Τι συμβαίνει πραγματικά στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Ρωσία
H προσπάθεια αποκλιμάκωσης της έντασης στις ελληνορωσικές σχέσεις είναι εμφανής από χθες το μεσημέρι. Η κλήση του έλληνα πρέσβη στο ρωσικό ΥΠΕΞ για φιλική κουβέντα (σύμφωνα με ελληνικές πηγές) ή για αυστηρές συστάσεις (σύμφωνα με τους Ρώσους) ήταν το τελευταίο κομμάτι στο «κουβάρι» των εξελίξεων. Προς το παρόν δεν ανακοινώθηκαν απελάσεις Ελλήνων διπλωματών, κάτι που εκλαμβάνεται ως μια προσπάθεια να πέσουν γενικά οι τόνοι.
Αλλωστε, καμία πλευρά, κυρίως δε την Ελλάδα. δεν την συμφέρει η οριστική ρύξη με τους Ρώσους. Ούτε βεβαίως μπορεί να ανέχεται η ελληνική πλευρά τις ωμές παρεμβάσεις της Μόσχας στα εσωτερικά θέματα.
Όταν στις 13 Ιουνίου ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς συναντούσε τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ, τίποτα δεν προμήνυε ότι οι ελληνορωσικές σχέσεις επρόκειτο σε λίγες εβδομάδες να εισέλθουν σε μια από τις χειρότερες φάσεις τους μετά από αρκετές δεκαετίες.
«Επιβεβαιώσαμε την πρόσκληση στον ομόλογό μου να έρθει στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο για να προετοιμάσουμε το ταξίδι του Πρωθυπουργού της Ελλάδας εδώ στην Μόσχα. Συζητήσαμε για την περαιτέρω ανάπτυξη των διμερών μας σχέσεων, σε ζητήματα οικονομίας, πολιτισμού, σε μορφωτικά και άλλα θέματα. […]
Συζητήσαμε για τα προβλήματα της περιοχής μας, δηλαδή τα προβλήματα στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, στην Μέση Ανατολή, στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Βόρεια Αφρική. Αυτό που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα είναι οι σχέσεις Ρωσίας – Ε.Ε. και Ρωσίας – ΝΑΤΟ. Κάναμε σκέψεις και πρέπει να κάνουμε ακόμη περισσότερες για το πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε τα υφιστάμενα προβλήματα, να ξεπεράσουμε στερεότυπα και προκαταλήψεις που υπάρχουν σε σειρά περιφερειακών και διεθνών οργανισμών.»
Παραδοσιακός σύμμαχος
Φαινομενικά, η δήλωση αυτή παρέπεμπε στην πάγια επωδό των τελευταίων ετών περί των παραδοσιακά καλών σχέσεων Ελλάδας και Ρωσίας. Άλλωστε, πολύ πρόσφατα , το 2016 είχαμε το ειδικό αφιερωματικό έτος Ελλάδας – Ρωσίας. Επιπλέον, η Ελλάδα είχε αποφύγει να προχωρήσει σε απελάσεις Ρώσων διπλωμάτων όταν ξέσπασε η υπόθεση Σκριπάλ, διαφοροποιούμενη σε αυτό από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αν και είχε προσυπογράψει τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 22-23/03/2018 όπου οι ηγέτες της ΕΕ καταδίκασαν την επίθεση και δήλωσαν ότι συμφωνούν με την «με την εκτίμηση της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου ότι είναι πολύ πιθανό για την επίθεση να ευθύνεται η Ρωσική Ομοσπονδία και ότι δεν υπάρχει πειστική εναλλακτική εξήγηση.».
Όμως, η εκκίνηση στις αρχές του 2018 της διαπραγμάτευσης που οδήγησε στη συμφωνία των Πρεσπών, διαμόρφωσε ένα κλίμα ανησυχίας στη Μόσχα, που θεωρούσε ότι με αυτό τον τρόπο θα ολοκληρωνόταν μια προσπάθεια διαμόρφωσης ενός αντιρωσικού μετώπου στα Βαλκάνια.
Το πώς αντιμετωπίζει η ρωσική διπλωματία αυτά τα ζητήματα είχε φανεί και από την αντίδρασή της στην είσοδο του Μαυροβουνίου στο ΝΑΤΟ. Τότε ο Σεργκέι Λαβρώφ με δηλώσεις του στις 6 Ιουνίου 2017 είχε επιμείνει ότι η κίνηση αυτή είχε να κάνει με την προσπάθεια να ξεδιπλωθεί μια αντιρωσική εκστρατεία στην περιοχή.
Είχε υποστηρίξει ότι η Σερβία και η πΓΔΜ είχαν αρνηθεί να ενταχθούν και αυτό εξηγεί το θυμό των ηγετών του ΝΑΤΟ εναντίον τους. Αντίθετα, «στο Μαυροβούνιο αυτές οι απαιτήσεις έπεσαν σε γόνιμο έδαφος». Για τον Λαβρώφ ήταν «ένα καθαρά γεωπολιτικό σχέδιο που δεν έχει τίποτα να κάνει με την ενίσχυση της ασφάλειας του ΝΑΤΟ. Προκαλεί επιπλέον δαπάνη από τα μέλη της συμμαχίας, γιατί θα πρέπει να ενσωματώσουν την επικράτεια του Μαυροβουνίου με στρατιωτικούς και τεχνικούς όρους. Ούτε θα ενισχύσει την ασφάλεια του Μαυροβουνίου, επειδή κανένας δεν απείλησε το Μαυροβούνιο ή μπορεί να το απειλήσει».
Για Σκόπια
Αντίστοιχα, όταν άνοιξαν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και πΓΔΜ, ο Λαβρώφ έκανε μια προσεκτική δήλωση στις 15 Ιανουαρίου, που όμως έκανε έστω και εμμέσως σαφή τη Ρωσική δυσαρέσκεια για τυχόν διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Δεν εξέθεσε κάποια αντίρρηση για το «ονοματολογικό», εφόσον υπογράμμισε ότι «σε όποια ονομασία και αν καταλήξουν η Ελλάδα και τα Σκόπια για την ΠΓΔΜ, εάν αυτή αποφασισθεί επίσημα και επικυρωθεί στο σύνταγμα των Σκοπίων, ασφαλώς και όλοι θα την αναγνωρίσουν». Όμως, έσπευσε να συμπληρώσει ότι «Σε ό,τι αφορά την αναβίωση των διαπραγματεύσεων ή την αναβίωση των προσπαθειών για την επίλυση του προβλήματος σχετικά με την ονομασία της “Μακεδονίας” (προσπαθειών οι οποίες επί μακρόν βρίσκονταν σε μια ημι-υπνώττουσα κατάσταση), αυτές ενεργοποιήθηκαν όταν οι ΗΠΑ αποφάσισαν ότι η “Μακεδονία” πρέπει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ».
Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι λίγο-πολύ γνωστά. Οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν με τη Συμφωνία των Πρεσπών, εν μέσω αρκετών αντιδράσεων στην Ελλάδα και – σε επίπεδο δημοσκοπήσεων τουλάχιστον – αρνητικής γνώμης του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής κοινωνίας.
Με αυτό τον τρόπο άνοιξε ο δρόμος ώστε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στις 11-12 Ιουλίου να εκκινήσουν ουσιαστικά οι διαδικασίες πρόσκλησης της πΓΔΜ στη συμμαχία, με την ένταξη να έχει ως προϋπόθεση την πλήρη εφαρμογή και κύρωση της συμφωνίας και από τις δύο χώρες.
Μάλιστα, εντός της Συνόδου και με βάση την ενημέρωση από την ελληνική πλευρά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μίλησε για «αξιόπιστη και αποφασιστική πολιτική αποτροπής και άμυνας σε σχέση με τη Ρωσία», υιοθετώντας μια ρητορική την οποία μέχρι τώρα η ελληνική πλευρά περιοριζόταν να συνυπογράφει στα συμπεράσματα αλλά όχι και να εκφέρει δημόσια.
Λίγο αργότερα, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών «διέρρευσε» αρχικά και αργότερα επιβεβαίωσε την απέλαση τεσσάρων Ρώσων διπλωματών, κατηγορώντας τους ότι προσπάθησαν να παρέμβουν στα ελληνικά εσωτερικά πράγματα, μέχρι του σημείου του χρηματισμού ελλήνων κρατικών λειτουργών, κάνοντας σαφές ότι υπάρχουν στοιχεία ότι κυρίως προσπάθησαν να διαμορφώσουν ένα κλίμα κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών. Επιπλέον, πηγές του ΥΠΕΞ ανέφεραν ότι είχαν υπάρξει από τη μεριά του ίδιου του Σεργκέι Λαβρώφ απειλές προς τον έλληνα ΥΠΕΞ, Νίκο Κοτζιά, ότι η Ρωσία θα μπλοκάρει τη συμφωνία στο επίπεδο του Συμβουλίου Ασφαλείας (αν και ως διακρατική συμφωνία δεν ανήκει στην αρμοδιότητά του).
Παράλληλα, επίσημες και ανεπίσημες κυβερνητικές πηγές προσπάθησαν να αποδώσουν εν μέρει τουλάχιστον τις κινητοποιήσεις κατά της συμφωνίας των Πρεσπών στον «ρωσικό δάκτυλο».
Την ίδια στιγμή o πρωθυπουργός της πΓΔΜ Ζόραν Ζάεφ υποστήριξε η κυβέρνησή του είχε πληροφορίες ότι έλληνες επιχειρηματίες που βλέπουν θετικά την ρωσική πολιτική έδωσαν χρήματα σε πολίτες της πΓΔΜ για να οργανωθούν διαμαρτυρίες και πράξεις βίας ενόψει του δημοψηφίσματος για τη συμφωνία. Ωστόσο, λίγες μέρες μετά δήλωσε ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία.
Παραλογισμός
Η απάντηση της Ρωσικής πλευράς ήρθε μέσω της εβδομαδιαίας ενημέρωσης της εκπροσώπου του ρωσικού ΥΠΕΞ Μ. Ζαχάροβα, η οποία αφού χαρακτήρισε ως «απόλυτο παραλογισμό και ανοησία» τα περί απειλών σε Λαβρόφ και Κοτζιά, απέδωσε εμμέσως στις ΗΠΑ την προσπάθεια να υπάρξει όξυνση στις σχέσεις Ελλάδας και Ρωσίας, διέψευσε τα όσα είχε υποστηρίξει ο Ζόραν Ζάεφ περί «ρωσικής ανάμειξης» στην πΓΔΜ, αρνήθηκε ότι υπάρχει θέμα «ταξιδιωτικής οδηγίας» στους Ρώσους τουρίστες στην Ελλάδα αν και προσέθεσε ότι οι «κάτοικοι της Ρωσίας μόνοι τους θα αποφασίσουν πού να περάσουν την άδεια τους, πού να πάνε και τι να κάνουν. Πρέπει φυσικά να έχουμε πλήρη συναίσθηση ότι όταν εμφανίζονται αρνητικά δημοσιεύματα, όταν ηχούν προσβλητικές δηλώσεις από πλευράς πολιτικών παραγόντων ορισμένης χώρας, ουδεμία πρόσθετη συμπάθεια στους Ρώσους δεν προκαλείται».
Σε αυτό το πλαίσιο, η ρωσική πλευρά για πρώτη φορά τοποθετήθηκε με σαφώς αρνητικό τρόπο απέναντι στη συμφωνία των Πρεσπών: «Η Ρωσική Ομοσπονδία πάντοτε τασσόταν υπέρ της επίτευξης από Σκόπια και Αθήνα μιας αμοιβαία αποδεκτής συμφωνίας για το όνομα του κράτους χωρίς έξωθεν πίεση και επιβολή τεχνητών προθεσμιών, η οποία θα ανταποκρινόταν πραγματικά στη βούληση των λαών και των δύο κρατών, θα βασιζόταν σε ευρεία κοινωνική συναίνεση και αδιαμφισβήτητη συνταγματική-νομική βάση. Αυτό δεν συνέβη. Η συμφωνία των Πρεσπών οδήγησε σε βαθύ διχασμό της κοινωνίας στην Ελλάδα και την πΓΔΜ. Είναι προφανές ότι απέχει πολύ από τα αναντικατάστατα συμφέροντα της εδραίωσης της ειρήνης και της ασφάλειας στα Βαλκάνια, λειτουργεί αποκλειστικά ως εργαλείο βεβιασμένης πρόσδεσης της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ».
Παράλληλα, έκανε σαφές ότι θα υπάρξουν και διπλωματικά αντίμετρα: «Δυστυχώς μιλάμε για πολιτική, παρόμοια πράγματα δεν μένουν χωρίς συνέπειες, δεν εξαφανίζονται χωρίς ίχνη, δυστυχώς φυσικά όλα αυτά αμαυρώνουν τις διμερείς σχέσεις, χωρίς να συνεισφέρουν ουδεμία θετική αφετηρία».
Η ελληνική απάντηση ήρθε με τη μορφή ιδιαίτερα οξείας δήλωσης του ελληνικού ΥΠΕΞ που χαρακτήρισε τις δηλώσεις της εκπροσώπου του ρωσικού ΥΠΕΞ «χαρακτηριστικό δείγμα ασέβειας προς τρίτη χώρα», υποστήριξε ότι οι δηλώσεις αυτές δείχνουν ότι η ρωσική πλευρά «υιοθετεί και δείχνει ως να θέλει να νομιμοποιήσει τις παράνομες αυτές ενέργειες», και επέμεινε ότι «Η συνεχής ασέβεια προς την Ελλάδα πρέπει να σταματήσει. Ουδείς δικαιούται ή δύναται να παρεμβαίνει στις εσωτερικές της υποθέσεις.»
Η ρωσική ανταπάντηση ήρθε με την ανακοίνωση από τον Ρώσο πρέσβη στην Αθήνα της ματαίωσης της επίσκεψης Λαβρώφ στην Αθήνα το φθινόπωρο: «Νομίζω ότι στην τωρινή κατάσταση χάνει την επικαιρότητά της, τουλάχιστον στις προθεσμίες εκείνες για τις οποίες μιλούσαμε, δηλαδή για τον Σεπτέμβριο», δήλωσε ο κ. Μάσλοφ. Αναφορικά με τα προαναγγελθέντα από το ρωσικό ΥΠΕΞ αντίμετρα, ο Ρώσος πρέσβης δεν μπήκε σε λεπτομέρειες: «Έχουμε ήδη ανακοινώσει ότι θα υπάρξουν αντίποινα, δεν γνωρίζω πότε, σε ποιον και σε ποιες διαστάσεις, αλλά φυσικά, σύμφωνα με την υπάρχουσα πρακτική, θα υπάρξουν απαντητικά μέτρα», είπε χαρακτηριστικά.
Η ματαίωση της επίσκεψης Λαβρώφ, η οποία αποτελούσε τμήμα της προετοιμασίας της επίσκεψης του Αλέξη Τσίπρα στη Μόσχα, αρχικά αντιμετωπίστηκε με μια ακόμη ανακοίνωση του ελληνικού ΥΠΕΞ ότι είναι «καλοδεχούμενος στην Αθήνα», αλλά σύντομα φαίνεται ότι στην Αθήνα εκτιμήθηκε ότι η κατάσταση έτεινε προς την ανεξέλεγκτη κλιμάκωση.
Σε αυτό το φόντο υπήρξε η χτεσινοβραδινή έκτακτη συνάντηση Τσίπρα και Κοτζιά, όπου σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις εξετάστηκαν τρόποι ώστε να πέσουν οι τόνοι και να αποφευχθεί να δοθεί η αίσθηση μιας συνεχιζόμενης κλιμάκωσης της έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες.
Ποια η πραγματική κατάσταση των ελληνορωσικών σχέσεων;
Παρότι ως προς τις ελληνορωσικές σχέσεις συχνά οι προβολές και οι προσδοκίες είναι μεγαλύτερες της πραγματικότητας, δεν παύουν οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες να είναι σημαντικές.
Καταρχάς υπάρχουν αρκετά σημαντικές οικονομικές σχέσεις, παρότι έχουν επιδεινωθεί σημαντικά μετά την επιβολή στη Ρωσία (και από τη Ρωσία στις χώρες της ΕΕ), για αυτό και όλοι οι δείκτες υπολείπονται του 2013 που ήταν η τελευταία χρονιά πριν τις κυρώσεις. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα έδειχναν να μπαίνουν σε τροχιά ανάπτυξης.
Σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το 2017, η αξία των ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρωσία αυξήθηκε κατά 8,8% σε σύγκριση με το 2016, ανερχόμενη στα 234 εκ. Ευρώ. Έναντι του 2013 (έτος προ των κυρώσεων) οι ελληνικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 42,2%. Επί συνόλου ελληνικών εξαγωγών, το ποσοστό που κατευθύνεται προς την Ρωσία αντιστοιχεί σε 0,81%. To 2017 η αξία των εισαγωγών από τη Ρωσία αυξήθηκε κατά 21,4%, ανερχόμενη στα 3,42 δισ. Ευρώ. Έναντι του 2013 η αξία των εισαγωγών από Ρωσία μειώθηκε κατά 48,3%. Επί συνόλου ελληνικών εισαγωγών, το ποσοστό που προέρχεται από Ρωσία αντιστοιχεί στο 6,8%. Ο όγκος εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών το 2017 αυξήθηκε κατά 20,5% έναντι του 2016, διαμορφούμενος στα 3,6 δισ. Ευρώ. Το διμερές ισοζύγιο παρέμεινε ελλειμματικό σε βάρος της χώρας μας και το έλλειμμα διευρύνθηκε στα 3,1 δισ. Ευρώ.
Σημαντική είναι η συνεισφορά των Ρώσων τουριστών στην ελληνική οικονομία, αν και λόγω των κυρώσεων απέχουμε ακόμη από το επίπεδο των 1.352.900 αφίξεων που είχαμε το 2013 (πέρσι ήταν στις 588.700). Πάντως ακόμη κι έτσι αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μέρος του τουρισμού, με αυξητικές τάσεις (παράγοντες του τουρισμού προβλέπουν να φτάσουμε πάλι το ένα εκατομμύριο αφίξεις), ενώ γενικά έχουν πάνω από το μέσο όρο δαπάνη ανά διανυκτέρευση.
Αντίθετα σε υποχώρηση είναι οι ελληνικές επενδύσεις και εξαιτίας των κυρώσεων και επειδή αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν κάποια μεγάλα κοινά πρότζεκτ κύρια στον ενεργειακό τομέα. Για την ακρίβεια, μία από τις κομβικές μεταστροφές της ελληνικές ενεργειακής πολιτικής ήταν η εγκατάλειψη των σχεδίων για κατασκευή σε συνεργασία με τη Ρωσία αγωγού φυσικού αερίου, παρότι ο τότε αρμόδιος υπουργός Παναγιώτης Λαφαζάνης είχε κάνει τις αρχικές συζητήσεις με τη ρωσική πλευρά και είχε συναντήσει θετική ανταπόκριση.
Από την άλλη, παραμένουν σε εξέλιξη διάφορα ρωσικά επενδυτικά πρότζεκτ στην Ελλάδα κύρια στον τομέα του real estate και των ξενοδοχείων και των μεγάλων τουριστικών μονάδων. (Atlantica Hotels and Resorts και Nataly Tours, όμιλος Mouzenidis, MIRUM, Elunda Hills κ.ά).
Ως προς τις πολιτικές σχέσεις παρότι η ελληνική εξωτερική πολιτική μέχρι τώρα είχε αποφύγει τους αντιρωσικούς τόνους, την ίδια στιγμή δεν υπήρχαν και σημαντικά πεδία σύγκλισης, αποτέλεσμα και της συνολικότερης πόλωσης που σφραγίζει εκ νέου το διεθνές σύστημα αλλά και της πρόκρισης από την ελληνική πλευρά μιας πιο φιλοδυτικής και φιλοαμερικανικής πολιτικής όπως και ενός άξονα στρατηγικής συνεργασίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Από την άλλη έχει υποστηριχτεί ότι η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να αξιοποιήσει τη δυνατότητα που έχει, τουλάχιστον συγκυριακά, η Ρωσία να ασκεί μια πίεση στην Τουρκία, δεδομένου ότι εν μέρει η τρέχουσα τουρκική στρατηγική για τη συριακή κρίση (που έγκειται στην αποτροπή της δημιουργίας κουρδικής κρατικής οντότητας) περνάει και μέσα από τη ρωσική παρουσία και διευθέτηση.
Συναντίληψη πάντως εξακολουθεί να υπάρχει στο Κυπριακό, με τη ρωσική διπλωματία να στηρίζει παγίως τις θέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ελληνικής διπλωματίας. Πρόσφατα η Ρωσία είχε εκφράσει την ανησυχία της για τις εξελίξεις γύρω από την κυπριακή ΑΟΖ και εμμέσως πλην σαφώς είχε παρέμβει κατά των τουρκικών επιθετικών κινήσεων. Ωστόσο, αρκετοί υποστηρίζουν ότι αυτό έχει να κάνει και με την επιθυμία της ρωσικής πλευράς να συνεχίσει η Κύπρος να είναι ένας προνομιακός προορισμός για Ρώσους πολίτες που θέλουν να αξιοποιήσουν το προνομιακό φορολογικό πλαίσιό της και το γεγονός ότι είναι χώρα της ΕΕ.
πηγή:in.gr