Η σύγκρουση με τη Ρωσία και ο εσωτερικός εχθρός
Γράφει ο Κώστας Γρίβας
Σε προηγούμενο άρθρο χαρακτηρίσαμε την κρίση στις ελληνορωσικές σχέσεις ως αποτέλεσμα μιας οργανικής αδυναμίας των ελληνικών ελίτ να λειτουργήσουν μέσα στην ασάφεια και πολυπλοκότητα του σημερινού διεθνούς συστήματος. Καταφεύγοντας έτσι σε έναν απλοϊκό, φαντασιακό, διπολικό κόσμο, μέσα στον οποίον επιλέγουν την απόλυτη ταύτιση με τη Δύση και την άρνηση σχέσεων με τη Ρωσία.
Από την άλλη, θα ήταν ίσως μεγάλο λάθος να θεωρήσουμε ότι η επίθεση ενάντια στη Ρωσία στερείται λογικής. Όμως, οι στοχεύσεις της επίθεσης αυτής δεν υπάγονται τόσο στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, αλλά στην εσωτερική και συγκεκριμένα επιδιώκουν να αδρανοποιήσουν τον «εσωτερικό εχθρό» που αντιτίθεται στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Αναλυτικότερα, η Ρωσία κατηγορείται για «αθέμιτες παρεμβάσεις» στο εσωτερικό της Ελλάδας, οι οποίες είναι ότι υποδαυλίζει, προωθεί και ενορχηστρώνει τις αντιδράσεις κατά της συμφωνίας των Πρεσπών και της αναγνώρισης των Σκοπίων ως Βόρειο Μακεδονία, που ανοίγει και τον δρόμο για την ένταξη τους στο ΝΑΤΟ.
Με την επίθεση, λοιπόν, στη Ρωσία, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να επιβάλλει την αντίληψη ότι οι αντιδράσεις στη συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι γνήσιες και αυθόρμητες, αλλά αποτελούν προϊόν ρωσικής παρέμβασης και συνακόλουθα χαρακτηρίζει εμμέσως όποιον εκφράζει αντιρρήσεις σε αυτήν τη συμφωνία ως δυνάμει «πράκτορα των Ρώσων». Με άλλα λόγια, αποσκοπεί στη χειραγώγηση της ελληνικής κοινής γνώμης.
Το τραγικό δε της υπόθεσης είναι ότι η στρατηγική αυτή ομοιάζει ανατριχιαστικά με παρόμοιες μεθοδεύσεις των μεταεμφυλιοπολεμικών κυβερνήσεων της Δεξιάς στην Ελλάδα και της Χούντας που χαρακτήριζαν αυτομάτως ως «κομμουνιστή» ή «συνοδοιπόρο» και «πράκτορα της Μόσχας», όποιον εξέφραζε κριτική για την πολιτική των ΗΠΑ…
Ακόμη πιο τραγικό θα ήταν το γεγονός, κάποιοι κύκλοι της κυβέρνησης να πιστεύουν πράγματι ότι οι λαϊκές αντιδράσεις ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι αυθεντικές, αλλά προϊόν δράσης ξένων πρακτόρων. Αυτό θα τους τοποθετούσε σε έναν νοητικό θύλακα «προστατευτικής παράνοιας» από τον πραγματικό κόσμο, ο οποίος θα τους επέτρεπε να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις που δέχονται από την κοινή γνώμη και να προχωρήσουν στην υλοποίηση της συμφωνίας. Και δυστυχώς δεν είμαστε σίγουροι ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Φυσικά, αυτή η πολιτική της σύζευξης της «ρωσικής παρέμβασης» με τις αντιδράσεις στη Συμφωνία των Πρεσπών αποσκοπεί και στο να καθησυχάσει τον δυτικό παράγοντα, αλλά και να διαφημίσει την απόλυτη ταύτισή του με αυτόν.
Επίθεση στην Ορθοδοξία;
Τέλος, η κρίση στις ελληνορωσικές σχέσεις ενδέχεται να έχει μια ακόμη συνέπεια σε βάθος χρόνου, ιδιαίτερα σημαντική: τη δαιμονοποίηση της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, οι κατηγορίες περί «αθέμιτης παρέμβασης» που έχουν αποδοθεί στη Ρωσία περιλαμβάνουν πολλαπλές καταγγελίες για αξιοποίηση της κοινής χριστιανικής πίστης και παράδοσης των δύο χωρών από πλευράς της Μόσχας, υπέρ της ενίσχυσης των δυνατοτήτων επιρροής της στην Ελλάδα. Εδώ λοιπόν προκύπτουν δύο δυνητικές συνέπειες.
Η πρώτη είναι ότι η διατήρηση και ενίσχυση των ελληνορωσικών δεσμών και σχέσεων δια της κοινής θρησκευτικής και πολιτισμικής κληρονομιάς βαφτίζεται αυθαιρέτως σε αθέμιτη παρέμβαση της Ρωσίας στα ελληνικά πράγματα. Προκύπτει, λοιπόν, το αβίαστο συμπέρασμα ότι, από πλευράς των ελληνικών πολιτικών ελίτ, η μόνη αποδεκτή σχέση μεταξύ των δύο χωρών είναι η απροκάλυπτη εχθρότητα και οι πάσης φύσεως δεσμοί πρέπει να κοπούν.
Η δεύτερη και σημαντικότερη συνέπεια είναι ότι, από τη στιγμή που η Ρωσία φέρεται να χρησιμοποιούσε την κοινή θρησκευτική κληρονομιά για την άσκηση επιρροής στο εσωτερικό της Ελλάδας, η ορθόδοξη πίστη και η Εκκλησία, εμμέσως πλην σαφώς, αντιμετωπίζονται ως εργαλείο άσκησης αυτής της επιρροής και συνακόλουθα αναγορεύονται ως κάτι το εν δυνάμει εχθρικό, ή έστω «ύποπτο» για το ελλαδικό κράτος.
Έτσι λοιπόν, τα πιο φονταμενταλιστικά κομμάτια του κυβερνώντος κόμματος εν Ελλάδι, που πάντοτε δυσανασχετούσαν με τον «υπερβάλλοντα» ρόλο που έπαιζε η Ορθοδοξία στην ελληνική κοινωνία, κερδίζουν ένα σημαντικό ατού στην αέναη προσπάθειά τους να περιορίσουν αυτόν τον ρόλο. Πουλώντας ταυτοχρόνως εκδούλευση στον δυτικό παράγοντα, τοποθετούν την Ορθοδοξία στο περιθώριο, ακρωτηριάζοντας ένα κομμάτι της ελληνικής πολιτισμικής υπόστασης.
Αυτό είναι φυσιολογικό για κάποιους κύκλους του κυβερνώντος κόμματος, που ποτέ άλλωστε δεν έκρυψαν τις απόψεις τους για αυτά τα θέματα. Προκαλεί ερωτηματικά, όμως, το άτυπο σιγοντάρισμα, δια της αφωνίας, που παρέχεται από τη μείζονα, αλλά και το μεγαλύτερο κομμάτι της ελάσσονος αντιπολίτευσης, στην κυβέρνηση στη σύγκρουσή της με τη Ρωσία. Προφανώς το κάνουν για να μην κακοκαρδίσουν τον δυτικό παράγοντα, τη στιγμή που η σύγκρουση αυτή θα έχει και αναπόφευκτες συνέπειες στη θέση και τη λειτουργία της Ορθοδοξίας στην ελληνική κοινωνία και την ευρύτερη γεωπολιτική ταυτότητα της χώρας.
*Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.