Τι κάνει δύσκολο «τον γάμο» Τραμπ-Πούτιν
Γράφει ο Γιώργος Λυκοκάπης*
«Δεν μπορώ να πω ότι η Ρωσία είναι φίλος ή εχθρός, είναι σίγουρα ανταγωνιστής». Αυτή την σιβυλλική δήλωση έκανε στους δημοσιογράφους ο Ντόναλντ Τραμπ, λίγες ώρες πριν την κρίσιμη συνάντηση του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο Αμερικανός πρόεδρος κινείται σε άλλο μήκος κύματος από το περίφημο τηλεοπτικό διάγγελμα του. Στις αρχές του έτους είχε χαρακτηρίσει ως «απειλή» τόσο την Κίνα, όσο και την Ρωσία, ενώπιων εκατομμυρίων Αμερικανών τηλεθεατών.
Με αφορμή μάλιστα την υπόθεση Σκριπάλ έμοιαζε έτοιμος να ξεκινήσει έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο. Είχε κατηγορήσει την Ρωσία ότι ήταν πίσω από την δηλητηρίαση του διπλού πράκτορα στην Αγγλία, που σημειώθηκε τον περασμένο Μάρτιο. Η αντιρωσική του ρητορική συνοδεύτηκε από μαζικές απελάσεις Ρώσων διπλωματών από τις ΗΠΑ.
Μόλις έναν μήνα έπειτα απειλήθηκε γενικευμένη πολεμική σύρραξη μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ στο έδαφος της Συρίας. Είχε προηγηθεί μία «μυστηριώδης» επίθεση με χημικά όπλα στην πόλη Ντούμα, η οποία αποδόθηκε στο συριακό καθεστώς. Για τον Ντόναλντ Τραμπ υπεύθυνη ήταν και η Μόσχα, λόγο της υποστηρίξης της στον «κτηνώδη» Μπασάρ αλ Άσαντ.
Ο Αμερικανός πρόεδρος, συνεπικουρούμενος από το Λονδίνο και το Παρίσι, είχε προαναγγείλει γενικευμένα στρατιωτικά πλήγματα εναντίον της Δαμασκού. Με δεδομένη την ισχυρή παρουσία ρωσικών στρατευμάτων στην Συρία, η ανθρωπότητα βρέθηκε στα πρόθυμα ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Άσφαιρα τα πυρά Τραμπ
Ως γνωστόν κανένας παγκόσμιος πόλεμος δεν ξέσπασε. Η Δύση αρκέστηκε σε ορισμένα ασήμαντα στρατιωτικά πλήγματα έναντι στρατιωτικών εγκαταστάσεων του μπααθικού καθεστώτος. Ο στρατός του Άσαντ εξακολουθεί να βομβαρδίζει ανενόχλητος τα υπολλείματα των αντικαθεστωτικών ανταρτών στην Συρία, με τις ΗΠΑ να μένουν θεατές των εξελίξεων.
Δυστυχώς για την πρωθυπουργό της Αγγλίας, μοιάζει ο Αμερικανός πρόεδρος να έχει ξεχάσει εντελώς την περίφημη υπόθεση Σκριπάλ. Ήταν η Τερέζα Μέι που είχει σηκώσει τους τόνους της αντιπαράθεσης με την Μόσχα, περισσότερο για μικροπολιτικούς λόγους. Πάσχιζε να συσπειρώσει το Συντηρητικό Κόμμα, το οποίο ταλανίζοταν από σκληρές εσωτερικές διαμάχες στο εσωτερικό του για το Brexit.
Δεν μοιάζει τυχαίο που τα διαλυτικά φαινόμενα στο εσωτερικό της βρετανικής κυβέρνησης εντάθηκαν, μόλις κόπασε η αντιπαράθεση Δύσης-Ρωσίας. Η υπόθεση Σκριπάλ έδωσε μόνο προσωρινό πολιτικό χρόνο στην Τερέζα Μέι, η οποία πλέον αμφισβητείται ανοιχτά από τους υποστηρικτές του «σκληρού» Brexit. Σύμμαχος των οποίων είναι ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος, όπως άκομψα υπενθύμισε κατά την επίσημη επίσκεψη του στην Μεγάλη Βρετανία.
Η κυβέρνηση Τραμπ είναι σκληρή έναντι της Ρωσίας μόνο σε ρητορικό επίπεδο. Στην πράξη δείχνει άλλα δείγματα γραφής. Για παράδειγμα δεν προχώρησε σε νέες κυρώσεις έναντι της Μόσχας για το συριακό, παρόλο που τις είχε προαναγγείλει η εκπρόσωπος των ΗΠΑ στον ΟΗΕ. Η Ουάσιγκτον μίλησε για «παρεξήγηση», αποδίδωντας την στην «πρόσωρινή σύγχυση» της Νίκι Χέιλι! Μόλις τον περασμένο Ιούνιο ο Ντόναλντ Τραμπ ζήτησε την επανένταξη της Ρωσίας στο G7, αιφνιδιάζοντας τους ηγέτες των υπόλοιπων κρατών.
Αναστροφή δόγματος Νίξον-Κίσινγκερ
Ο Αμερικανός πρόεδρος μοιάζει να μην έχει αποσαφηνίσει την τελική του στάση έναντι της Ρωσίας. Σημαντικό ρόλο στην επαμφοτερίζουσα στάση του, διαδραματίζει η έρευνα του FBI για το περίφημο «Russiagate». Ο Ντόναλντ Τραμπ γνωρίζει πως δεν μπορεί να εμφανιστεί υποχωρητικός στις διαθέσεις της Μόσχας, όταν οι ομοσπονδιακές αρχές ερευνούν τις επαφές του προεκλογικού του επιτελείου με Ρώσους αξιωματούχους. Εάν δεν κάνει προσεκτικές κινήσεις θα έχει το τέλος του Ρίτσαρντ Νίξον.
Είναι ο λόγος που επέλεξε τον Ρεξ Τίλερσον στο υπουργείο Εξωτερικών και τον Τζέιμς Μάτις στο υπουργείο Αμυνας. Ο διευθύνων σύμβουλος της Exxon Mobil και ένας παρασημοφορημένος στρατηγός των πεζοναυτών ήταν οι ιδανικές επιλογές για να κατευναστούν οι φόβοι του «στρατοεπιχειρηματικού συμπλέγματος». Όμως η αποπομπή του Ρεξ Τίλερσον από το State Department αποτέλεσε το τέλος της ιδιότυπης εκεχειρίας του μεγιστάνα με το κατεστημένο των ΗΠΑ.
Από τότε ο Αμερικανός πρόεδρος έχει στην κυριολεξία «απασφαλίσει». Προχωρεί σε μία σειρά από τα σκληρά αντιμεταναστευτικά μέτρα, παρά τις αντιδράσεις ακόμα και στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Αποχώρησε μονομερώς από την συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις του Λονδίνου και του Παρισιού. Μένει πιστός στις προεκλογικές του υποσχέσεις, ακόμα και στις πιο αμφιλεγόμενες. Με πιο χαρακτηριστική όλων, την έναρξη του οικονομικού πολέμου με την Κίνα.
Προεκλογικά ο Τραμπ είχε αποπειραθεί να αντιστρέψει την πολιτική του Ρίτσαρν Νίξον και του Χένρι Κίσινγκερ. Τότε η Ουάσιγκτον επέλεξε να συμμαχήσει με την κομμουνιστική Κίνα έναντι της ΕΣΣΔ. Η στρατηγική αυτή δικαιώθηκε, οι ΗΠΑ κέρδισαν τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Τραμπ αποπειράθηκε να προσεγγίσει την Μόσχα, προκειμένου να στραφεί έναντι του Πεκίνου, του μεγαλύτερου ανταγωνιστή της Ουάσιγκτον.
Το FBI καραδοκεί
Είδαμε πως το σχέδιο του δεν ευδοκίμησε. Είναι όμως φανερό πως ο Αμερικανός πρόεδρος προσπαθεί να χτίσει γέφυρες με τον Ρώσο ομόλογο του και να εστιάσει στην αντιμετώπιση της Κίνας. Το έχει καταλάβει ο Βλαντιμίρ Πούτιν, για αυτό και διαχωρίζει τον Τραμπ από την υπόλοιπη αμερικανική κυβέρνηση. Πηγές του Κρεμλίνου δήλωσαν ότι βλέπουν τον Τραμπ ως «εταίρο», όχι ως «ανταγωνιστή». Προφανώς ο Πούτιν δεν πιστεύει πως οι ΗΠΑ θα αποχωρήσουν τον ΝΑΤΟ, όπως απείλησε πρόσφατα ο Αμερικανός πρόεδρος.
Όμως βλέπει πως για πρώτη φορά δεν απασχόλησε εκτενώς την Ατλαντική Συμμαχία η ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία, αλλά η αντιπαράθεση Ουάσιγκτον-Βερολίνου. Όταν ο Τραμπ χαρακτηρίζει τη Γερμανία «όμηρο της Ρωσίας», το κάνει διότι δεν ανέχεται τον οικονομικό ανταγωνισμό από το Βερολίνο. Υπενθυμίζει πως ο ιδρυτικός σκοπός της Συμμαχίας δεν είναι μόνο να κρατά τους «Ρώσους έξω» από την Ευρώπη, αλλά και «τους Γερμανούς κάτω».
Πρέπει να σημειώσουμε πως Ρωσία έχει πολύ καλές σχέσεις με δύο σημαντικούς συμμάχους των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή, το Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία. Η κυβέρνηση Νετανιάχου διαπραγματεύεται με τους Ρώσους την απομάκρυνση των Ιρανών από την Συρία. Μόσχα και Ριάντ συμφώνησαν από κοινού για την πτώση των τιμών του πετρελαίου στον ΟΠΕΚ. Όλα αυτά παρά την συμμαχία των Ρώσων με το σιιτικό Ιράν, τον μεγάλο εχθρό του Ριάντ και του Τελ Αβίβ.
Αυτή μοιάζει να επιδιώκει τελικά ο Τραμπ. Μία συνεργασία με την Μόσχα, παρά τις επιμέρους τους διαφορές. Η τελική του στάση δεν θα επηρεαστεί από τις προβοκατόρικες δραστηριότητες ορισμένων Ρώσων πρακτόρων που αποκαλύφθηκαν στην Ελλάδα. Σίγουρα όμως θα παίξει ρόλο η διευρεύνηση του «Russiagate».
Το FBI προχώρησε σε ποινικές διώξεις εναντίον Ρώσων αξιωματούχων, λίγες ώρες πριν την συνάντηση Πούτιν-Τραμπ. Ουσιαστικά είναι μία προειδοποίηση του αμερικανικού κατεστημένου προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Από τα αποτελέσματα της συνάντησης θα κρίνουμε εάν ο Ντόναλντ Τραμπ την υπολογίζει, η αν έχει αποφασίσει να «απασφαλίσει» ακόμα μία φορά.
*Ο Γιώργος Λυκοκάπης είναι πολιτικός επιστήμονας. Τα ενδιαφέροντά του επικεντρώνονται στην ιστορία, την πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις.