FT: «Πρόδωσε» ο Τραμπ τις Ηνωμένες Πολιτείες;
Η πολιτική επιβίωση του, η ματαιοδοξία και το κομματικό συμφέρον μπήκαν πάνω από την αξιοπρέπεια των ΗΠΑ. Τα ερωτήματα για το μέλλον της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και η ψυχή των Ρεπουμπλικανών που… λείπει.
Η συνέντευξη Τύπου του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν αυτή την εβδομάδα είναι πιθανό να αποτελέσει μία από τις στιγμές της προεδρίας του, που θα φέρει την υπογραφή του.
Σε μία σοκαριστική εμφάνιση, ο Αμερικανός Πρόεδρος αρνήθηκε να υποστηρίξει την ετυμηγορία των δικών του υπηρεσιών πληροφοριών, ότι η Ρωσία είχε σκόπιμα εμπλακεί στις προεδρικές εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ.
Αντ’ αυτού, εξέφρασε την ίδια πίστη στην «εξαιρετικά ισχυρή και δυνατή» άρνηση μίας τέτοιας εμπλοκής που εκφράστηκε από τον Πρόεδρο Πούτιν. Ο κ. Τραμπ συνέχισε με ένα περίπλοκο και εγωιστικό θυμωμένο λόγο κατά των εγχώριων επικριτών του – κατονομάζοντας όλους τους συνήθεις εχθρούς του, από τη Χίλαρι Κλίντον μέχρι το FBI.
Αυτού του είδους η εμφάνιση του κ. Τραμπ είναι ντροπή, όταν συμβαίνει στην πατρίδα του. Πηγαίνοντας στη Σύνοδο για να συναντήσει τον Ρώσο Πρόεδρο, σε ξένο έδαφος, μετράει σαν προδοσία του αμερικανικού εθνικού συμφέροντος.
Ο κ. Τραμπ έχει υπονομεύσει την πατρίδα του και τη θέση του με μία σειρά σημαντικών τρόπων. Η παράσταση του στο Ελσίνκι έκανε σαφές ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος βάζει τη δική του πολιτική επιβίωση και την προσωπική του ματαιοδοξία πάνω από την πίστη του στον κανόνα του δικαίου. Μόλις πριν από λίγες ημέρες, ο Rod Rosenstein, ο αμερικανός αναπληρωτής γενικός εισαγγελέας, είχε κατηγορήσει 12 Ρώσους πράκτορες για εμπλοκή στις εκλογές του 2016 και είχε σωστά υπογραμμίσει ότι οι κατηγορίες δεν πρέπει να γίνουν κομματικό ζήτημα.
Ωστόσο, αυτό το επιχείρημα κριτικής σημασίας δεν έχει καμία τύχη με τον κ. Τραμπ. Όλα – συμπεριλαμβανομένων της αλήθειας, του κανόνα δικαίου και της αξιοπρέπειας των ΗΠΑ – είναι υποδεέστερα από τα δικά του κομματικά συμφέροντα.
Τα ασυνάρτητα και εγωιστικά σχόλια του Προέδρου υπογράμμισαν επίσης τα ερωτήματα σχετικά με την πνευματική του ικανότητα για τη θέση που έχει. Η αντίθεση με την ελεγχόμενη, άμεμπτη (και βαθιά κυνική) εμφάνιση του κ. Πούτιν ήταν αρκετά οδυνηρή.
Η Σύνοδος Τραμπ-Πούτιν προκάλεσε ανησυχητικά ερωτήματα για το μέλλον της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο κ. Τραμπ έφτασε στο Ελσίνκι, ύστερα από επιθετικές συνεδριάσεις πολλών εμποδίων, με τους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ και τη βρετανική κυβέρνηση. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Ευρώπη, είχε περιγράψει την ΕΕ ως έναν «εχθρό» στο εμπόριο. Αλλά ο κ. Τραμπ δεν συνέχισε με τον ίδιο χαρακτηρισμό όσον αφορά τη Ρωσίακ, περιγράφοντας επιδοκιμαστικά τον κ. Πούτιν «καλό ανταγωνιστή».
Αυτό που δεν είπε ο κ. Τραμπ στο προσκήνιο ήταν το ίδιο προβληματικό, όσο και οι πραγματικές του δηλώσεις. Σε κανένα σημείο ο Πρόεδρος δεν ανέφερε το θέμα της ένοπλης παρέμβασης της Ρωσίας στην Ουκρανία· ούτε ανέφερε την υπόθεση δηλητηρίασης με Νοβιτσόκ στο Ηνωμένο Βασίλειο· ούτε έκανε λόγο για την τέταρτη επέτειο της κατάρριψης της πτήσης ΜΗ17 από ρωσικό πύραυλο, που οδήγησε να χαθούν 298 ζωές.
Είναι αληθές ότι ο κ. Τραμπ δεν αποδέχθηκε ρητά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία – όπως κάποιοι φοβόντουσαν ότι θα μπορούσε. Αλλά οι δύο Πρόεδροι είχαν επίσης μία ιδιωτική συνάντηση μεγάλης διάρκειας. Οι λεπτομέρειες του τι ειπώθηκε εκεί δεν έχουν ακόμη παρουσιαστεί.
Η κυβέρνηση Τραμπ προκαλεί φυσικά διαμάχες και αγανάκτηση. Οπότε, δεν μπορεί να υπάρξει βεβαιότητα ότι το δικαιολογημένο σοκ από τη συμπεριφορά του Προέδρου Τραμπ στο Ελσίνκι θα έχει διάρκεια – ή αν θα ξεθωριάσει, όπως και οποιοδήποτε άλλο επεισόδιο μίας τηλεοπτικής ριάλιτι εκπομπής.
Οι ανώτεροι Ρεπουμπλικανοί πρέπει σήμερα να βγουν από τη σκιά του κ. Τραμπ – και να θυμηθούν τον αξιέπαινο ρόλο του κόμματος τους στην εκπόνηση της δικομματικής εξωτερικής πολιτικής που είχε, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Το κόμμα του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και του Ρόναλντ Ρήγκαν πρέπει να αντικρούσει τη συμπεριφορά του Προέδρου Τραμπ στο Ελσίνκι. Πρέπει να ανακαλύψει ξανά την ψυχή του, πριν να είναι πολύ αργά.