Η Ελληνική πανωλεθρία και ο θρίαμβος των Σκοπιανών
Του Νίκου Ιγγλέση
https://greekattack.wordpress.com
«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ», όπως είχε γράψει ο Κωνσταντίνος Καβάφης, η εθνομηδενιστική κυβέρνηση της «πρώτης φοράς Αριστεράς» εκχώρησε το όνομα της Μακεδονίας στους Σλάβο-Αλβανούς των Σκοπίων. Η ελληνική κυβέρνηση, δια του υπουργού των Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά και παρουσία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα υπέγραψε, στις 17 Ιουνίου 2018 στις Πρέσπες, μια κατ’ αρχήν Συμφωνία με την οποία η χώρα μας αναγνωρίζει το κράτος των Σκοπίων με την ονομασία «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας».
Οι Σκοπιανοί χωρίς κάποιο ιδιαίτερο κόστος αποδέχτηκαν την προσθήκη του γεωγραφικού προσδιορισμού (Βόρεια) στο σημερινό συνταγματικό όνομα του κράτους τους. Έτσι η χώρα μας αναγνωρίζει την υπόσταση ενός ανεξάρτητου κράτος με το όνομα Μακεδονία, ενώ την ίδια στιγμή η ελληνική Μακεδονία ως μια περιφέρεια της Ελλάδας, δεν αποτελεί διακριτή γεωπολιτική οντότητα. Εφ’ όσον δεν μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητο κράτος με το όνομα «Νότια Μακεδονία» το όνομα της Μακεδονίας μονοπωλείται, εκ των πραγμάτων, από τους Σκοπιανούς. Το υποτιθέμενο μέρος οικειοποιείται το σύνολο. Χαρακτηριστικό είναι ότι σ’ όλο το κείμενο της Συμφωνίας δεν αναφέρεται ούτε μία φορά η ελληνική Μακεδονία, η οποία αποκαλείται «βόρεια περιοχή του Πρώτου Μέρους (σ.σ. της Ελλάδας)».
Η εκχώρηση του ονόματος επιχειρείται να δικαιολογηθεί με το επιχείρημα ότι οι Σκοπιανοί κατοικούν σε ένα τμήμα της γεωγραφικής Μακεδονίας. Πρόκειται για ένα ανιστόρητο και έωλο επιχείρημα γιατί η Μακεδονία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα ήταν και είναι μόνο ελληνική, εφ’ όσον σ’ αυτή κατοικούσαν και κατοικούν οι Μακεδόνες που είναι Έλληνες ως προς το γένος. Οι αρχαίοι Μακεδόνες μετείχαν του ελληνικού πολιτισμού, μιλούσαν και έγραφαν ελληνικά, πίστευαν στους ελληνικούς θεούς και αισθάνονταν τμήμα της ελληνικής φυλής. Αργότερα επί Ρωμαϊκής, Βυζαντινής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τα διοικητικά σύνορα (Θέμα, Βιλαέτι κλπ) της μακεδονικής περιφέρειας αναπροσαρμόστηκαν σύμφωνα με τις, κατά περιόδους, ανάγκες αυτών των Αυτοκρατοριών. Αυτό δε σημαίνει ότι η Μακεδονία επεκτάθηκε ή συρρικνώθηκε γιατί δεν είναι ο γεωγραφικός χώρος που προσδιορίζει τα εθνικά, πολιτιστικά, γλωσσολογικά και ιστορικά χαρακτηριστικά μιας φυλής ή ενός έθνους, αλλά είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν και ονοματίζουν το γεωγραφικό χώρο. Η γεωγραφική Μακεδονία υπήρξε και υπάρχει γιατί υπάρχουν οι Μακεδόνες – Έλληνες που την κατοικούν και της δίνουν το όνομά τους. Μια περιοχή που κατοικείται από Σλάβους, Αλβανούς ή οποιαδήποτε άλλη εθνότητα δεν μπορεί να λέγεται Μακεδονία επειδή περιλαμβάνει ένα τμήμα του εδάφους μιας διοικητικής περιφέρειας που στο παρελθόν μια Αυτοκρατορία αποκαλούσε Μακεδονία.
Το γελοίο του επιχειρήματος περί γεωγραφικής Μακεδονίας γίνεται αντιληπτό αν σκεφτεί κανείς, σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, ότι η Πολωνία, που μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επεκτάθηκε στα εδάφη της Ανατολικής Πρωσίας, θα μπορούσε να ονομάσει το κράτος της Πρωσία και τους κατοίκους του Πρώσους. Οι Πολωνοί που είναι όμως ένα ιστορικό και υπερήφανο έθνος, όχι όπως οι Σκοπιανοί, δε διανοήθηκαν να «κλέψουν» την ιστορία και την ταυτότητα ενός άλλου λαού επειδή κατέλαβαν ένα μέρος του εδάφους του. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα βλέπαμε τότε την αντίδραση των Γερμανών που σήμερα πρωτοστατούν στην εξεύρεση μιας οποιασδήποτε συμβιβαστικής λύσης μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων.
Αφού με τη Συμφωνία εκχωρήθηκε το μείζον, το όνομα, ήταν αναπόφευκτο στη συνέχεια να εκχωρηθούν και τα υπόλοιπα. Έτσι συμφωνήθηκε ότι η ιθαγένεια των κατοίκων του κράτους των Σκοπίων θα είναι η: «Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» και η επίσημη γλώσσα τους η «Μακεδονική γλώσσα». Τα δύο αυτά στοιχεία θεμελιώνουν το ιδεολόγημα του «μακεδονισμού», δηλαδή, την ύπαρξη ενός διακριτού «μακεδονικού» έθνους που είναι διαφορετικό από το ελληνικό. Αυτή είναι η βάση του σκοπιανού αναθεωρητισμού και επεκτατισμού. Ουσιαστικά αποσπάται το τμήμα της μακεδονικής ιστορίας από τη συνολική ελληνική ιστορία και εμφανίζεται ως ανεξάρτητο – μη ελληνικό και άρα ανήκον στους Σκοπιανούς.
Προκειμένου να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις και να μειωθούν οι αντιδράσεις των Ελλήνων για τη Συμφωνία, στο άρθρο 7 καταγράφεται ότι: «Οι όροι «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρονται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά». Έχουμε, δηλαδή, ένα όνομα με διακριτό διαφορετικό περιεχόμενο για την κάθε πλευρά. Η απόλυτη σχιζοφρένεια. Στη συνέχεια διευκρινίζεται ότι:
«Αναφορικά με το Πρώτο Μέρος (σ.σ. Ελλάδα) με αυτούς τους όρους νοούνται όχι μόνο η περιοχή και ο πληθυσμός της βόρειας περιοχής (δεν αποκαλείται Μακεδονία) του Πρώτου Μέρους, αλλά και τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και ο ελληνικός πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα και η κληρονομιά αυτής της περιοχής από την αρχαιότητα έως σήμερα». Είναι φανερό ότι οι αυτοί που διαπραγματεύτηκαν τη Συμφωνία δεν έχουν αντιληφθεί, μέχρι σήμερα, ότι οι Σκοπιανοί δε διεκδικούν τον ελληνικό πολιτισμό αλλά το μακεδονικό πολιτισμό που το θεωρούν ανεξάρτητο και αυτόνομο.
Πρόκειται για μια, κατ’ αρχήν, Συμφωνία που με ελληνική υπογραφή παραχωρεί στους Σκοπιανούς το όνομα, την ταυτότητα και την ιστορία της Μακεδονίας. Αν η Συμφωνία αυτή εγκριθεί από τους Σκοπιανούς (κύρωση από το Κοινοβούλιο, Δημοψήφισμα, αναθεώρηση Συντάγματος) και στη συνέχεια ψηφιστεί και από την ελληνική Βουλή, θα πρόκειται για μια εθνική πανωλεθρία. Τα Σκόπια θα έχουν πετύχει τους στρατηγικούς στόχους τους, δηλαδή να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και να αρχίσουν ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε., ενώ η Ελλάδα θα έχει απολέσει κάθε διαπραγματευτικό όπλο της. Η Συμφωνία δεν αντιμετωπίζει τον αναθεωρητισμό των Σκοπιανών, αλλά ενισχύει τη γεωπολιτική θέσης τους και θα τους καταστήσει ακόμα περισσότερο αδιάλλακτους. Πολλά σημεία της Συμφωνίας χαρακτηρίζονται από αοριστία και θα οδηγήσουν μελλοντικά σε νέες διαπραγματεύσεις στις οποίες μπορεί να ζητηθεί η παρέμβαση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών ή οι διαφορές να επιλυθούν από το Διεθνές Δικαστήριο.
Η ελληνική και η σκοπιανή κυβέρνηση προσπάθησαν να «θωρακίσουν» τη μεταξύ τους Συμφωνία για να αντιμετωπίσουν τις έντονες λαϊκές αντιδράσεις. Έτσι στο άρθρο 6 αναφέρεται ότι: «Έκαστο Μέρος θα αποτρέπει και θα αποθαρρύνει ενέργειες, περιλαμβανομένων των προπαγανδιστικών, από ιδιωτικούς φορείς που πιθανόν υποδαυλίζουν το σωβινισμό, την εχθρότητα, τον αλυτρωτισμό και τον αναθεωρητισμό ενάντια στο άλλο Μέρος». Η αναφορά αυτή δεν αφορά, όπως κάποιοι αφελώς νομίζουν, μόνο τους Σκοπιανούς αλλά και τους Έλληνες, που μετά την επικύρωση της Συμφωνίας, δε θα μπορούν ούτε συλλαλητήρια να πραγματοποιούν για την υπεράσπιση της ελληνικότητας της Μακεδονίας.
Το σύνολο των κομμάτων της μνημονιακής αντιπολίτευσης κατέκρινε την κυβέρνηση για τους επιμέρους όρους της Συμφωνίας σχετικά με την ιθαγένεια και τη γλώσσα αλλά δεν έθεσαν το πρωταρχικό θέμα της ονομασίας, από το οποίο προκύπτουν όλα τα υπόλοιπα. Όλα αυτά τα, ετεροπροσδιορισμένα από ξένα κέντρα, κόμματα έχουν από καιρό αποδεχτεί τη σύνθετη ονομασία, που περιλαμβάνει ως συνθετικό της το όνομα της Μακεδονίας. Οι αντιπολιτευτικές κορόνες τους αποσκοπούν αποκλειστικά στην παραπλάνηση του ελληνικού λαού για μικροκομματικά οφέλη.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας χαρακτήρισε ιστορική την υπογραφείσα Συμφωνία. Πράγματι είναι ιστορική στιγμή η παραχώρηση του ελληνικού ονόματος της Μακεδονίας σε αλλοεθνείς. Ο Ελληνισμός πρέπει να απαιτήσει, με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο, από την κυβέρνηση και τη Βουλή τη διενέργεια Δημοψηφίσματος, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος, για να αποτραπεί η δρομολογηθείσα εθνική καταστροφή. «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία» ορίζει το άρθρο 1 παρ. 2 του Συντάγματος. Η άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας είναι προϋπόθεση μιας ουσιαστικής και όχι μιας τυπικής δημοκρατικής λειτουργίας.
Σημείωση: Το κείμενο αυτό αποτελεί τμήμα του υποκεφάλαιου για τη Μακεδονία στο νέο βιβλίου του Νίκου Ιγγλέση «Στρατηγικές επιλογές επιβίωσης του Ελληνισμού» που θα κυκλοφορήσει τον προσεχή Σεπτέμβριο.
Βιογραφικό: Ο Νίκος Ιγγλέσης είναι δημοσιογράφος, μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ).
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Διαμορφώνει την αρχική κοινωνική συνείδησή του από τη γαλλική κουλτούρα του πατέρα του και τις ιστορικές διηγήσεις της μητέρας του για τις χαμένες πατρίδες του Πόντου και της Μ. Ασίας. Από μαθητής γυμνασίου ενδιαφέρεται για τα κοινά, συμμετέχει στις διαδηλώσεις που γίνονται στην Αθήνα, αρχές δεκαετίας του ’60, για το Κυπριακό και αργότερα για τα Ιουλιανά το 1965, οργανώνεται πολιτικά στην ΕΔΗΝ, νεολαία της τότε Ένωσης Κέντρου.
Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας της 21ης Απριλίου φεύγει στη Γαλλία, όπου σπουδάζει Οικονομικές Επιστήμες και έρχεται σε επαφή με τα ιδεολογικο-πολιτικά ρεύματα της εποχής στον απόηχο του Μάη του ’68.
Μετά την πτώση της Δικτατορίας εντάσσεται στο ΠΑΣΟΚ της εθνικής ανεξαρτησίας – λαϊκής κυριαρχίας και κοινωνικής απελευθέρωσης, από το οποίο θα αποστασιοποιηθεί σύντομα λόγω της έλλειψης δημοκρατικών διαδικασιών στο εσωτερικό του Κινήματος. Αργότερα επαναπροσεγγίζει πολιτικά το ΠΑΣΟΚ, αλλά θα αποχωρήσει οριστικά όταν σ’ αυτό θα κυριαρχήσουν οι λεγόμενοι εκσυγχρονιστές υπό τον Κ. Σημίτη.
Σπουδάζει στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και αρχίζει να εργάζεται ως συντάκτης στο Έψιλον, μηνιαίο περιοδικό για θέματα ΕΟΚ, που εξέδιδε η εφημερίδα Ελευθεροτυπία.
Αργότερα θα εργαστεί ως οικονομικός συντάκτης στην τηλεόραση της ΕΤ-1, ως υπεύθυνος του οικονομικού ρεπορτάζ και στη συνέχεια ως αρχισυντάκτης του Γραφείου Ρεπορτάζ. Για μια περίοδο διετέλεσε Διευθυντής του Δ’ Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (ΕΡΤ). Επίσης για ένα διάστημα υπήρξε υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου του Υπουργείου Οικονομικών.
Σπουδάζει στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και αρχίζει να εργάζεται ως συντάκτης στο “Έψιλον”, μηνιαίο περιοδικό για θέματα ΕΟΚ, που εξέδιδε η εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”.
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με θέματα κρατικού προϋπολογισμού, δημοσιονομικής πολιτικής, δημόσιου χρέους και φορολογικής πολιτικής. Άρθρα του για την πρόσφατη οικονομική κρίση και τις πολιτικές των Μνημονίων δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά “Επίκαιρα”, “Crash” και στην εφημερίδα “Παρόν της Κυριακής” (βλ. και http://greekattack.wordpress.com).