28/03/2024

Επί της Συμφωνίας Ελλάδας – πΓΔΜ (Μέρος 3ο)

Διαβάστε το 1ο Μέρος ΕΔΩ 

Διαβάστε το 2ο Μέρος ΕΔΩ 

 

Γράφει ο Γιώργος Τσακίρης 

Το Δεύτερο Μέρος της Συμφωνίας και τα περισσότερα ίσως από τα Άρθρα που ακολουθούν μέχρι το τέλος της, είναι μία αντιγραφή με περισσότερες ή λιγότερες προσθήκες ή/και παραλείψεις, των Άρθρων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του ’95.

Η πρώτη παράγραφος του Άρθρου 9, αποτελεί ουσιαστικά μία τυπική περιγραφή των όσων πρόκειται να ακολουθήσουν στη συνέχεια, ως εξειδικευμένες αναφορές στους τομείς «στρατηγικής συνεργασίας» που τα Μέρη πρόκειται να αναπτύξουν. Εντοπίζουμε εδώ, για πρώτη ίσως φορά τόσο ξεκάθαρα, την πρόβλεψη που υπάρχει στον τίτλο της Συμφωνίας, και αφορά την «εδραίωση στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των δύο Μερών».

Από την Ενδιάμεση Συμφωνία του ’95 ακόμη, κύριος στόχος και ξεκάθαρη επιδίωξη τόσο του ΟΗΕ, όσο και των άλλων φορέων (διεθνών, περιφερειακών ή άλλων) ήταν η προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός κλίματος αμοιβαίας συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ της Ελλάδας και της πΓΔΜ. Ενός κλίματος δηλαδή, που θα βοηθούσε, σε βάθος χρόνου, και στην επίλυση του -ή των- κύριων ζητημάτων που απασχολούσαν τις δύο χώρες.

Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η πρόταση που υπάρχει στην 3η παράγραφο του Άρθρου 5 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η οποία ανέφερε ότι τα Μέρη « … θα λάβουν πρακτικά μέτρα ώστε, η διαφορά τους για το όνομα του Δεύτερου Μέρους (της πΓΔΜ), δε θα εμποδίζουν ή θα παρεμβαίνουν στις εμπορικές σχέσεις (όχι μόνο μεταξύ Ελλάδος και πΓΔΜ, που προβλέπεται στην αμέσως προηγούμενη πρόταση, αλλά και )του Δευτέρου Μέρους με τρίτες χώρες»

Με το σκεπτικό ότι α) η βασική διαφορά μεταξύ των δύο χωρών, ήταν -κυρίως- το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ,  β) τόσο η Ελλάδα όσο και η πΓΔΜ είχαν κάθε συμφέρον ( ; ) να ΜΗΝ εγείρουν άλλα ζητήματα, όπως (πχ) ασφάλειας, απειλής κατά της εδαφικής ακεραιότητας κλπ και γ) η ανάπτυξη διμερών σχέσεων, σε κάθε επίπεδο, ευνοούσε την εδραίωση κλίματος εμπιστοσύνης, το (ή τα) βασικά ζητήματα που έπρεπε εξ αρχής να αποτελέσουν τον βασικό πυρήνα κάθε περαιτέρω συζήτησης για την ανάπτυξη διμερών σχέσεων, μπήκαν στο περιθώριο και αφέθηκαν να χρονίζουν. Με την διεθνή δε ανάπτυξη της προπαγάνδας της πΓΔΜ, η οποία (για συγκεκριμένους λόγους σε κάποιους) έβρισκε «ευήκοα ώτα» και κέρδιζε την αποδοχή, η Ελλάδα αναγκαζόταν  συχνά να πέφτει στην «παγίδα» της υπεράσπισης ΜΟΝΟ του ονόματος της «Μακεδονίας», και όχι με τις συνέπειες της εδραίωσης μιας διεθνούς πεποίθησης, ότι το γειτονικό κράτος είχε κάθε δικαίωμα να φέρει το όνομα που επιθυμούσε, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, ως  υποτιθέμενος «κληρονόμος» αυτού του ονόματος και όχι ως «δικαιούχος» του, δημιουργούσε πλείστα όσα ζητήματα ασφάλειας στην περιοχή.

Με λίγα λόγια, αν και δε μου ταιριάζει ο ρόλος της «Κασσάνδρας», τα υπαρκτά ζητήματα ασφαλείας που υπήρχαν και θα συνεχίσουν (δυστυχώς) να υπάρχουν, πλέον ΚΑΙ για τις δύο χώρες, γίνεται ή πρόκειται να γίνει πιο εντατική προσπάθεια να παρακαμφθούν, μέσω της ανάπτυξης διμερών (εμπορικών κυρίως) σχέσεων, μεταξύ των δύο χωρών.

Επιστρέφοντας στο Άρθρο 9, θα πρέπει να σημειώσω ότι για πρώτη φορά επίσης, συναντούμε τους όρους «Σχέδιο Δράσης» και «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» (ΜΟΕ), όπου τα «υφιστάμενα» (όπως αναφέρεται στη Συμφωνία) ΜΟΕ, «θα ενσωματωθούν στο προαναφερόμενο Σχέδιο Δράσης» το οποίο «θα εμπλουτίζεται και θα αναπτύσσεται διαρκώς», όπως προβλέπει η παράγραφος 2 του ίδιου Άρθρου.

Και ποια είναι αυτά τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης ;

Εάν εξαιρέσει κανείς τις εξαιρετικά σημαντικές προβλέψεις της Συμφωνίας οι οποίες έχουν προηγηθεί, και συνιστούν βασικές παραμέτρους σε κάθε Σχέδιο Δράσης για την εφαρμογή Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης μεταξύ δύο χωρών, όπως είναι (πχ) η δημιουργία της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τις αλλαγές στα σχολικά εγχειρίδια ΚΑΙ των δύο χωρών, ας δούμε τι άλλο προβλέπεται.

Στο Άρθρο 10, τα Γραφεία Συνδέσμου της Ελλάδας και της πΓΔΜ σε Σκόπια και Αθήνα αντίστοιχα, η δημιουργία των οποίων προβλεπόταν στην παρ. 2  του Άρθρου 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, αναβαθμίζονται πλέον σε Πρεσβείες, ενώ τα υπάρχοντα (αν και δεν προβλεπόταν πουθενά) Γραφεία Προξενικών, Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στις πόλεις Μπίτολα (Μοναστήρι – ως δική μου παρέμβαση στη Συμφωνία, μιας και δεν αναφέρεται) και Θεσσαλονίκη, αναβαθμίζονται σε Γενικά Προξενεία.

Σημαντική διευκρίνιση, η αναβάθμιση αυτή θα πρέπει να γίνει ΜΕΤΑ την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας.

Στο Άρθρο 11, αν και συγκαλυμμένα, αφήνεται (κατά τη γνώμη μου) να διαφανεί, το υποκριτικό ενδιαφέρον των εμπνευστών της Συμφωνίας, για « … την ειρήνη, την ανάπτυξη και την ευημερία των λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης». Αναφέρει συγκεκριμένα. «Τα μέρη θα συνεργάζονται στενά, διμερώς και στο πλαίσιο περιφερειακών Οργανισμών και πρωτοβουλιών, με σκοπό να διασφαλιστεί η εξέλιξη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε μία περιοχή ειρήνης, ανάπτυξης και ευημερίας για τους λαούς της». Αν καταλαβαίνω καλά δηλαδή, η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, μία ευρύτερη περιοχή που περιλαμβάνει (εκτός της Ελλάδας και της πΓΔΜ) ένα σύνολο κρατών όπως η Αλβανία, η Βοσνία και Ερζεγοβίνη, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος, η Μολδαβία, το Μαυροβούνιο, η Ρουμανία, η Σερβία και εν μέρει η Τουρκία, η Ιταλία και η Σλοβενία, βρίσκεται σε αστάθεια και οι λαοί της δεν απολαμβάνουν την ειρήνη, την ανάπτυξη και την ευημερία που τους αξίζει. Αποφεύγοντας το «καυτό»ερώτημα του ποιος ή ποιοι δημιούργησαν τις συνθήκες για κάτι τέτοιο (αν ισχύει), θα αρκεστώ απλά στο ερώτημα του ποιος ο λόγος ύπαρξης αυτής της αναφοράς στο Άρθρο 11.

Μήπως η ειρήνη, η ανάπτυξη και η ευημερία όλων των προαναφερομένων χωρών, εξαρτάται από τις καλές σχέσεις γειτονίας της … Ελλάδας με την πΓΔΜ ;;!!

Κι αν είναι έτσι … μήπως τελικά το ζήτημα του ονόματος της γειτονικής χώρας, δεν ήταν (και δεν είναι) το μόνο και το πιο σημαντικό ζήτημα μεταξύ των δύο χωρών, αλλά αυτό που ήδη έχω προαναφέρει ; Ένα ευρύτερο ζήτημα ασφάλειας που δημιουργεί προβλήματα αστάθειας σε όλη αυτή την περιοχή ;

Το μέλλον θα δείξει.

Το δεύτερο εδάφιο του Άρθρου 11, είναι μία «επανάληψη» της πρώτης παραγράφου του Άρθρου 2 της Συμφωνίας, το οποίο αναφέρεται στην δέσμευση υποστήριξης από τη χώρα μας των αιτήσεων υποψηφιότητας της πΓΔΜ σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς Οργανισμούς. Μόνο που τώρα, αυτή η «δέσμευση» γίνεται … αμοιβαία. Και η πΓΔΜ δηλαδή, θα πρέπει να υποστηρίζει την υποψηφιότητα της Ελλάδας, σε Οργανισμούς όπου η ίδια είναι ήδη μέλος. Το ποιοι είναι αυτοί ( ;! )και γιατί (όπως έχω ήδη ρωτήσει) η Ελλάδα παραιτείται του δικαιώματός της να έχει ενστάσεις, οι οποίες ΔΕΝ έχουν να κάνουν με το όνομα της πΓΔΜ, για την υποψηφιότητα και ένταξη της γείτονος σε διεθνείς (κλπ) Οργανισμούς, δεν το γνωρίζω και δεν το έχω καταλάβει ακόμη.

Η σημαντικότητα του Άρθρου 12, υπό τον τίτλο «Πολιτική και Κοινωνική Συνεργασία», συνίσταται στην πρόβλεψή του για την δημιουργία (όπς έχει ήδη αναφερθεί) του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ), το οποίο προβλέπεται στην παρ. 2 αυτού του Άρθρου. Ένα Συμβούλιο στο οποίο επικεφαλής θα είναι οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ποιοι άλλοι θα το αποτελούν ως κύριο (φυσικά) Σώμα.

Αρμοδιότητα του Συμβουλίου, το οποίο αναφέρεται ότι θα συνεδριάζει ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ μία φορά το χρόνο, αναφέρεται ότι θα είναι « … η σωστή και αποτελεσματική εφαρμογή αυτής της Συμφωνίας και του ΑΠΟΡΡΕΟΝΤΟΣ ΕΞ ΑΥΤΗΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΡΑΣΗΣ» (τα κεφαλαία δικά μου).

Το ποιο είναι αυτό το «Σχέδιο Δράσης», το οποίο «συναντήσαμε» για πρώτη φορά στο Άρθρο 9 της Συμφωνίας, ποιες οι συγκεκριμένες προβλέψεις του στο ΣΥΝΟΛΟ τους και ποια τα συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα εντός των οποίων θα πρέπει αυτές ΣΥΝΟΛΙΚΑ να εφαρμοστούν, είναι κάτι που, μέσα στην γενικότερη αοριστία της Συμφωνίας, δεν πρόκειται ίσως να μάθουμε ποτέ.

Και αυτό έρχεται να επιβεβαιώσει το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του ίδιου Άρθρου, το οποίο αναφέρει ότι το ΑΣΣ « … ΘΑ ΛΑΜΒΆΝΕΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ, και θα προωθεί δράσεις και μέτρα για την βελτίωση και την αναβάθμιση της διμερούς συνεργασίας των δύο Μερών, και θα αντιμετωπίζει όλα τα ζητήματα που τυχόν προκύψουν κατά την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας και του απορρέοντος εξ αυτής Σχεδίου Δράσης, με στόχο την επίλυσή τους» (τα κεφαλαία δικά μου).

Αν και στα επόμενα Άρθρα της Συμφωνίας, γίνεται μία προσπάθεια καθορισμού των «δράσεων και ενεργειών» που πρέπει να αναλάβουν οι δύο χώρες, όπως θα δούμε παρακάτω, η αοριστία, η ασάφεια και η εμμονή στην απλή περιγραφή των «δράσεων και ενεργειών» και όχι η συγκεκριμενοποίησή τους, καθιστά οποιοδήποτε Σχέδιο Δράσης, εκ των προτέρων αποτυχημένο. Άλλωστε, εάν οι καλές προθέσεις και των δύο χωρών ήταν δεδομένες, όσον αφορά τη συνεργασίας τους σε όλους τους τομείς που τους ενδιαφέρουν, ποιος ο λόγος ύπαρξης ενός Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, στο οποίο μάλιστα επικεφαλείς θα είναι οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών, εάν δεν επρόκειτο για μία συγκαλυμμένη αναγνώριση  των υπαρκτών προβλημάτων, που όχι μόνο δεν επιλύει, αλλά επιτείνει η υπάρχουσα Συμφωνία ;

Οι παράγραφοι 4 & 5 του Άρθρου, αποτελούν μία (πιο αναλυτική) αντιγραφή του Άρθρου 10 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του ’95, και αναφέρονται « … στην ανάπτυξη και ενδυνάμωση των επαφών μεταξύ των πολιτών των δύο χωρών» τις οποίες τα δύο κράτη δεσμεύονται να « … υποστηρίζουν και ενθαρρύνουν» σε όλα τα επίπεδα. Είμαι σίγουρος δε ότι διάφοροι Σύλλογοι και άλλες οντότητες και στις δύο χώρες, με κάθε επισημότητα και εντός των νόμιμων πλέον πλαισίων λειτουργίας τους ΚΑΙ εντός της Ελλάδας, πρόκειται πρόθυμα να αναλάβουν αυτό το έργο.

Το Άρθρο 13, στο οποίο έχει ήδη αναφερθεί μεγάλη μερίδα των σχολιαστών της Συμφωνίας, είναι αντιγραφή του (συμπτωματικά ; ) Άρθρου 13 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, και αναφέρεται στην ιδιότητα της πΓΔΜ ως «περίκλειστου κράτους» και των δικαιωμάτων που τα κράτη αυτἀ «απολαμβάνουν» με βάση τις προβλέψεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο Αντιναύαρχος ε.α. κ. Στ. Πολίτης «τον ορισμό των περίκλειστων κρατών (ή κρατών άνευ ακτών ή μεσογείων), μας τον δίνει το άρθρο 124 της νέας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Σύμφωνα λοιπόν με την παράγραφο 1α του παραπάνω άρθρου, “Περίκλειστο Κράτος σημαίνει το Κράτος που δεν έχει θαλάσσιες ακτές”. Τον ορισμό των γεωγραφικώς μειονεκτούντων κρατών μας τον δίνει το άρθρο 70 της νέας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Ο ορισμός αυτός περιορίζεται στα παράκτια κράτη που μπορεί να βρέχονται ακόμα και από κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες και ανήκουν σε μια από τις παρακάτω κατηγορίες : Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται, τα κράτη που λόγω της γεωγραφικής μορφολογίας τους δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες διατροφής σε ψάρια ενός μέρους ή και του συνόλου του πληθυσμού τους και γι’ αυτό κατ’ ανάγκη εξαρτώνται άμεσα από την αλιεία στις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες άλλων κρατών της περιοχής ή υπoπεριoχής τους. Στην δεύτερη κατηγορία, κατατάσσονται αυτά που δεν μπορούν να διεκδικήσουν δικές τους αποκλειστικές οικονομικές ζώνες.

«Θα πρέπει να διευκρινιστεί εδώ ότι βασική υποχρέωση του παράκτιου κράτους», συνεχίζει ο κ. Πολίτης, «είναι o προσδιορισμός των αλιευτικών δυνατοτήτων του σε συνδυασμό με τον καθαρισμό του επιτρεπόμενου ορίου αλίευσης. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό του πλεονάσματος στο oπoίo θα έχουν πρόσβαση άλλα κράτη εντός της αποκλειστικής οικονομικής του ζώνης. Η νέα Σύμβαση παρέχει σε όλα τα περίκλειστα όπως και σε όλα τα γεωγραφικώς μειονεκτούντα κράτη, τo δικαίωμα συμμετοχής σε ισότιμη βάση, στην εκμετάλλευση προσήκοντος μέρους του πλεονάσματος των ζωικής προέλευσης πόρων, από τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες των παρακτίων κρατών της ίδιας υπoπεριοχής ή περιοχής».

Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί εδώ, όπως αναφέρει ο κ. Πολίτης, ότι «η συμμετοχή των γεωγραφικώς μειονεκτούντων κρατών αλλά και των περίκλειστων, στην εκμετάλλευση των βιολογικών πόρων της Αποκλειστικής Oικονομικής Ζώνης των παράκτιων κρατών, βασίζεται σε διατάξεις τις νέας Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας μη αυτοδύναμης εφαρμογής. Γι’ αυτό απαιτείται η σύναψη συμφωνιών για τον καθαρισμό των όρων και των τρόπων της συμμετοχής. Είναι αυτονόητο ότι μέχρι να τεθούν σε ισχύ αυτές οι εκτελεστικές συμφωνίες δεν θα μπορούν τα κράτη άνευ ακτών ούτε τα γεωγραφικώς μειονεκτούντα, να απολαμβάνουν το δικαίωμα που τους παρέχει η Σύμβαση.
Στις συμφωνίες αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, inter alia (μεταξύ άλλων), και οι παρακάτω συντελεστές :

α. Η ανάγκη αποφυγής επιβλαβών συνεπειών στις αλιευτικές κοινότητες ή τις βιομηχανίες κατεργασίας αλιευμάτων του παρακτίου κράτους.

β. Η έκταση της συμμετοχής ή η έκταση του δικαιώματος συμμετοχής που μπορεί να έχει τo άνευ ακτών ή τo γεωγραφικώς μειονεκτούν κράτος στην εκμετάλλευση των ζωικής προέλευσης πόρων των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών άλλων παρακτίων κρατών, σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών άρθρων της νέας Σύμβασης, κάτω από τις υφιστάμενες διμερείς, υπoπεριφερειακές ή περιφερειακές συμφωνίες.

γ. Η έκταση με την οποία άλλα άνευ ακτών και γεωγραφικώς μειονεκτούντα κράτη ήδη συμμετέχουν στην εκμετάλλευση των ζώντων πόρων της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης του παράκτιου κράτους και τη συνακόλουθη ανάγκη αποφυγής συγκεκριμένης επιβάρυνσης ενός οποιουδήποτε παρακτίου κράτους ή μέρους αυτού.

δ. Οι ανάγκες διατροφής των πληθυσμών των αντίστοιχων κρατών.

Αυτό (ουσιαστικά και τυπικά) σημαίνει υποχρέωση συνομολόγησης υποχρεωτικής συμφωνίας μετά από τις απαραίτητες προπαρασκευαστικές ενέργειες . Αφού οι συμφωνίες αυτές αφορούν στην ικανοποίηση δικαιώματος, δεν μπορεί να μην έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα. Τι θα συμβεί όμως αν οι διαπραγματεύσεις που θα πραγματοποιηθούν μέσα στα πλαίσια της προπαρασκευής δεν μπορέσουν να καταλήξουν σε μια συμφωνία ; Σύμφωνα με γνωμοδότηση του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης, μια υποχρέωση για διαπραγμάτευση δεν προϋποθέτει μια υποχρέωση τελικής συμφωνίας . Η υποχρέωση των μερών δηλαδή, εκπληρώνεται απλώς με την καλόπιστη προσπάθεια τους, εφόσον βέβαια αυτή απλώθηκε σε όλο το εύρος των διαφωνιών που προέκυψαν κατά τις διαπραγματεύσεις. Η ερμηνεία όμως αυτή δεν φαίνεται να συμβαδίζει με το πνεύμα της νέας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας» αναφέρει ο κ. Πολίτης.

Για να μη κουράσω με περισσότερους όρους και στοιχεία, αυτό που τυπικά και ουσιαστικά αναφέρει το Άρθρο 13 της παρούσας Συμφωνίας, είναι το ότι η πΓΔΜ, έχει κάθε δικαίωμα να ζητήσει από την Ελλάδα την έναρξη διαπραγματεύσεων για την πρόσβαση των επαγγελματιών αλιέων της στις θάλασσες της χώρας μας, με σκοπό τόσο τον βιοπορισμό τους, όσο και την κάλυψη των αναγκών της γειτονικής χώρας σε αλιεύματα. Αυτό βέβαια εφόσον η Ελλάδα έχει εκτελέσει την υποχρέωσή της για τον «προσδιορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων της, σε συνδυασμό με τον καθαρισμό του επιτρεπόμενου ορίου αλίευσης (καθώς) αυτά τα δύο στοιχεία είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό του πλεονάσματος στο oπoίo θα έχουν πρόσβαση άλλα κράτη (η πΓΔΜ) εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής της Ζώνης».

Με δυο λόγια, έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μπροστά μας.

Έχει ενδιαφέρον πάντως, όπως αναφέρει ο Ν. Λυγερός σε άρθρο του, ότι μια χώρα που έχει ένα 25% πληθυσμό αλβανικής καταγωγής, δεν περιορίζεται στην Αλβανία για πρόσβαση στην Αδριατική, αλλά προσπαθεί να έχει ένα άνοιγμα μέσω της Ελλάδας.

Η «ανάγκη» για την εδραίωση και εμβάθυνση των οικονομικών (και άλλων) σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, σε απόλυτη συμφωνία και (εν πολλοίς) αντιγραφή των Άρθρων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του ’95, συνεχίζεται και στα επόμενα άρθρα της Συμφωνίας.

Έτσι, στο Άρθρο 14, εντοπίζουμε (και πάλι) τις έννοιες «συνεργασία», «ενδυνάμωση», «αύξηση και εμβάθυνση», «ενθάρρυνση», «ιδιαίτερη έμφαση» κλπ, οι οποίες αναφέρονται στις σχέσεις των δύο χωρών.

Επαναλαμβάνονται δε και οι όροι «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» (ΜΟΕ), και «Σχέδιο Δράσης».

Οι όροι και οι έννοιες αναφέρονται πλέον σε αρκετά πιο συγκεκριμένη βάση, και αφορούν τους τομείς (σε αυτό το Άρθρο) της «γεωργίας, ενέργειας, περιβάλλοντος, βιομηχανίας, υποδομών, επενδύσεων, τουρισμού, εμπορίου και μεταφορών», αλλά και των «επενδύσεων» και της λήψης μέτρων κατά της υπερβολικής γραφειοκρατίας» και των «θεσμικών, διοικητικών και φορολογικών εμποδίων», με τη δέσμευση και των δύο χωρών για την έμφαση που πρέπει να δοθεί στη «συνεργασία μεταξύ εκατέρωθεν εταιρειών, επιχειρήσεων και βιομηχανιών».

Ίσως σκέφτηκαν πως έτσι, θα περιοριστούν τα φαινόμενα διεκδίκησης και χρήσης των όρων «Μακεδονικός/η/ο», μιας και … η σύμπραξη με σκοπό το «αμοιβαίο οικονομικό όφελος», θα υπερτερούσε έναντι των προβλημάτων. Μένει να το δούμε.

Ακόμη μεγαλύτερη «εξειδίκευση» των στόχων της «καλής συνεργασίας», έπρεπε μάλλον να δοθεί στους τομείς της «ενέργειας». των «υποδομών» και των «μεταφορών». Δεν δικαιολογείται αλλιώς η ύπαρξη δύο ξεχωριστών παραγράφων, εντός του ίδιου Άρθρου 14, για την περαιτέρω διευκρίνιση του «τι εννοούμε όταν λέμε συνεργασία» σε αυτούς τους, εξαιρετικά σημαντικούς και προσοδοφόρους, τομείς.

Στην παρ. 4 λοιπόν του Άρθρου, διαβάζουμε πως «τα Μέρη θα αναπτύξουν και θα ενισχύσουν τη συνεργασία τους όσον αφορά στην ενέργεια, ιδίως δια της κατασκευής, συντήρησης και χρήσης διασυνδεόμενων αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου (υφιστάμενων, υπό κατασκευή και σχεδιαζόμενων), και όσον αφορά στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, περιλαμβανομένων των φωτοβολταϊκών, της αιολικής, της υδρο-ηλεκτρικής ενέργειας» για να γίνει ακόμη πιο επιτακτική στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου, το οποίο αναφέρει ότι «πιθανά εκκρεμή ζητήματα θα αντιμετωπισθούν χωρίς καθυστέρηση, με τη σύναψη αμοιβαίως επωφελών διακανονισμών, λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψιν την Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Πολιτικήκαι το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο» ενώ ως Ελλάδα, αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να «διευκολύνουμε» την πΓΔΜ «με κατάλληλη μεταφορά τεχνογνωσίας και εμπειρίας».

Άριστα ! Μέσα σε «πέντε γραμμές» καταστήσαμε την γειτονική χώρα μέρος της «Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Πολιτικής» πριν καν αυτή γίνει μέλος της Ε.Ε.

Θα σκεφτεί κανείς, «δεν υπάρχουν δηλαδή και άλλες χώρες εκτός ΕΕ που έχουν αυτό το ρόλο» ;

Σαφώς και ναι. Με ποια όμως από αυτές η Ελλάδα είχε και έχει (και φοβάμαι ότι θα συνεχίσει να έχει) ισχυρές διαφωνίες ουσίας, σε πολύ σημαντικά ζητήματα ;

Το πρόσφατο βέβαια «παράδειγμα» με τη συνεργασία μεταξύ Ελλάδας – Αλβανίας (και Ιταλίας) για την διέλευση του αγωγού ΤΑΡ, ίσως να αποτελεί μία ενθαρρυντική παράμετρο για την ομαλή εξέλιξη αυτής της πρόβλεψης. Μένει να το δούμε (και αυτό)

Θα πρέπει όμως, για να εκφράσω πιο αναλυτικά τους «φόβους» μου, να θέσω το ερώτημα. Δηλαδή, σε όποιες μελλοντικές μας ενέργειες ως χώρα, εάν κατασκευάσουμε, σχεδιάσουμε ή συζητήσουμε την προοπτική να δεχθούμε οποιαδήποτε νέα διέλευση αγωγών φυσικού αερίου ή πετρελαίου, θα πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν την δέσμευση μας για την υποστήριξη της πΓΔΜ όσον αφορά αυτόν το σχεδιασμό ;

Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την δική μου ανάγνωση, ο όρος «διασυνδεόμενων αγωγών» δεν αφορά τη διασύνδεση αγωγών μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ, αλλά αγωγούς που διασυνδέονται μεταξύ τους για την μεταφορά φυσικού αερίου ή πετρελαίου, ανεξάρτητα από το εάν αυτοί αφορούν ή όχι ΚΑΙ το γειτονικό κράτος.

Στην παρ. 5 του Άρθρου που αφορά τις υποδομές και μεταφορές, διαβάζουμε ότι «τα Μέρη θα προωθούν, θα επεκτείνουν και θα βελτιώνουν συνέργειες στους τομείς των υποδομών και των μεταφορών, καθώς και, στη βάση της αμοιβαιότητας, στους τομείς των οδικών, σιδηροδρομικών, θαλάσσιων, αεροπορικών και επικοινωνιακών διασυνδέσεων …». Εκείνο δε «στις αρχές της αμοιβαιότητας» όσον αφορά τη συνέργειά μας με την πΓΔΜ στον τομέα των … θαλάσσιων υποδομών και μεταφορών, μόνο ως … πλεονασμό (το λιγότερο) μπορώ να το χαρακτηρίσω.

Αμέσως μετά δε, στο επόμενο εδάφιο της παραγράφου, η … αλληλο-διευκόλυνση μεταξύ των δύο χωρών, όσον αφορά τη μεταξύ τους «διαμετακόμιση αγαθών, φορτίων και προϊόντων μέσω των υποδομών, περιλαμβανομένων των λιμένων και αερολιμένων στο έδαφος καθενός εκ των Μερών» αρκεί για να απομακρύνει μεταξύ τους ακόμη περισσότερο τις άκρες των χειλιών, σχηματίζοντας πλέον ένα εμφανές χαμόγελο, με τη σκέψη και μόνο ότι η Ελλάδα θα διευκολυνθεί από τη … χρήση των λιμένων της πΓΔΜ, για τη μεταφορά αγαθών προς αυτή. Ποιος ξέρει όμως. Ίσως στο μέλλον … να γίνει και αυτό ! Μην πάει κάπου ο νους σας. Στην εκμετάλλευση του Αξιού ως πλωτό ποταμό αναφέρομαι. Και οι Συμφωνίες, πρέπει να τηρούνται.

Οι επόμενες παράγραφοι 6, 7 και 8 του Άρθρου, εξειδικεύουν λίγο περισσότερο τις επαναλαμβανόμενες (σε κουραστικό πλέον βαθμό αοριστίας) προβλέψεις για συνεργασία στους τομείς της προστασίας του περιβάλλοντος, του τουρισμού αλλά και την «βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό των διασυνοριακών σημείων διέλευσης», ακόμη και με την κατασκευή «νέων σημείων» για την διευκόλυνση των ροών (ανθρώπων και … φυσικά προϊόντων).

Η παράγραφος 9 όμως, προβλέπει και κάτι παραπάνω. Την θέσπιση δηλαδή μιας «Κοινής Διυπουργικής Επιτροπής», με σκοπό την «καλύτερη δυνατή συνεργασία στους ανωτέρω τομείς της οικονομικής εταιρικής σχέσης». Όλο και περισσότερο, η Συμφωνία μοιάζει να μετατρέπεται σε … Εταιρικό Σύμφωνο !

Η Επιτροπή προβλέπεται ότι θα συνεδριάζει (και αυτή) τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο, έχοντας ως αρμοδιότητα να «καθοδηγεί την πορεία της διμερούς συνεργασίας, τη συνολική εφαρμογή των σχετικών τομεακών δράσεων …» κλπ.

Η «αγωνία» των συντακτών της παρούσας Συμφωνίας, όσο και εκείνων της Ενδιάμεσης μιας και -πάνω κάτω- προέβλεπε τα ίδια, και το πόσο νοιάζονται για την ευημερία των δύο λαών, μέσω της εδραίωσης των … εμπορικών τους σχέσεων, δε λέγεται !

Μέχρι και τα Εμπορικά Επιμελητήρια των δύο χωρών θα ενθαρρυνθούν να αποκτήσουν «στενότερη επικοινωνία» μεταξύ τους. Το ότι οι Πρόεδροι των περισσοτέρων Εμπορικών (και άλλων) Επιμελητηρίων, έχουν ταχθεί, εάν όχι κατά τότε, με μεγάλες επιφυλάξεις για τις προβλέψεις αυτής της Συμφωνίας, αποτελεί μία απλή λεπτομέρεια !

Το Άρθρο 15, υπό τον τίτλο «Συνεργασία στους τομείς της Εκπαίδευσης, της Επιστήμης, του Πολιτισμού, της Έρευνας, της Τεχνολογίας, της Υγείας και των Μεταφορών», με το «Μεταφορών» μάλλον να προέκυψε από τη βιασύνη του μεταφραστή, μιας και το αγγλικό κείμενο αναφέρει «Sports», δηλαδή «Αθλητισμού», θα περίμενε κανείς ότι θα «έπιανε» αρκετό μέρος της Συμφωνίας. Εν τούτοις, αποτελείται από μόλις 4 παραγράφους και περίπου (συνολικά) 25 γραμμές !

Θα μπορούσε (σκωπτικά) να πει κανείς ότι, είναι μεγαλύτερος ο τίτλος, παρά τα όσα αναφέρονται στο Άρθρο.

Πώς αλλιώς μπορεί να δικαιολογήσει κανείς ότι η πρόβλεψη για τη συνεργασία στον τομέα της Υγείας, περιορίζεται στη φράση «θα πρέπει να προωθηθεί η διμερής συνεργασία στον τομέα της υγείας, περιλαμβανομένης της υγειονομικής περίθαλψης» ;!

Όσον αφορά δε τις προβλέψεις για την «ανάπτυξη και βελτίωση» των διμερών σχέσεων και στους τομείς της «επιστημονικής, τεχνολογικής και τεχνικής συνεργασίας …», στον τομέα «της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών προγραμμάτων …», της «έρευνας επί των νέων τεχνολογιών …» αλλά και των «πολιτιστικών σχέσεων και του αθλητισμού …», η επανάληψη στην καταγραφή ή/και αντιγραφή του «πνεύματος» της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, επαναλαμβάνεται.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο επόμενο Άρθρο 16, υπό τον τίτλο «Συνεργασία στους τομείς Αστυνομίας και Πολιτικής Προστασίας», με το «Αστυνομίας» να ΜΗΝ έχει προκύψει (αυτή τη φορά) από λάθος στη μετάφραση, αλλά … από την ακριβή μετάφραση του «Police» που υπάρχει και στο αγγλικό κείμενο. Κι έτσι μάθαμε ότι η «Αστυνομία» και όχι η «Δημόσια Τάξη», αποτελεί ΤΟΜΕΑ συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Ίσως το «Public Order» να φάνταζε … ακραίο (!)

Στις δύο παραγράφους του Άρθρου, γίνεται μία σχετικά εκτενής αναφορά στους τομείς συνεργασίας σε αυτούς τους δύο τομείς, που αφορούν (μεταξύ άλλων) το οργανωμένο έγκλημα, την τρομοκρατία, την παράνομη διακίνηση ανθρώπων, την εμπορία ή/και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, αλλά και στην πρόληψη και διαχείριση φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών. Εν πολλοίς, πρόκειται και πάλι για μία πιο αναλυτική περιγραφή των τομέων συνεργασίας, που προβλέπονταν ήδη στο Άρθρο 20 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.

Τα σχόλια γι’ αυτό το Άρθρο και τις προβλέψεις του, σε σχέση με τα όσα κατά καιρούς αναφέρουν δημοσιεύματα που έχουν να κάνουν, τόσο με την παραγωγή και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών στην γειτονική χώρα, όσο και με ζητήματα τρομοκρατίας, είναι νομίζω περιττά.

 

Το Άρθρο 17 φέρει τον τίτλο «Αμυντική Συνεργασία» και αναφέρεται στην «ενίσχυση και επέκταση» της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, με (μεταξύ άλλων) τις εκατέρωθεν  επισκέψεις της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, τη μεταφορά τεχνογνωσίας αλλά και την εκπαίδευση του προσωπικού. Το σίγουρο είναι ότι, με τον νυν υπουργό Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας κ. Π. Καμμένο, να έχει ταχθεί ανοιχτά και δημόσια εναντίον αυτής της Συμφωνίας, η πρόβλεψη για «εκατέρωθεν επισκέψεις της πολιτικής ηγεσίας» θα πέσει (μάλλον) «στους ώμους» του Αναπληρωτή Υπουργού κ. Φ. Κουβέλη.

Το Άρθρο 18 της Συμφωνίας, είναι μία αντιγραφή του Άρθρου 12 της Ενδιάμεσης, και αναφέρεται στις «Συμβατικές Σχέσεις» ή, ορθότερα, στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, έτσι όπως αυτές έχουν καθοριστεί από προηγούμενες Συμφωνίες και Συμβάσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας (Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, όπως αναφέρεται στο κείμενο), και ειδικότερα της Συμφωνίας που είχε συναφθεί μεταξύ των δύο χωρών, τον Ιούνιο του 1959.

Το συγκεκριμένο Τεύχος Α’ του ΦΕΚ με αριθμό 238, το οποίο εκδόθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1959, ουσιαστικά και τυπικά, κυρώνει με το Νομοθετικό Διάταγμα 4009, τη «Συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων του Βασιλείου της Ελλάδας και της Λαϊκής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, υπογραφείσης την 18ην Ιουνίου 1959, περί αμοιβαίων δικαστικών σχέσεων» όπως αναφέρεται στον τίτλο της. Πρόκειται δηλαδή για μία συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών, στην προσπάθειά τους να συνεργαστούν με σκοπό την πιο εύρυθμη λειτουργία επί μιας σειράς ζητημάτων που αφορούν τη Δικαιοσύνη.

Όσον αφορά δε τον «ντόρο» που έγινε για την ΔΗΘΕΝ αναγνώριση από το 1959 ακόμη από την Ελλάδα, του γειτονικό κράτους με ονομασία που φέρει τον όρο «Μακεδονία», λόγω της σχετικής αναφοράς στο Άρθρο 7 αυτού του ΦΕΚ, γνώμη μου είναι ότι, από τη στιγμή που η Συμφωνία αυτή αφορούσε τη συνεργασία μεταξύ των υπουργείων Δικαιοσύνης των δύο κρατών, και εφόσον η Γιουγκοσλαβία ως Ομόσπονδο κράτος αποτελούνταν από διαφορετικά κράτη με τις δικές τους (εν πολλοίς) κυβερνήσεις με τα δικά τους υπουργεία, πώς ήταν δυνατό να ΜΗΝ αναφερθεί η συνεργασία μεταξύ του ΣΥΝΟΛΟΥ των ομόσπονδων κρατών και της Ελλάδας ; Θα έπρεπε δηλαδή να … εξαιρεθεί το συγκεκριμένο ομόσπονδο κράτος από τη Συμφωνία, επειδή η ίδια η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας το ονόμαζε έτσι ; Στην περίπτωση δηλαδή που η Ελλάδα έχει υπογράψει μία ανάλογη Συμφωνία με την (πχ) Γερμανία, δε θα έπρεπε να αναφερθούν τα ανάλογα και αντίστοιχα υπουργεία των ομόσπονδων κρατών της ;

Επί της ουσίας των προβλέψεων του Άρθρου τώρα, αυτό που, κατά τη γνώμη μου, έχει σημασία, είναι η συμφωνία των δύο χωρών όσον αφορά την διάθεσή τους στο να εντοπίσουν και άλλες συμφωνίες μεταξύ της (πρώην) Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας, «οι οποίες θα θεωρηθούν κατάλληλες για εφαρμογή στις αμοιβαίες τους σχέσεις». Δηλαδή τρεις σχεδόν δεκαετίες τώρα, δεν είμαστε σίγουροι για το τι Συμφωνίες υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών, αλλά και η πρόβλεψη (στην παρ. 2 του Άρθρου) ότι «όλα τα διεθνή κείμενα που δεσμεύουν ΔΙΜΕΡΩΣ τα Μέρη, θα παραμείνουν σε ισχύ …» κλπ. (τα κεφαλαία δικά μου). Χωρίς να μπορώ να είμαι σίγουρος, πώς εξηγείται αυτό το «διμερώς» μεταξύ της Ελλάδας και της πΓΔΜ, όταν θεσμικοί εκπρόσωποί της σε καμία περίπτωση δεν είχαν συνάψει ΔΙΜΕΡΗ συμφωνία με την Ελλάδα, αλλά η Ελλάς με θεσμικούς εκπροσώπους της (πρώην) Γιουγκοσλαβίας, ως ενιαία κρατική ομοσπονδιακή οντότητα ;

Πώς είναι νομικά δυνατό, μία υπογεγραμμένη Συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της (πρώην) Γιουγκοσλαβίας, να μεταφράζεται ΑΥΤΟΜΑΤΑ και ως ΔΙΜΕΡΗΣ Συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της πΓΔΜ, χωρίς καμία εκ των προτέρων έρευνα και συγκεκριμένη καταγραφή της (όποιας) Συμφωνίας ;

Δεν το γνωρίζω και ελπίζω να μην δημιουργήσει (και αυτή) η πρόβλεψη, ζητήματα ερμηνείας της.

Πλησιάζοντας προς το τέλος αυτής της κριτικής ανάλυσης της Συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και την πΓΔΜ, το Άρθρο 19 αναφέρεται στην «Επίλυση των Διαφορών» μεταξύ των δύο χωρών και το πώς αυτές θα πρέπει να διαχειρίζονται.

Όπως είναι αναμενόμενο, και εδώ υπάρχει μία πιο εκτενής αναφορά, σε σχέση με το Άρθρο 21 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, στον τρόπο με τον οποίο οι δύο χώρες θα πρέπει να χειριστούν ζητήματα διαφωνίας, που αφορούν την εφαρμογή της Συμφωνίας. Εάν δηλαδή κάποια από τις δύο χώρες πιστεύει ότι η άλλη «δεν δρα σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συμφωνίας», θα πρέπει, κατ’ αρχήν να «γνωστοποιήσει τις ανησυχίες του στο άλλο Μέρος» και να αναζητήσει μία λύση «μέσω διαπραγματεύσεων». Εάν δεν προκύψει μία αμοιβαία αποδεκτή λύση με αυτόν το τρόπο, μπορούν, ΜΟΝΟ όμως κατόπιν κοινής τους συμφωνίας, να απευθυνθούν στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Εάν και αυτό «δεν πιάσει», τότε τόσο η Ελλάδα, όσο και η πΓΔΜ, έχουν το δικαίωμα να προσφύγουν, ακόμη και μονομερώς, στο Διεθνές Δικαστήριο, με μόνη την επιφύλαξη ενός χρονικού περιορισμού έξι (6) μηνών, (ή άλλου χρονικού διαστήματος που και οι δύο θα συμφωνήσουν), μέσα στο οποίο θα πρέπει να έχει γίνει προσπάθεια για συμφωνία επί του ζητήματος της διαφοράς. Στις διαφωνίες δε μεταξύ των χωρών, περιλαμβάνονται και τα ζητήματα ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ των προβλέψεων της παρούσας Συμφωνίας.

Τέλος, στις δέκα (10) παραγράφους του Άρθρου 20 της Συμφωνίας, περιλαμβάνονται κάποιες πολύ σημαντικές διευκρινίσεις.

Κατ’αρχήν ότι η Συμφωνία θα φέρει τις υπογραφές μόνο των δύο υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών. Η διευκρίνιση αυτή, είναι πιθανό να σημαίνει ότι η κύρωσή της θα έρθει (όταν έρθει) στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, με την διαδικασία κύρωσης σχεδίου νόμου. Αυτό, σύμφωνα με τις προβλέψεις της παρ. 2 του Άρθρου 36 του Άρθρου 67 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του Άρθρου 112 του Κανονισμού της Βουλής, τα οποία αντίστοιχα αναφέρουν ότι :

Παρ. 2 Άρθρου 36 του Συντάγματος «Οι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις, και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες διατάξεις του Συντάγματος, τίποτε δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο, ή οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει»

Άρθρο 67 του Συντάγματος «Η Βουλή δεν μπορεί να αποφασίσει χωρίς την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των παρόντων μελών, που όμως ποτέ δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ένα τέταρτο του όλου αριθμού των βουλευτών»(δηλαδή 75 βουλευτές). Σε περίπτωση ισοψηφίας επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία και, ύστερα από νέα ισοψηφία, η πρόταση απορρίπτεται» (τα εντός παρενθέσεων δικά μου)

Παρ. 1 Άρθρου 112 του Κανονισμού της Βουλής «Η Βουλή εγκρίνει ή απορρίπτει τα νομοσχέδια και τις προτάσεις νόμων που κυρώνουν διεθνείς συνθήκες ή διεθνείς συμβάσεις, χωρίς μεταβολές του περιεχομένου των διεθνών συνθηκών ή συμβάσεων»

Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε αναφορά στην παρ. 2 του Άρθρου 28 του Συντάγματος, η οποία προβλέπει ότι «Για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη, μπορεί να αναγνωριστούν, με συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών, αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Για την ψήφιση νόμου που κυρώνει αυτή τη συνθήκη ή συμφωνία, απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων (δηλαδή 180 βουλευτές) του όλου αριθμού των βουλευτών» (τα εντός παρενθέσεων δικά μου), δεν μπορεί να έχει καμία εφαρμογή στην περίπτωση κύρωσης της παρούσας Συμφωνίας από την Βουλή των Ελλήνων, μιας και δεν αφορά στην αναγνώριση αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα σε διεθνείς οργανισμούς, αλλά για απλή κύρωση συμφωνίας, η οποία μπορεί να γίνει με την απλή πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών κατά τη συζήτησή της, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 75 βουλευτών.

Αφού νομίζω ότι διευκρινίσαμε ξεκάθαρα και αυτό το ζήτημα, να αναφέρω ότι η παρ. 2 του Άρθρου 20 απλά επιβεβαιώνει ότι η Συμφωνία υπόκειται σε κύρωση και από τα δύο Κοινοβούλια (της Ελλάδας και της πΓΔΜ), ενώ η παρ. 3 αναφέρεται στην τυπική διαδικασία ολοκλήρωσης των διαδικασιών για την θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, η οποία περιλαμβάνει ΚΑΙ την ανταλλαγή επιστολών γνωστοποίησης μεταξύ των δύο χωρών, εντός μάλιστα δύο εβδομάδων αμέσως μετά και την τελευταία κύρωση από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Η παρ. 4, ουσιαστικά επιβεβαιώνει εμφατικά την εξαίρεση στην οποία «υπόκειται» η πρόβλεψη της παρ. 5 του Άρθρου 8 της Συμφωνίας, η οποία αφορά την δημιουργία και το έργο της Κοινής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων που θα εξετάσει με σκοπό να αναθεωρήσει (sic) τα σχολικά εγχειρίδια (κλπ) των δύο χωρών, η οποία προβλέπεται ότι μπορεί να λειτουργεί … προσωρινά, «εκκρεμούσης της θέσης σε ισχύ της Συμφωνίας» (!). Στο δεύτερο εδάφιο αυτής της παραγράφου όμως, υπάρχει και η εξαιρετικά σημαντική πρόβλεψη ότι με«Εάν η Συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ, η ίδια, στο σύνολό της και ως προς τις διατάξεις της ξεχωριστά, δεν θα έχει περαιτέρω ισχύ ή εφαρμογή, προσωρινή ή άλλη, και δε θα δεσμεύει οποιοδήποτε από τα Μέρη οποιοδήποτε τρόπο». Πρόκειται ουσιαστικά για τις μόνες γραμμές στο σύνολο της Συμφωνίας, οι οποίες προβλέπουν κάτι τέτοιο. Για να μην τεθεί σε ισχύ η Συμφωνία, θα πρέπει είτε η πΓΔΜ να μην ολοκληρώσει το σύνολο των υποχρεώσεών της, έτσι όπως απορρέουν από αυτή (κύρωση στο κοινοβούλιο, δημοψήφισμα με θετικό αποτέλεσμα και ολοκλήρωση των Συνταγματικών αλλαγών), είτε η Ελλάδα να μην κυρώσει στο Ελληνικό Κοινοβούλιο τη Συμφωνία, παρά την ολοκλήρωση των προβλεπόμενων «βημάτων» από την πΓΔΜ. Αυτό το τελευταίο βέβαια, θα σήμαινε απλά τον διεθνή διασυρμό της χώρας μας, η οποία δυστυχώς θα αντιμετωπιζόταν πλέον από το σύνολο της Διεθνούς Κοινότητας ως «το μαύρο πρόβατο» και ο παρίας των Διεθνών Συμφωνιών. Σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν όμως, αυτή η περίπτωση (κατά τη γνώμη μου) δεν υπάρχει.

Οι παράγραφοι 5 έως και 8 του Άρθρου 20 έχουν καθαρά τυπικό περιεχόμενο σε όσα προβλέπουν, ενώ η παρ. 9  προβλέπει ότι «οι διατάξεις της Συμφωνίας θα παραμείνουν σε ισχύ για αόριστο χρονικό διάστημα και είναι ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΕΣ. Δεν επιτρέπεται (επίσης) ΚΑΜΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ των προβλέψεων που περιέχονται στο Άρθρο 1(3) και 1(4) της παρούσας Συμφωνίας» (τα κεφαλαία και εντός παρενθέσεων δικά μου). Ότι και να γίνει δηλαδή, τα πάντα μπορούν ίσως κάποια στιγμή ν’ αλλάξουν, η αναγνώριση του ονόματος, της ιθαγένειας και της γλώσσας όμως της πΓΔΜ … ποτέ.

Με την ολοκλήρωση της κριτικής αυτής ανάλυσης της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ, με τις ελάχιστες γνώσεις που μπορεί να διαθέτει ένας λάτρης της Ιστορίας και σχολαστικός (όταν μάλιστα απαιτείται) ερευνητής και αναγνώστης των πηγών και των κειμένων που την διαμορφώνουν, πρέπει για άλλη μία φορά να διατυπώσω τη γνώμη ότι, με την αοριστία και την ασάφεια να «βασιλεύουν» σε αυτή τη Συμφωνία, οι διαπραγματεύσεις και οι προσφυγές στο Διεθνές Δικαστήριο προβλέπεται να είναι πολλες και να κρατήσουν χρόνια, συντηρώντας ουσιαστικά το κλίμα της ΜΗ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ και της ΜΗ ΟΡΘΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ μεταξύ των δύο χωρών.

Ένα «κλίμα» που τόσο πολύ πασχίζει να εδραιώσει η Συμφωνία.

Πολύ φοβάμαι όμως πως, τελικά, όχι απλά δεν το επιτυγχάνει, αντιθέτως, πρόκειται να ενεργοποιήσει αλλά και να ενισχύσει, ότι πιο αρνητικό υπάρχει στις συνειδήσεις των πολιτών και των δύο χωρών «για τον άλλο».

Και αυτό, μόνο καλός οιωνός για το μέλλον δεν μπορεί να είναι.

Ίσως ο Χρόνος, ο οποίος «δίνει όλες τις απαντήσεις χωρίς να χρειάζεται καν τις ερωτήσεις», όπως αναφέρει φράση η οποία αποδίδεται στον τραγικό ποιητή και ένας από τους τρεις μεγάλους διδάσκαλους του αττικού δράματος Ευριπίδη, ο οποίος τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έζησε στη Μακεδονία, προσκεκλημένος στην βασιλική αυλή της Πέλλας από τον ίδιο τον φιλόμουσο Βασιλιά Αρχέλαο, ίσως λοιπόν ο Χρόνος να δώσει και εδώ τις δικές του «απαντήσεις».

Εύχομαι μόνο, με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, να μην είναι αυτές που σήμερα φοβάμαι.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024