To αθέατο παίγνιο πίσω από την απέλαση των δύο Ρώσων
Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Η απέλαση δύο στελεχών των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, που βρίσκονται στην Ελλάδα με διπλωματική ιδιότητα, και η απαγόρευση εισόδου στη χώρα δύο άλλων, είναι η κορυφή του παγόβουνου. Όπως είναι γνωστό, η κίνηση της Αθήνας έγινε στις 6 Ιουλίου και καθόλου τυχαία δημοσιοποιήθηκε –μέσω της Καθημερινής– την ημέρα έναρξης της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ.
Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι εδώ και χρόνια η Μόσχα επιχειρεί να αποκτήσει ερείσματα και επιρροή στην Ελλάδα. Για τον σκοπό αυτό, μάλιστα, χρησιμοποιεί σαν όχημα την Ορθοδοξία. Η Ορθοδοξία, άλλωστε, είναι κεντρική συνιστώσα της ρωσικής εθνικής ιδεολογίας και ως εκ τούτου οι Ρώσοι παραδοσιακά βλέπουν με ξεχωριστό ενδιαφέρον την Ελλάδα. Το ίδιο και την Κύπρο, στην οποία, λόγω και της παραδοσιακής στάσης τους στο Κυπριακό, έχουν αποκτήσει και επιρροή και ισχυρά ερείσματα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, με τη συνεχή παρότρυνση-πίεση της αμερικανικής πρεσβείας οι ελληνικές υπηρεσίες, ειδικά τα τελευταία χρόνια παρακολουθούν συστηματικά τις άμεσες και έμμεσες ρωσικές δραστηριότητες. Οι Αμερικανοί, μάλιστα, φροντίζουν να παραδίδουν κάθε τόσο φακέλους με υλικό, προσπαθώντας να καλλιεργήσουν κλίμα επικίνδυνης ρωσικής διείσδυσης και κατ’ επέκτασιν να εξωθήσουν την Αθήνα στη λήψη μέτρων.
Οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, ωστόσο, απέφευγαν σπασμωδικές αντιδράσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε δοκιμασία τις διμερείς σχέσεις. Ακόμα κι όταν Ρώσοι “διπλωμάτες” υπερέβαιναν τα όρια, γίνονταν κάποιες διακριτικές συστάσεις, οι οποίες κατά κανόνα έφερναν αποτέλεσμα. Είναι κοινός τόπος, άλλωστε, ότι πολύ περισσότερο από τις ρωσικές υπηρεσίες είναι στελέχη των αμερικανικών, γερμανικών και άλλων δυτικών υπηρεσιών που αντιμετωπίζουν την Ελλάδα σαν ξέφραγο αμπέλι, υπερβαίνοντας κατά προκλητικό τρόπο το πλαίσιο που υπαγορεύει η διπλωματική ιδιότητά τους.
Αυτό ισχύει όχι μόνο στο επίπεδο της συλλογής πληροφοριών, αλλά και στο επίπεδο διείσδυσης σ’ όλο το φάσμα των μηχανισμών που ασκούν εξουσία και επιρροή (κεντρικό κράτος, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Εκκλησία, επιχειρηματική ελίτ, συνδικάτα, Μίντια, πανεπιστήμια, ΜΚΟ κλπ). Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι π.χ. οι αμερικανικές και γερμανικές δραστηριότητες αντιμετωπίζονται με υπερβάλλουσα ανοχή, με το πρόσχημα της εταιρικής σχέσης, ενώ οι αντίστοιχες ρωσικές αντιμετωπίζονται συγκριτικά με αυστηρότητα, επειδή θεωρούνται περίπου εχθρικές.
Είχαν υπερβεί τα όρια
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές οι τέσσερις Ρώσοι “διπλωμάτες” είχαν υπερβεί κατά πολύ τα όρια. Η συμπεριφορά τους αποδίδεται στη μεγάλη νευρικότητα που έχει προκαλέσει στη Μόσχα η προοπτική ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Για τους λόγους που η Δύση επιδιώκει πιεστικά την ένταξη, για τους αντίστροφους λόγους επιχειρεί να την τορπιλίσει η Ρωσία.
Δεν πρόκειται για εκτίμηση. Η ρωσική δυσφορία έχει εκφρασθεί δια στόματος Λαβρόφ και έχει να κάνει με την προσπάθεια των Αμερικανών και των Ευρωπαίων να εκτοπίσουν τη ρωσική επιρροή από τα Βαλκάνια. Το μόνο γεωπολιτικό έρεισμα της Μόσχας στην περιοχή είναι η Σερβία, η οποία ουσιαστικά έχει περικυκλωθεί από χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ και μεθοδεύεται η προοπτική πρόσδεσής της στο δυτικό άρμα.
Δεδομένου ότι προϋπόθεση για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ είναι από το 2008 η λύση στο πρόβλημα της ονομασίας, οι μεν Δυτικοί έστησαν τα χαρτιά κατά τρόπο που να την επιτύχουν. Πρώτο βήμα ήταν να μεθοδεύσουν την ανατροπή του Γκρουέφσκι, προωθώντας τον Ζάεφ στην ηγεσία της Σοσιαλδημοκρατικής Ένωσης και διοχετεύοντάς του αποδεικτικά στοιχεία για το σύστημα υποκλοπών που είχε στήσει η κυβέρνηση του VMRO και για άλλες σκανδαλώδεις υποθέσεις. Υπενθυμίζουμε ότι επί Γκρουέφσκι η ΠΓΔΜ είχε μετατοπισθεί προς τη Μόσχα.
Όταν ο στόχος επετεύχθη και ο Ζάεφ έγινε τελικώς πρωθυπουργός, η Δύση άσκησε ασφυκτικές πιέσεις σε Αθήνα και Σκόπια να καταλήξουν σε όποια συμφωνία, αρκεί να αρθεί το ελληνικό βέτο και να προχωρήσει η ένταξη της ΠΓΔΜ. Έτσι φθάσαμε στη Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία χαιρετίσθηκε με ενθουσιασμό. Από την πλευρά της, η Μόσχα έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει την επίτευξη συμφωνίας, αλλά δεν είχε αποτελεσματικά “χαρτιά” στα χέρια της.
Η προσπάθεια τορπιλισμού της Συμφωνίας
Τώρα που οι υπογραφές έχουν πέσει, στόχος της Μόσχας είναι να τορπιλίσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, μέσα από τις διαδικασίες που η ίδια προβλέπει. Η στάση του προέδρου Ιβανόφ μπορεί να υπαγορεύεται από άκρατο εθνικισμό, αλλά τροφοδοτείται και από τον ρωσικό παράγοντα. Το ίδιο και η στάση του VMRO. Η Μόσχα ασκεί σημαντική επιρροή στον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Προς την ίδια κατεύθυνση εργάσθηκαν και τα ερείσματα που διατηρεί το Βελιγράδι στην ΠΓΔΜ από την εποχή της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, αλλά και –για τους δικούς της λόγους– και η Άγκυρα. Η μάχη στη γειτονική χώρα, λοιπόν, θα δοθεί στο δημοψήφισμα, αλλά και στο εάν θα καταστεί δυνατή ή όχι η προβλεπόμενη συνταγματική αναθεώρηση.
Παραλλήλως, η Ρωσία ενεργοποίησε την όποια επιρροή της και στην Ελλάδα. Εδώ μπορεί να μην έχουμε δημοψήφισμα, αλλά στόχος ήταν να αξιοποιηθεί η δεδηλωμένη αντίθεση της μεγάλης πλειονότητας των Ελλήνων με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Θα ήταν γελοίο να θεωρηθεί πως το κύμα αντιδράσεων προκλήθηκε λόγω της δράσης Ρώσων διπλωματών και πρακτόρων.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως δεν έγινε προσπάθεια από τη Μόσχα να εκμεταλλευθεί το κλίμα που επικρατεί στην ελληνική κοινή γνώμη για να προκαλέσει πολιτικό-εκλογικό κόστος στην κυβέρνηση Τσίπρα. Ελπίζει ότι μπορεί κατ’ αυτόν τον τρόπο θα εμποδίσει την κύρωση της Συμφωνίας εάν εν τω μεταξύ δεν έχει καταφέρει να βάλει τρικλοποδιά στον Ζάεφ.
Εμβληματική κίνηση
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της προσπάθειάς της, η ρωσική πλευρά κλιμάκωσε τις δραστηριότητές της. Οι δύο που απελάθηκαν και οι άλλοι δύο, στους οποίους απαγορεύθηκε η είσοδος υπερέβησαν κάθε όριο στην προσπάθειά τους να δείξουν στην υπηρεσία τους ότι είναι αποτελεσματικοί. Σύμφωνα, λοιπόν, με αρμόδιες ελληνικές πηγές, ενεργοποίησαν όλα τα ρωσικά ερείσματα, κάθε επιρροή που διαθέτουν. Ώθησαν μητροπολίτες, με τους οποίους διατηρούν παραδοσιακές σχέσεις, χρηματοδότησαν συλλόγους, οργανώσεις και πρόσωπα που παίζουν ρόλο στο κίνημα εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών με σκοπό να οργανώσουν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και εμμέσως άσκησαν πιέσεις σε βουλευτές.
Το γεγονός ότι οι τέσσερις Ρώσοι “διπλωμάτες” –και όχι μόνο– το παράκαναν, το γεγονός ότι οι Δυτικοί –με πρώτους τους Αμερικανούς– άσκησαν έντονες πιέσεις στην κυβέρνηση Τσίπρα, αλλά και το γεγονός ότι ο Κοτζιάς το πήρε προσωπικά, λόγω της πολιτικής ταύτισής του με τη Συμφωνία των Πρεσπών, οδήγησε στις απελάσεις. Αναμφίβολα, πρόκειται για εμβληματική κίνηση που έχει πολιτικές-διπλωματικές «ουρές».
Όχι μόνο, επειδή η Αθήνα αποφεύγει αυτή την πρακτική ακόμα κι σε περιπτώσεις που θα έπρεπε να κινηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά και επειδή, όπως προαναφέραμε, παραδοσιακά επιδιώκει να κρατάει μία ετεροβαρή ισορροπία στις σχέσεις της με τη Δύση και τη Ρωσία. Όλα δείχνουν ότι αυτό το άτυπο δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εγκαταλείπεται στην πράξη.
Όπως αναμενόταν, η Μόσχα απάντησε συμμετρικά, αλλά χωρίς να οξύνει το κλίμα. Απέφυγε να κλιμακώσει, επειδή θεωρεί ότι θα διευκόλυνε την αμερικανική πλευρά να μετατρέψει την υπόθεση σε ευκαιρία για την πρόκληση ρήξης στις ελληνορωσικές σχέσεις. Ο πρεσβευτής Πάιατ, άλλωστε, είναι γνωστός από την Ουκρανία και για τον ακραία αντιρωσικό προσανατολισμό του και για τις “ριζοσπαστικές” μεθόδους του.
Εκτός αυτού, οι Ρώσοι θεωρούν εδώ και καιρό πως ο Κοτζιάς, με τη συναίνεση του Τσίπρα, επιδιώκει να προσδέσει την Ελλάδα στο αμερικανικό άρμα κατά τρόπο που δεν έχει προηγούμενο στη μεταπολιτευτική περίοδο. Για τον σκοπό αυτό –θεωρούν– ότι όχι μόνο παραβιάζει την ετεροβαρή ισορροπία, αλλά και δεν διστάζει να αποδομεί τους παραδοσιακούς ελληνορωσικούς δεσμούς. Αυτός είναι και ο λόγος που οι διμερείς σχέσεις έχουν περιέλθει εδώ και αρκετό καιρό σε φάση δυσχέρειας.