Γιατί οι Γερμανοί έχουν μπουχτήσει με τον Τραμπ και την Αμερική
Του Leonid Bershidsky
Βloomberg View
Στους Γερμανούς ποτέ δεν άρεσε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και οι αντιδράσεις στις ενέργειές του είναι ισχυρότερες από ποτέ, από τότε που απέσυρε τις ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία του Ιράν την περασμένη εβδομάδα. Υπάρχει όμως ένα αυξανόμενο χάσμα μεταξύ της γερμανικής κυβέρνησης και των Γερμανών ψηφοφόρων: η πρώτη μπορεί να είναι αντι-Τραμπ, αλλά οι τελευταίοι είναι όλο και πιο αντι-Αμερικανοί.
Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ εξέφρασε την απογοήτευσή της προς τον Τραμπ σε ομιλία της στην πόλη Μάνστερ της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας την Παρασκευή, λέγοντας ότι η απόφαση για το Ιράν “υπονομεύει την εμπιστοσύνη στη διεθνή τάξη”. “Αν όλοι κάνουν ακριβώς αυτό που θέλουν, αυτό θα σημάνει κακά νέα για τον κόσμο”, είπε η Μέρκελ.
Αυτό το ξέσπασμα συνέπεσε με ένα από τα πιο προκλητικά εξώφυλλα που έχει δημοσιεύσει ποτέ το εβδομαδιαίο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel που απολαμβάνει τον σεβασμό του κοινού – το υψωμένο μεσαίο δάκτυλο, με τη μορφή του Τραμπ με μια λεζάντα στα αγγλικά: “Goodbye, Europe!”. Το άρθρο του Spiegel, που συνοδευόταν από αυτή την εικόνα καλούσε την Ευρώπη να συμμετάσχει στην αντίσταση κατά του Τραμπ:
“Η Δύση όπως την ξέραμε κάποτε δεν υπάρχει πια. Η σχέση μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορεί πια να αποκαλείται φιλία και με δυσκολία μπορεί κανείς να την χαρακτηρίσει συνεργασία. Ο Πρόεδρος Τραμπ έχει υιοθετήσει έναν τόνο που αγνοεί 70 χρόνια εμπιστοσύνης. Θέλει δασμούς-τιμωρία και απαιτεί υπακοή. Δεν αποτελεί πλέον ερώτημα εάν η Γερμανία και η Ευρώπη θα συμμετάσχουν σε ξένες στρατιωτικές παρεμβάσεις στο Αφγανιστάν ή το Ιράκ. Το ερώτημα αφορά πλέον το αν υπάρχει ακόμη διατλαντική συνεργασία στον τομέα της οικονομίας, της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας. Η απάντηση: Όχι”.
Αυτά είναι βαριά λόγια. Φυσικά, δεν υπήρχε τίποτα στην ομιλία της Μέρκελ σχετικό με τυχόν διάλυση της συμμαχίας της Γερμανίας με τις ΗΠΑ και το άρθρο του Spiegel ζητά απλώς από την Ευρώπη να “αρχίσει να προετοιμάζεται για μια μετά τον Τραμπ Αμερική και να προσπαθήσει να αποφύγει να προκαλεί την Ουάσινγκτον μέχρι τότε”. Η γερμανική ηγεσία φαίνεται να πιστεύει ότι ο Τραμπ είναι το πρόβλημα και ότι το καλύτερο που μπορεί να κάνει, είναι να επιμείνει στη χρόνια ευρωπαϊκή προσέγγιση –να περιμένει να εξαφανιστεί το πρόβλημα, όπως κάνει ήδη η Ευρώπη με το συμφιλιωτικό της σχέδιο για την αποτροπή των απειλούμενων δασμών στον χάλυβα και το αλουμίνιο από τον Τραμπ.
Η αμυντική εξάρτηση της Ευρώπης από την Αμερική χρησιμεύει επίσης ως ένας “έλεγχος της πραγματικότητας”. Ανεξάρτητα από το πόσες φορές η Μέρκελ μπορεί να πει στον Τραμπ ότι η Γερμανία σκοπεύει να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ που απαιτεί το ΝΑΤΟ, ο τρέχων προϋπολογισμός της κυβέρνησής της αυξάνει το ποσοστό αυτό μόνο στο 1,29% του ΑΕΠ το 2019 από 1,24% φέτος – και προβλέπει πτώση στο 1,23% το 2022. “Κάποιος θα μπορούσε να πει πολύ απλά, ότι μόνο η Ευρώπη δεν είναι αρκετά ισχυρή για να είναι ο παγκόσμιος ειρηνευτής”, δήλωσε η Μέρκελ στο Μάνστερ.
Οι Γερμανοί ψηφοφόροι, όμως, δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για αυτό. Το ερευνητικό Ινστιτούτο Pew και το Koerber Stiftung της Γερμανίας πρόσφατα συνέκριναν τις απόψεις των Αμερικανών και των Γερμανών σχετικά με τις διμερείς σχέσεις και διαπίστωσαν ότι ενώ οι Αμερικανοί λένε ότι οι σχέσεις ασφάλειας και άμυνας αποτελούν τη σημαντικότερη πτυχή των σχέσεων των δύο χωρών, για τους Γερμανούς οι οικονομικοί δεσμοί και οι κοινές δημοκρατικές αξίες έχουν μεγαλύτερη σημασία.
Το χάσμα αντίληψης ΗΠΑ-Γερμανίας
Οι σημαντικότερες πτυχές της σχέσης ΗΠΑ-Γερμανίας σύμφωνα με τους ερωτηθέντες της δημοσκόπησης.
Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Pew και το Koerber Stiftung, η πλειοψηφία των Γερμανών – σε αντίθεση με μια μικρή μόνο μειονότητα Αμερικανών – φαίνεται να πιστεύει ότι η αμερικανο-γερμανική σχέση είναι “κακή”. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από την εκλογή του Τραμπ, αλλά οι Γερμανοί ήταν πιο αρνητικοί ως προς τις ΗΠΑ από τους περισσότερους Ευρωπαίους ακόμα και όταν ο Μπαράκ Ομπάμα – ο οποίος ήταν δημοφιλής στη Γερμανία – ήταν πρόεδρος.
Η Γερμανία απέφυγε να συμμετάσχει στον πόλεμο στο Ιράκ αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην πίεση των ΗΠΑ να εμπλακεί στο Αφγανιστάν ενάντια στη βούληση των Γερμανών (σήμερα, η πλειοψηφία εξακολουθεί να θέλει να αποχωρήσουν τα στρατεύματα από τη χώρα). Οι Γερμανοί, που είχαν καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να αποτινάξουν το βίαιο παρελθόν τους, παρακολουθούσαν έντρομοι, καθώς οι ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν τα βασανιστήρια, τις εξωδικαστικές κρατήσεις και τη μυστική παρακολούθηση – πρακτικές που θεσπίστηκαν υπό τον Τζορτζ Μπους και επιβίωσαν εν μέρει στην εποχή του Ομπάμα.
Ακόμα και πριν εγκατασταθεί ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι Γερμανοί άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι οι ΗΠΑ δεν χειρίζονται τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τους ίδιους τρόπους όπως και οι ίδιοι. Η αμερικανική επίθεση στην Volkswagen, μετά την εξαπάτηση στις δοκιμές εκπομπής ρύπων, ξεκίνησε υπό από τον Ομπάμα και εξάντλησε οποιαδήποτε τιμωρία μπορούσε να αντιμετωπίσει η εταιρεία στη χώρα ή οπουδήποτε στην Ευρώπη. Οι καταγγελίες του Τραμπ σχετικά με τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, απλώς κινήθηκαν επίσης στην ίδια γραμμή.
Τώρα, ένα άλλο ακατανόητο οικονομικό ζήτημα εκτυλίσσεται παράλληλα με την πίεση του Τραμπ στους Ευρωπαίους εξαγωγείς χάλυβα και αλουμινίου. Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζον Μπόλτον απειλεί με κυρώσεις εναντίον ευρωπαϊκών εταιρειών για τη συμφωνία με το Ιράν – και ταυτόχρονα ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο υποσχόταν επενδύσεις των ΗΠΑ στη Βόρεια Κορέα αν η χώρα προχωρήσει την αποπυρηνικοποίησή της. Για αυτόν τον λόγο δεν υπήρξε και η συμφωνία του Ιράν;
“Έτσι, οι αμερικανικές επιχειρήσεις θα μπορέσουν σύντομα να δραστηριοποιηθούν στη Βόρεια Κορέα, αλλά όχι ευρωπαϊκές στο Ιράν”, σχολίασε ο Mark Schieritz στο Twitter. Ο Schieritz δημοσίευσε μια στήλη στην εβδομαδιαία Die Zeit την Κυριακή, στην οποία υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ δεν ήταν πλέον εταίρος αλλά αντίπαλος για την Ευρώπη. Ισχυρίστηκε ότι ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσει η Ευρώπη τις ΗΠΑ και να απαντήσει στον “εκβιασμό” της σε ίσους όρους – κάτι το οποίο δεν υποστήριζε το πιο “νηφάλιο” άρθρο του Spiegel.
Η προσεκτική γερμανική ελίτ, υπό την ηγεσία της Μέρκελ με την προτίμησή της για συμβιβασμό σε οποιαδήποτε κατάσταση, μέχρι στιγμής “ξεφουσκώνει” το αντιαμερικανικό συναίσθημα. Αλλά αυτό μπορεί να μην είναι πια δυνατό, καθώς οι Γερμανοί αντιλαμβάνονται ότι η χώρα τους δεν αποκομίζει πολλά από το να είναι σύμμαχος των ΗΠΑ. Η πλειοψηφία δεν μπορεί να φανταστεί μια κατάσταση στην οποία οι στρατιώτες των ΗΠΑ θα έπρεπε να υπερασπιστούν τη Γερμανία από κάποια επίθεση και καθώς το χάσμα των αξιών με τις ΗΠΑ μεγαλώνει και τα οικονομικά οφέλη της συνεργασίας τους συρρικνώνονται, ο αντι-αμερικανισμός μπορεί να γίνει μια όλο και πιο ελκυστική κάρτα που μπορεί κανείς να παίξει στην πολιτική.
Η Γερμανία “κάνει τη χάρη” στις ΗΠΑ και δεν έχει ζητήσει ηγετικό ρόλο κατά τις δεκαετίες από την επανένωσή της. Ωστόσο, δεν υπάρχει εγγύηση ότι μετά τη Μέρκελ δεν θα υιοθετήσει μια πιο δυναμική στάση, χρησιμοποιώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση ως όχημα για τη φιλοδοξία της. Ακόμα κι αν μια κυβέρνηση των ΗΠΑ, μετά τον Τραμπ, πάρει πίσω κάποια μονομερή ενέργεια, η δυσπιστία που καλλιεργείται εδώ και χρόνια δεν θα εξαφανιστεί εν μία νυκτί.