Κρίση του Σουέζ
Με την ονομασία Κρίση του Σουέζ φέρεται στη σύγχρονη ιστορία, (πολιτική, στρατιωτική και διπλωματίας), η κρίση που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1956 στην Αίγυπτο αμέσως μετά την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ και που συνεχίστηκε το φθινόπωρο του ίδιου έτους με κίνδυνο γενίκευσης πολεμικής σύγκρουσης συνασπισμένων δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ισραήλ κατά της Αιγύπτου.
Τελικά ο κίνδυνος γενίκευσης αποτράπηκε με την παρέμβαση του ΟΗΕ μετά και την παγκόσμια πίεση που ασκήθηκε, λαμβάνοντας έτσι διεθνή διάσταση, όταν και διατάχθηκε η κατάπαυση του πυρός. Παρά ταύτα η κρίση παρατάθηκε μονομερώς από το Ισραήλ μέχρι την άνοιξη του 1957.
Της κρίσης του Σουέζ επακολούθησε η μεγαλύτερη πολιτική ταπείνωση της Μεγάλης Βρετανίας στον 20ό αιώνα, οπότε και παραιτήθηκε ο τότε πρωθυπουργός Άντονυ Ήντεν, ενώ αντίθετα ο πρόεδρος Νάσερ κατέστη μέγα πολιτικό ίνδαλμα όλου του αραβικού κόσμου.
H ιστορία της Διώρυγας
Η διώρυγα του Σουέζ είναι η μεγαλύτερη διώρυγα του κόσμου, συνολικού μήκους 168 χλμ., ενώ προσθέτοντας τα σημεία αγκυροβολίων και το μήκος της ενδιάμεσης λίμνης, το συνολικό της μήκος φθάνει τα 190 χλμ. Έχει μέγιστο πλάτος, σε ορισμένα σημεία, 160-200 μ. και βάθος 11,60 μ. Διατρέχει κατά διεύθυνση Βορρά – Νότο τον ισθμό του Σουέζ, ενώνοντας τη Μεσόγειο θάλασσα με την Ερυθρά θάλασσα. Αρχίζει από το Πορτ Σάιντ, λιμένα εισόδου στη Μεσόγειο και καταλήγει στον λιμένα Σουέζ που βρίσκεται στο μυχό του ομώνυμου κόλπου της Ερυθράς θάλασσας. Η Μεσόγειος και η Ερυθρά θάλασσα δεν παρουσιάζουν μεταξύ τους υψομετρική διαφορά. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της, η διώρυγα είναι πλεύσιμη κατά μία κατεύθυνση.
Η πρωταρχική σκέψη διάνοιξης διώρυγας στη περιοχή ήταν εκείνη που φέρεται να σχεδιάστηκε επί Φαραώ Σέτη Α΄ ή Ραμσή Β΄ (σύμφωνα με κάποιο αρχαίο κείμενο) περί τον 13ο αιώνα π.Χ., που θα ένωνε το δέλτα του ποταμού Νείλου με την Ερυθρά θάλασσα. Έπρεπε όμως να περάσουν 1000 ακόμη χρόνια για να επανέλθει το θέμα περί τον 8ο αιώνα π.Χ., επί του Φαραώ Νεκώς, ο οποίος σκεφτόταν να φτιάξει ένα κανάλι παράλληλα με το Νείλο και να συνδέσει την Ερυθρά Θάλασσα με ένα τμήμα του ποταμού, αλλά και πάλι το ενδιαφέρον αυτό ανακόπηκε, επειδή οι Πέρσες επιτέθηκαν στην Αίγυπτο. Έτσι το έργο σκέφθηκε να το συνεχίσει ο Δαρρείος.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως είχε διασχίσει εκείνο το κανάλι σε διάστημα τεσσάρων ημερών. Το πλάτος του είχε τη δυνατότητα να το διαπλέουν δύο πλοία παράλληλα. Οι Πτολεμαίοι το συντήρησαν και ο Στράβων ανέφερε πως το είδε γεμάτο πλοία. Επί Ρωμαίων ονομάστηκε Διώρυγα του Τραϊανού, ενώ με τις Αραβικές κατακτήσεις Διώρυγα των Χαλιφών ή Διώρυγα του Ηγεμόνος των Πιστών, επί Ομάρ. Άραβες ιστορικοί κατέθεταν ο καθένας τη δική του εκδοχή επί του ποιος την πρωτοάνοιξε: από τους Άραβες το 33 έτος της Εγίρας, δηλαδή το 589 μ.Χ. έλεγε ο Ελ Κέντι, αλλά ο Μακρίσι ισχυριζόταν πως φτιάχτηκε από κάποιον αρχαίο Αιγύπτιο βασιλιά.
Ο Γάλλος βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ’ ενδιαφέρθηκε έντονα για τη διώρυγα. Ο Λάιμπνιτς είχε υποβάλει σχετικό υπόμνημα και ο ηγεμόνας ζήτησε δια του πρέσβεως της χώρας του στην Υψηλή Πύλη να δεχθεί Γάλλοι μηχανικοί να το βελτιώσουν το έργο. Όταν ο Ναπολέων πήγε στην Αίγυπτο αυτό το κανάλι δεν υπήρχε και έδωσε εντολή στους μηχανικούς του να μελετήσουν τη δυνατότητα να δημιουργηθεί μια νέα διώρυγα που θα συνέδεε την Ερυθρά Θάλασσα με τη Μεσόγειο αξιοποιώντας τις λίμνες Αμέρ, Τιμσάχ. Ο αρχιμηχανικός Λεπέρ διαπίστωσε όμως πως υπήρχε υψοσταθμική διαφορά 10 μέτρων μεταξύ των δύο θαλασσών και μόνο αν το κανάλι δεν γινόταν ευθύγραμμο ήταν δυνατή η κατασκευή του,το κόστος του όμως θα αυξανόταν. Επί Λουδοβίκου Φιλίππου η διώρυγα σχεδιάστηκε να έχει μήκος 400 χιλίομετρα, γεγονός απαγορευτικό.
Το 1854 ο Γάλλος διπλωμάτης και μηχανικός Κόμης Φερδινάνδος Λεσσέψ που κέντρισε το ενδιαφέρον του Αντιβασιλέα της Αιγύπτου Σαΐντ Πασά παίρνει την εντολή της κατασκευής (διάνοιξης) και ξεκινάει το έργο. Το 1858 η συσταθείσα κατασκευαστική εταιρεία καταφέρνει την συνυπογραφή συμβολαίου για 99 χρόνια εκμετάλλευσης και στη συνέχεια την παραχώρησή της στην Αίγυπτο. Οι περισσότεροι μέτοχοι της εταιρείας ήταν μικροεπαγγελματίες και το 53% των μετοχών το είχαν Γάλλοι, το 44% Αιγύπτιοι και το 3% απόδιάφορες άλλες χώρες.Στις 21 Μαρτίου 1859 δίνει το πρώτο χτύπημα με τη σκαπάνη του.
Στις 25 Απριλίου του 1869 ολοκληρώνεται η διάνοιξη και στις 17 Νοεμβρίου 1869 δίνεται ελεύθερη στην ναυσιπλοΐα και πραγματοποιούνται τελικά τα επίσημα εγκαίνια. Το συνολικό κόστος της κατασκευής της έφθασε τα τότε 100 εκατομμύρια δολάρια. Συνολικά το 1859 εργάστηκαν 18.000 εργάτες οι οποίοι το 1863 έφτασαν 42.000.Το 1875 οικονομικές δυσχέρειες ανάγκασαν τον νέο αντιβασιλέα Ισμαήλ Πασά να πωλήσει το χαρτοφυλάκιό του, το οποίο αγοράστηκε αμέσως από τη Βρετανική κυβέρνηση.
Στην κατασκευή της διώρυγας συμμετείχαν και Έλληνες Δωδεκανήσιοι από την Κάσο και το Καστελόριζο, κάποιοι από τους οποίους εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή. Στο Πορτ Σάιντ, στο Σουέζ και στην Ισμαηλία (Timsah) άνθησαν σημαντικές κασιώτικες παροικίες, με έντονη οικονομική και πολιτιστική παρουσία στην Αίγυπτο του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Οι Κάσιοι έχουν τραγουδήσει την πληθυσμιακή αφαίμαξη του νησιού τους για την κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ: «Να τον να ζη ο Ντε Λεσέψ, είθε να τον δικάσω που σπίτωσε την έρημο κι ερήμωσε την Κάσο». Επίσης, ο πρώτος πλοηγός που διέπλευσε τη Διώρυγα ήταν Κασιώτης ναυτικός.
Όπως είναι φυσικό η ιστορία της διώρυγας ταυτίσθηκε με εκείνη της Αιγύπτου. Ύστερα από το πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στις 23 Ιουλίου του 1952 και την αποχώρηση του Βασιλέως Φαρούκ από τη χώρα, το Επαναστατικό Συμβούλιο έστρεψε αμέσως τη προσοχή του στη βρετανική κατοχή της διώρυγας. Έτσι άρχισαν να εκδηλώνονται συνεχείς αντιστασιακές ενέργειες με την υποστήριξη της στρατιωτικής κυβέρνησης. Οι ελπίδες των Άγγλων ότι οι Αιγύπτιοι στρατιωτικοί θα έδειχναν περισσότερη κατανόηση της στρατηγικής παρουσίας τους και μάλιστα κατά τη διάρκεια του «ψυχρού πολέμου», τελικά διαψεύστηκαν. Η ίδια η κυβέρνηση του Τσώρτσιλ αναγκάσθηκε να παραδεχτεί ότι η παρουσία 80.000 στρατιωτών σε μια βάση περικυκλωμένη από εχθρικό πληθυσμό δεν μπορεί να παρέχει καμιά στρατιωτική αξία. Το 1956 ο Νάσερ κρατικοποίησε τη διώρυγα θέτοντας τέρμα στη βρετανική κυριαρχία με συνέπεια ένα αγγλογαλλικό εγχείρημα κατά της Αιγύπτου το οποίο απέτυχε μεν, αλλά κράτησε κλειστή τη διώρυγα μέχρι το 1957. Ένας μεγάλος αριθμός πλοηγών και κατωτέρων υπαλλήλων της εταιρείας ήταν Έλληνες με πολύ μεγάλες αποδοχές.
Αργότερα στον Πόλεμο των έξι Ημερών τον Ιούνιο του 1967, κατά τον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο, η διώρυγα έπαθε σοβαρές ζημιές που την κράτησαν κλειστή επί επτά χρόνια μεσολαβούσης και της νεώτερης Ισραηλινο-αιγυπτιακής σύγκρουσης τον Οκτώβριο του 1973. Τελικά μετά και από αφιλοκερδή διάθεση κάποιων βυθοκόρων από τον Ι. Λάτση και άλλους Έλληνες εφοπλιστές η διώρυγα καθαρίστηκε από τα ναυάγια και δόθηκε στην εξυπηρέτηση των θαλασσίων μεταφορών τον Μάιο του 1975.
Τα πλοία που διέρχονται από τη διώρυγα καταβάλλουν στο αιγυπτιακό δημόσιο τέλη διέλευσης (διόδια) κατά κόρο καθαράς χωρητικότητας που υπολογίζεται με βάση τη «χωρητικότητα διώρυγας Σουέζ» (Suez Canal Tonnage) περίπου 23% παραπάνω των βρετανικών υπολογισμών. Επίσης τα πλοία υποβάλλονται σε υποχρεωτική πλοήγηση από την είσοδο μέχρι την έξοδό τους. Τα πλοία που διέρχονται σήμερα τη διώρυγα είναι μέχρι 150.000 dwt φορτωμένα, αλλά και μεγαλύτερα εφόσον είναι κενά φορτίου, με επιτρεπτό έτσι βύθισμα. Ευνόητο είναι ότι τα δεξαμενόπλοια άνω των 150.000 dwt έμφορτα καθώς και εκείνα των 200, 300 και 400 χιλιάδων τόνων παραπλέουν το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος (Cap Route) επιβαρυνόμενα σημαντικά από τη μεγάλη διαφορά απόστασης.Σημειώνεται ότι αν και η διώρυγα του Σουέζ έχει χαρακτηριστεί ως ουδέτερη θάλασσα, ο χαρακτηρισμός αυτός έχει παραβιαστεί δύο φορές πρώτα από την ίδια την Αίγυπτο το 1956 όσο και το 1967 κατά τον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο.
Ο Νάσερ
Ο Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ (15 Ιανουαρίου 1918 – 28 Σεπτεμβρίου 1970) ήταν ο δεύτερος πρόεδρος της Αιγύπτου, υπηρετώντας από το 1956 μέχρι το θάνατό του. Ο Νάσερ ηγήθηκε της ανατροπής της μοναρχίας το 1952 και εισήγαγε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις το επόμενο έτος. Μετά από μία απόπειρα κατά της ζωής του το 1954 από μέλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, διέλυσε την οργάνωση, έθεσε τον πρόεδρο Μουχάμαντ Ναγκίμπ σε κατ’ οίκον περιορισμό και ανέλαβε την εξουσία, γινόμενος επίσημα πρόεδρος τον Ιούνιο του 1956.
Η δημοτικότητα του Νάσερ στην Αίγυπτο και στον αραβικό κόσμο ανέβηκε στα ύψη μετά την κρατικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ και την πολιτική του νίκη στην επακόλουθη Κρίση του Σουέζ. Ζήτησε υπό την κυβέρνησή του να αυξηθεί η ενότητα των αραβικών κρατών, η οποία κορυφώθηκε με τον σχηματισμό της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας με τη Συρία από το 1958 έως το 1961.
Την περίοδο εκείνη, οι ΗΠΑ και η Αγγλία αρνήθηκαν την στρατιωτική εξοπλιστική προμήθεια του Αιγυπτιακού στρατού. Ο Νάσερ τότε στράφηκε προς τη Ρωσία. Το γεγονός χαιρετίστηκε ιδιαίτερα από το Κρεμλίνο και ο Πρόεδρος Χρουστσώφ του επεφύλαξε θερμή υποδοχή. Τότε η Σοβιετική Ένωση ανέλαβε και τη κατασκευή του φράγματος του Ασουάν. Ήταν 9 Ιανουαρίου 1960 όταν οι Πρόεδροι Νάσερ και Χρουστσώφ, επιβαίνοντες σε ποταμόπλοιο, έριξαν μικρές πέτρες ως θεμέλιους λίθους στο σημείο κατασκευής του φράγματος.
Το 1962 ο Νάσερ ξεκίνησε μια σειρά από σημαντικές σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό της Αιγύπτου. Από το 1963 οι υποστηρικτές του Νάσερ πήραν την εξουσία σε πολλές αραβικές χώρες αλλά ο ίδιος ο Νάσερ ενεπλάκη στον Εμφύλιο Πόλεμο της Βόρειας Υεμένης και αργότερα στον πολύ μεγαλύτερο Αραβικό Ψυχρό Πόλεμο. Ξεκίνησε την δεύτερη προεδρική του θητεία τον Μάρτιο του 1965, μετά την αποχώρηση των πολιτικών του αντιπάλων από την προεκλογική εκστρατεία. Μετά την ήττα της Αιγύπτου στον Πόλεμο των Έξι Ημερών με το Ισραήλ το 1967, ο Νάσερ παραιτήθηκε αλλά επέστρεψε στην εξουσία μετά από διαδηλώσεις που απαίτησαν την επαναφορά του στο αξίωμα. Μέχρι το 1968, ο Νάσερ είχε γίνει πρωθυπουργός, είχε συμμετάσχει στον πόλεμο απόκτησης της χαμένης επικράτειας, είχε αρχίσει μια διαδικασία μη πολιτικοποίησης του στρατού και είχε εκδόσει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις για πολιτικό φιλελευθερισμό. Με το πέρας της Συνόδου Κορυφής του Αραβικού Συνδέσμου το 1970, ο Νάσερ υπέστη καρδιακή προσβολή και πέθανε. Η κηδεία του στο Κάιρο προκάλεσε μια έκρηξη θλίψης στον αραβικό κόσμο.
Ο Νάσερ παραμένει μια ηγετική μορφή στον αραβικό κόσμο, ιδιαίτερα για τις μεταρρυθμίσεις που έκανε για την κοινωνική δικαιοσύνη και την αραβική ενότητα, την πολιτική εκσυγχρονισμού και τις αντι-ιμπεριαλιστικές προσπάθειες. Η προεδρία του συνέπεσε με την αιγυπτιακή πολιτιστική έκρηξη και ξεκίνησε μεγάλα βιομηχανικά έργα, όπως το φράγμα του Ασουάν. Οι επικριτές του Νάσερ άσκησαν μια αρνητική κριτική απέναντι στον αυταρχισμό του, στις παραβιάσεις που έκανε στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην κυριαρχία του στο στρατό όσον αφορά τα πολιτικά θεσμικά όργανα, εγκαθιστώντας ένα σχέδιο στρατιωτικής και δικτατορικής κυριαρχίας στην Αίγυπτο.