφόρας λήξης του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, όπως αποκαλείται ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αποτελεί ταυτόχρονα ευκαιρία ανάδειξης της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος, περίσταση κατάλληλη για υψηλού συμβολισμού διπλωματικά ανοίγματα, αλλά και συμπύκνωση της κρατικής ιδεολογίας, όπως αυτή καλλιεργείται στις ημέρες του Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος φιλοδοξεί, όπως έχει πει, να τερματίσει τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Κόκκινων και Λευκών. Η μνήμη της ηρωικής αντιφασιστικής νίκης δίνει ακριβώς στη σημερινή Ρωσία τη δυνατότητα να αντικρίσει το παρελθόν της από μία οπτική γωνία που δεν γεννά διχογνωμίες ή ενοχές.
Είναι για αυτό τον λόγο ξεχωριστή η τιμή που επιφύλαξε ο Πούτιν στον ισραηλινό πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου, καλώντας τον να παραστεί αύριο Τετάρτη στην παρέλαση για την Ημέρα της Νίκης, δύο ημέρες μετά την έναρξη της νέας προεδρικής θητείας του ισχυρού άνδρα του Κρεμλίνου. Είναι χαρακτηριστικό ότι αντίστοιχη τιμή έχει επιφυλαχθεί σε ηγέτες χωρών με τις οποίες η Ρωσία επιδιώκει αναβαθμισμένη συνεργασία, όπως ο Σι Τζίνπινγκ (στην 70ή επέτειο το 2015) κ.ο.κ.
Ο συμβολισμός της παρουσίας του Νετανιάχου στην Κόκκινη Πλατεία την Τετάρτη είναι προφανής. Η χώρα που έδωσε 27 εκατομμύρια νεκρούς στην μάχη κατά του ναζισμού στέκεται στο πλευρό του κράτους που ιδρύθηκε ως εγχείρημα εθνικής επιβίωσης, μετά το Ολοκαύτωμα 6 εκατομμυρίων Εβραίων.
Η αξιοποίηση συμβολισμών αυτού του τύπου είναι για τη Ρωσία απολύτως επίκαιρη όταν σε χώρες όπως η Ουκρανία το αντιρωσικό μένος συμβαδίζει με την αναγόρευση δοσιλόγων εγκληματιών πολέμου σε εθνικούς ήρωες, την ανεμπόδιστη δράση βίαιων ακροδεξιών συμμοριτών, την χρήση ναζιστικών συμβόλων κ.ο.κ. Εξ ού η Ρωσία καταθέτει κάθε χρόνο στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ψήφισμα “κατά της ηρωοποίησης του ναζισμού”, το οποίο καταψηφίζεται από τις δυτικές χώρες. Άλλωστε, η κλιμάκωση του νέου ψυχρού πολέμου το τελευταίο διάστημα, αναδεικνύει ακριβώς την Ουκρανία (για την οποία η κυβέρνηση Τραμπ ενέκρινε την αποστολή αμερικανικού βαρέος οπλισμού) ως πεδίο πιθανής αναζωπύρωσης της θερμής σύγκρουσης.
Όμως η πρόσκληση που απευθύνθηκε στον Βενιαμίν Νετανιάχου (για παρουσία στις τελετές αλλά και για συνομιλίες) αφορά πρωτίστως την κατάσταση στη Συρία, κυριότερο μέτωπο του νέου ψυχρού πολέμου.
Επ’ αυτού, οι ρωσο-ισραηλινές σχέσεις εμφανίζουν μιαν απολύτως παράδοξη εικόνα, αφού και οι δύο πλευρές επιχειρούν τη σύσφιξη των σχέσεών τους μέσω της… ανταλλαγής απειλών.
Μολονότι το Ισραήλ αποτελεί τον στενότερο σύμμαχο των ΗΠΑ παγκοσμίως, ενώ η Ρωσία διέσωσε το καθεστώς Άσαντ και συσφίγγει όλο και περισσότερο τις σχέσεις της με το Ιράν, τον μεγάλο περιφερειακό ανταγωνιστή του εβραϊκού κράτους, οι ρωσο-ισραηλινές σχέσεις είναι σε γενικές γραμμές εγκάρδιες. Άλλωστε η παρουσία ενός εκατομμυρίου ρωσόφωνων Ισραηλινών με καταγωγή από την πρώην Σοβιετική Ένωση (μεταξύ των οποίων λ.χ. και ο σημερινός υπουργός Άμυνας του Ισραήλ Άβιγκντορ Λίμπερμαν) εγγυάται την διατήρηση ισχυρών διμερών δεσμών.
Το κλίμα αυτό δεν διαταράχθηκε από την ανάπτυξη ρωσικών δυνάμεων στη Συρία το φθινόπωρο του 2015. Όπως συμφωνήθηκε σε σειρά επαφών του Λίμπερμαν με τον Πούτιν, η ισραηλινή πλευρά διατήρησε το δικαίωμα να πλήττει όποτε νομίζει στόχους της Χεζμπολλάχ και των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης στη Συρία ή το Λίβανο, αρκεί να μην θέτει σε κίνδυνο την ρωσική στρατιωτική αποστολή, τις επιχειρήσεις της κατά των τζιχαντιστών ή την επιβίωση του συριακού καθεστώτος. Η Μόσχα θεωρεί ότι δεν έχει λόγους να γίνει τμήμα της παλαιότερης σύγκρουσης του Ισραήλ με τους βόρειους γείτονές του. Αντίθετα, αρέσκεται στον ρόλο του συνομιλητή που θεωρούν ως αξιόπιστο όλες οι αντιμαχόμενες πλευρές στην ευρύτερη Μέση Ανατολή – και πάντως επιθυμεί έναν βαθμό ελευθερίας έναντι του Ιράν, ώστε να μην ηγεμονεύσει αυτό στην αυριανή Συρία.
Η μέχρι τώρα ρωσο-ισραηλινή συνεννόηση δείχνει να έχει διαταραχθεί το τελευταίο διάστημα, λόγω της αδημονίας του Ισραήλ να φέρει σε ρήξη της ΗΠΑ του Τραμπ με το Ιράν.
Ήδη η πρώτη κίνηση της ρωσικής διπλωματίας μετά την κοινή επίθεση ΗΠΑ, Γαλλίας και Βρετανίας εναντίον συριακών στόχων ήταν να προαναγγείλει το ξεπάγωμα της παραγγελίας συστημάτων S-300 από την κυβέρνηση Άσαντ. Πρόκειται για μία έμμεση απειλή προς το Ισραήλ, το οποίο προφανώς θεωρήθηκε υπεύθυνο για την κλιμάκωση των εντάσεων, εφόσον το ίδιο είχε προηγηθεί κατά λίγα 24ωρα με δική του επιδρομή στο έδαφος της Συρίας. Ο Λίμπερμαν προειδοποίησε ότι θα καταστραφεί επί του εδάφους κάθε αντίστοιχο αντιαεροπορικό σύστημα, ακόμη και αν πρόκειται για…. πυραύλους S-700. Ωστόσο, παρά το αγέρωχο ύφος, η σκέψη ότι σχεδόν όλος ο ισραηλινός εναέριος χώρος θα βρίσκεται εντός της εμβέλειας εξελιγμένων συστημάτων εις χείρας Άσαντ μόνο ανησυχία μπορεί να προκαλεί στους ιθύνοντες. Το αν λοιπόν η εκκρεμής αυτή απειλή θα υλοποιηθεί, θα αποτελεί κεντρικό ζήτημα στην ατζέντα Πούτιν-Νετανιάχου.
Άλλωστε και στο μεσοδιάστημα το εβραϊκό κράτος δεν έμεινε ανενεργό. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στο ίδιο 24ωρο την περασμένη Δευτέρα η ισραηλινή κυβέρνηση προχώρησε σε διπλό αεροπορικό πλήγμα σε συριακές στρατιωτικές βάσεις όπου στάθμευαν Ιρανοί ένστολοι, ενώ ταυτοχρόνως η Κνεσέτ ενέκρινε ψήφισμα που έδινε στον πρωθυπουργό την δυνατότητα να προχωρήσει σε κήρυξη πολέμου και ο ίδιος ο Ντενανιάχου πραγματοποίησε παρουσίαση με τη βοήθεια οπτικοακουστικών μέσων ισχυριζόμενος ότι “το Ιράν ψεύδεται” σε ό,τι αφορά το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Η τριπλή αυτή προσπάθεια μπορούμε να πούμε ότι απέτυχε, εφόσον ούτε το Ιράν μπήκε σε μία λογική άμεσης στρατιωτικής απάντησης (που θα δικαιολογούσε την ανάληψη περαιτέρω δράσης εναντίον του), ούτε η διεθνής κοινότητα ενστερνίσθηκε τις πεπαλαιωμένες καταγγελίες Νετανιάχου, παρά σε μεγάλο τμήμα της έκρινε ότι αυτές αποτελούν επιχείρημα υπέρ και όχι κατά της διατήρησης της συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Είναι σε αυτό το φόντο που το Ισραήλ επανεκτίμησε τη βοήθεια που θα μπορούσε να του προσφέρει η Ρωσία – με αποτέλεσμα να υπάρξει την προηγούμενη εβδομάδα τηλεφωνική επικοινωνία Πούτιν-Νετανιάχου και κατόπιν η πρόσκληση για την παρέλαση της 9ης Μαΐου. Αν η Μόσχα έχει διαγνώσει ότι η προηγούμενη στάση του ισραηλινού πρωθυπουργού αποτελούσε “μπλόφα”, η πληθωριστική αβροφροσύνη είναι τώρα η καλύτερη μέθοδος για του δοθεί χώρος υπαναχώρησης.