Η ιστορία της αρπαγής των γλυπτών του Παρθενώνα
Σαν σήμερα το 1801 ο λόρδος Έλγιν μεταφέρει την πρώτη μετόπη από τα Μάρμαρα του Παρθενώνα στο Λονδίνο.
«Ελπίζω να δω τα Μάρμαρα πίσω στην Αθήνα, προτού πεθάνω. Εάν, όμως, έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ…», είχε εμφατικά δηλώσει η εκρηκτική, ατόφια Ελληνίδα, Μελίνα Μερκούρη, πρωτοστάτισσα της εκστρατείας για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στο «σπίτι» τους, την Ακρόπολη. Μια εκστρατεία που ξεκίνησε το 1982, όταν η τότε υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών προέβαλε το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών σε Γενική Διάσκεψη της Unesco.
Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα (ορθότερα: Γλυπτά του Παρθενώνα), τα οποία λανθασμένα ονομάζονται ως Ελγίνεια Μάρμαρα από το όνομα του ανθρώπου που τα έκλεψε, είναι συλλογή γλυπτών που προέρχονται από την Ακρόπολη των Αθηνών. Αφαιρέθηκαν από τον Τόμας Μπρους, 7ο κόμη του Έλγιν, πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1799 μέχρι το 1803, και μεταφέρθηκαν στην Βρετανία το 1806.
Εκμεταλλευόμενος την Οθωμανική ηγεμονία στην Ελληνική επικράτεια, κατάφερε και απέκτησε φιρμάνι από τον Οθωμανό Σουλτάνο για την αποκαθήλωσή τους από τον Παρθενώνα με σκοπό τη μέτρηση και την αποτύπωσή τους σε σχέδια, και στη συνέχεια προχώρησε στην αφαίρεση και φυγάδευσή τους. Η ύπαρξη φιρμανιού και, αν υπήρχε, το ακριβές πνεύμα της άδειας, αμφισβητείται. Τα γλυπτά αυτά αποθηκεύτηκαν στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου το 1816. Το 1936 τοποθετήθηκαν στην έκθεση Duveen που δημιουργήθηκε για αυτό το σκοπό.
Από το 1983, με πρωτοβουλία της τότε Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, η Ελλάδα καταβάλλει προσπάθειες να φέρει τα γλυπτά πίσω στην Αθήνα. Η προσπάθεια των ελληνικών αρχών για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στο τόπο καταγωγής και δημιουργίας τους υποστηρίζεται ενεργά από διεθνή, ομότιτλη επιτροπή. Η αναγκαιότητα της επιστροφής τους στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται και από την επίσημη θέση της εκπροσώπου της ΟΥΝΕΣΚΟ, με βάση την αρχή της διατήρησης της ακεραιότητας των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας. Κατά καιρούς έχουν δει τη δημοσιότητα διάφορες προτάσεις από έγκριτους, ουδέτερους παρατηρητές, με σκοπό την εξεύρεση μιας λύσης στη διαφωνία Ελλάδας και Βρετανικού Μουσείου επί του ζητήματος της επιστροφής των κλεμμένων γλυπτών.
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε το Βρετανικό Μουσείο τον Απρίλιο του 2007 αναφέρει ότι δεν προτίθεται να παραχωρήσει την κυριότητα των Γλυπτών του Παρθενώνα σε ελληνικό μουσείο. Ανακοίνωση του Βρετανικού Μουσείο το 2009
ανέφερε πως, με την ευκαιρία των εγκαινίων του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, θα ήταν διατεθειμένο να δανείσει τα Γλυπτά, αρκεί η ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίσει το δικαίωμα ιδιοκτησίας τους στο Μουσείο. Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση.
Το 2014, η ΟΥΝΕΣΚΟ πρότεινε να διαμεσολαβήσει για την επίλυση του θέματος, αλλά η πρόταση αυτή απορρίφθηκε αργότερα από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η εν λόγω συλλογή γλυπτών περιλαμβάνει μερικά από τα γλυπτά των αετωμάτων, των μετοπών, που απεικονίζουν μάχες μεταξύ των Λαπίθων και των Κενταύρων, αλλά και της ζωφόρου του Παρθενώνα που κοσμούσε το ανώτερο τμήμα των τοίχων του σηκού του ναού σε όλο τους το μήκος. Ως εκ τούτου, αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 1/2 από ό,τι απομένει από τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα που διασώθηκε: 75 μέτρα από τα αρχικά 160 μέτρα, 15 από τις 92 μετόπες, 17 τμηματικές μορφές από τα αετώματα, όπως επίσης και άλλα τμήματα της αρχιτεκτονικής. Τα αποκτήματα του Έλγιν περιλαμβάνουν ακόμη αντικείμενα από άλλα κτήρια της Αθηναϊκής Ακρόπολης: το Ερέχθειο, που μεταβλήθηκε σε ερείπιο κατά τον ελληνικό αγώνα της Ανεξαρτησίας (1821-33), τα Προπύλαια και τον Ναό της Αθηνάς Νίκης. Ο λόρδος Έλγιν πήρε περίπου τα μισά από τα γλυπτά του Παρθενώνα και από τα υπόλοιπα δημιουργήθηκαν εκμαγεία σε γύψο. Έκτοτε τα Μάρμαρα αναφέρονται συχνά ως Ελγίνεια.
Ένα από τα μάρμαρα του Παρθενώνα που επεστράφησαν, είναι το Τμήμα του Παλέρμο. Πρόκειται για ένα μαρμάρινο γλυπτό 2.500 ετών του ποδιού και του φορέματος της θεάς Αρτέμιδος. Το συγκεκριμένο τμήμα αφαιρέθηκε από τον Λόρδο Έλγιν στις αρχές του 19ου αιώνα και παραδόθηκε στον Βρετανό Πρόξενο της Σικελίας το 1816. Κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, το τμήμα αυτό κρατούνταν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σαλίνας στο Παλέρμο. Η 13ετής προσπάθεια της Ελλάδας για την επιστροφή του τμήματος ολοκληρώθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου του 2008, όταν ο Ιταλός πρόεδρος Τζόρτζιο Ναπολιτάνο μετέφερε το μάρμαρο αυτό στην Αθήνα.Θεωρήθηκε πως αυτή η κίνηση θα ενδυνάμωνε την θέση της Ελλάδας στην προσπάθεια της να φέρει πίσω τα υπόλοιπα μάρμαρα από το Βρετανικό Μουσείο.
Η ιστορίας της κλοπής
Η αρχή του 19ου αιώνα αποτέλεσε οδυνηρό ξεκίνημα για τα μνημεία της Ακρόπολης των Αθηνών, εξαιτίας της αρχαιοθηρίας, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του.
Χαρακτηριστική την περίοδο εκείνη ήταν η επιρροή που ασκούσε η Αγγλική πολιτική στην τουρκική κυβέρνηση, λόγω της στρατιωτικής βοήθειας που οι Άγγλοι είχαν προσφέρει στους Τούρκους στον πόλεμο εναντίων των Γάλλων στην Αίγυπτο. Ο Ναπολέων, αν και αρχικά είχε σκεφτεί μια απόπειρα εισβολής στην Αγγλία, αντ’ αυτού επέλεξε την Αίγυπτο, η οποία τελούσε υπό τουρκική κυριαρχία. Έτσι οι διπλωματικές σχέσεις Γαλλίας Τουρκίας διακόπτονται απότομα και η Αγγλία δράττεται της ευκαιρίας να σταθεί στο πλευρό των Τούρκων. Εκείνη την περίοδο διορίζεται πρεσβευτής στην Τουρκία, ο Τόμας Μπρους, ο 7ος λόρδος του Έλγιν.
Ο λόρδος του Έλγιν είχε εκφράσει θαυμασμό για την ελληνική τέχνη ήδη πριν τον διορισμό του στη θέση του Άγγλου Πρεσβευτή το 1799. Μόλις παντρεύτηκε την Mary Nisbett, της υποσχέθηκε ως δώρο γάμου ένα αρχοντικό σπίτι. Η εκτίμηση του για την ελληνική αρχιτεκτονική, η οποία θαυμαζόταν από ολόκληρη την τότε Βρετανία, καθώς και η επιθυμία του να θαμπώσει τα λοιπά μέλη της υψηλής βρετανικής κοινωνίας, συνέβαλαν στο να προσλάβει για την κατασκευή του σπιτιού τον αρχιτέκτονα Thomas Harrison. Ο Harrison έχοντας σπουδάσει ελληνική και ρωμαϊκή τεχνοτροπία, πρότεινε να σχεδιάσει το Broom Hall, όπως θα ονομαζόταν η έπαυλη, σε κλασσικό ελληνικό ύφος. Έτσι προτείνει στον Έλγιν να δημιουργήσουν αντίγραφα από τα αριστουργήματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής που βρίσκονται στην Αθήνα.
Ο Έλγιν εγκρίνοντας την ιδέα, συγκροτεί μια ομάδα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού επικεφαλής της οποίας ορίζει τον ιταλό ζωγράφο Giovanni Battista Lusieri. Λίγο αργότερα και αφού έχει αναλάβει τα νέα του καθήκοντα στην Κωνσταντινούπολη, στέλνει την ομάδα αυτή στην Αθήνα με σκοπό να σχεδιάσε τα μνημεία και να λάβει εκμαγεία για την διακόσμηση της έπαυλης του στη Σκωτία.
Δεδομένου ότι την περίοδο εκείνη είναι δύσκολο να πλησιάσει κανείς την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, χρειάστηκαν έξι μήνες για να επιτραπεί η είσοδος στην ομάδα του Έλγιν. Αποτελεσματικότερος τρόπος αποδείχτηκε η δωροδοκία του τότε στρατιωτικού κυβερνήτη ο οποίος χρηματιζόταν με 5 λίρες σε κάθε επίσκεψη. Βέβαια η πρακτική της δωροδοκίας δεν θα σταματήσει παρά μόνο με τον απόπλου και του τελευταίου πλοίου φορτωμένου με τα πολύτιμα μάρμαρα που σήμανε και την ολοκλήρωση της αποστολής. Η ομάδα στήνει τις σκαλωσιές, αλλά οι φήμες για στρατιωτική απόβαση των Γάλλων αναγκάζουν τον Τούρκο κυβερνήτη να άρει την άδεια εισόδου και να διατάξει την ομάδα να κατέβει από την Ακρόπολη.
Βέβαια η απομάκρυνση μελών από τα μνημεία της Ακρόπολης δεν περνούσε ακόμα από το μυαλό κανενός, ούτε από του εφημέριου της πρεσβείας του Έλγιν, αιδεσιμότατο Ph. Hunt, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη από το πρώτο του ταξίδι στην Αθήνα, την άνοιξη του 1800, με λεπτομερή κατάλογο διαφόρων εργασιών που το συνεργείο του Έλγιν επιθυμούσε να διεκπεραιώσει στην Ακρόπολη. Απόδειξη αυτού αποτελούν οι επιστολές του Έλγιν στην Αθήνα, όταν πληροφορήθηκε την ανέλπιστη επιτυχία του Hunt, ο οποίος κατόρθωσε, τον Αύγουστο του 1801, να καταβιβάσει τις πρώτες μετόπες από τον Παρθενώνα. Στις επιστολές αυτές είναι διάχυτη η έκπληξη, ο ενθουσιασμός και η ευφορία.
Για την άρση της απαγόρευσης εισόδου στην Ακρόπολη, ο Έλγιν αποφασίζει να χρησιμοποιήσει την επιρροή που ασκούσε η ιδιότητά του στον Σουλτάνο. Έτσι στις 6 Ιουλίου του 1801, ο Hunt επανέρχεται στην Αθήνα, μαζί με την χαριστική, άτυπη επιστολή, το επονομαζόμενο Φιρμάνι του Kaimmecam Πασά, Τούρκου αξιωματούχου που αντικαθιστούσε την εποχή εκείνη τον Μέγα Βεζίρη στην Κωνσταντινούπολη.
Το φιρμάνι παρείχε την άδεια στα μέλη του συνεργείου να στήνουν ικριώματα γύρω από τον Ναό των Ειδώλων, όπως αποκαλούσαν τον Παρθενώνα, να κατασκευάζουν εκμαγεία, να καταμετρούν τα κτίρια και να κάνουν ανασκαφές για ανεύρεση επιγραφών. Επίσης, περιλάμβανε εντολή της Πύλης να μην ενοχληθούν τα μέλη του συνεργείου από τον Δισδάρη ή από οποιονδήποτε άλλο, να μην αναμειχθεί κανείς με τα ικριώματα και τα εργαλεία ούτε να εμποδίσει τα μέλη να πάρουν «μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και γλυπτά» (qualque pezzi di pietra con inscrizioni e figure).
Φιρμάνι ή Επίσημο Γράμμα του Καϊμακάν Πασά
Προς τον Καδή ή Προϊστάμενο Δικαστή και
Προς τον Βοεβόδα ή Διοικητή της Αθήνας, 1801.
«Σε ειδοποιούμε ότι ο ειλικρινής Φίλος η Εξοχότητα του Λόρδος Έλγιν Έκτατος Πρεσβευτής από την Αγγλική Αυλή στην Πύλη της Ευτυχίας, μας έχει βεβαιώσει ότι είναι γνωστό πως οι περισσότερες Φράγκικες [χριστιανικές] Αυλές επιθυμούν να διαβάσουν και να μελετήσουν τα βιβλία, γλυπτά και άλλα επιστημονικά έργα των Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Και ότι ειδικότερα, οι υπουργοί, φιλόσοφοι, επίσκοποι και άλλοι σημαίνοντες Άγγλοι ενδιαφέρονται για τα γλυπτά που έχουν μείνει από την εποχή των προαναφερθέντων Ελλήνων και τα οποία βρίσκονται στις ακτές του Αρχιπελάγους και σε άλλες περιοχές. Και εξαιτίας αυτού του πράγματος έχουν στείλει από καιρού εις καιρόν ανθρώπους για να εξερευνήσουν και να εξετάσουν τα αρχαία κτίρια και γλυπτά. Και πως επειδή ορισμένοι φιλότεχνοι της Αγγλικής Αυλής θέλουν να δουν τα αρχαία κτίρια και τα περίεργα γλυπτά στην Πόλη των Αθηνών και τα παλαιά τείχη που σώζονται από τον καιρό των Ελλήνων, που βρίσκονται τώρα στο εσωτερικό μέρος του προαναφερθέντος τόπου. Όθεν αυτός [δηλ. ο πρεσβευτής] έχει προσλάβει πέντε Άγγλους ζωγράφους που μένουν τώρα στην Αθήνα, για να παρατηρήσουν και να εξετάσουν και επίσης να αντιγράψουν τα γλυπτά που υπάρχουν εκεί από την αρχαιότητα. Κι ακόμη μας έχει ζητήσει, ειδικά για αυτή τη φορά, να γραφεί και να διαταχθεί ότι για όσον καιρό οι προαναφερθέντες ζωγράφοι θα μπαίνουν και θα βγαίνουν στο φρούριο αυτής της πόλης, που είναι ο τόπος της μελέτης, και θα τοποθετούν ικριώματα γύρω από τον αρχαίο Ναό των Ειδώλων που υπάρχει εκεί. Και θα κατασκευάζουν εκμαγεία των προαναφερθέντων κοσμημάτων και γλυπτών σε κονίαμα ή γύψο. Και θα καταμετρούν τα λείψανα των άλλων ερειπωμένων οικοδομημάτων που βρίσκονται εκεί. Και θα σκάβουν, όταν το κρίνουν απαραίτητο, τα θεμέλια για να ανακαλύψουν επιγραφές που μπορεί να έχουν καλυφθεί από σκουπίδια. Να μην υπάρξει καμία διακοπή ούτε εμπόδιο στην εργασία τους από τον Δισδάρη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Κανείς να μην αναμειχθεί με τα ικριώματα ή τα εργαλεία που μπορεί να χρειαστούν στις εργασίες τους. Και πως όταν θελήσουν να πάρουν μαζί τους θραύσματα πέτρας που φέρουν παλιές επιγραφές ή γλυπτά, να μην υπάρξει καμία αντίρρηση.
Σου γράψαμε λοιπόν αυτό το γράμμα και το στείλαμε με τον κύριο Philip Hunt με το σκοπό μόλις αντιληφθείς τη σημασία του, πως εκφράζει δηλαδή τη σαφή επιθυμία και υπόσχεση του Μεγαλειότατου Σουλτάνου, προικισμένου με όλες τις εξέχουσες ιδιότητες, να ευνοήσει αιτήσεις όπως η προαναφερθείσα, σύμφωνα με όσα συνοδεύουν τη φιλία, την τιμιότητα, τη συμμαχία και την καλή θέληση που υπάρχει από πολύ παλιά μεταξύ της Υψηλής και πάντοτε κραταιάς Οθωμανικής Αυλής και αυτής της Αγγλίας και που αυξάνει εμφανώς και από τις δύο Αυλές. Ειδικά, καθώς δεν υπάρχει κίνδυνος αν τα προαναφερθέντα γλυπτά και κτίρια παρατηρηθούν και σχεδιαστούν. Αφού λοιπόν εκπληρωθούν τα όσα επιβάλλει η φιλοξενία και γίνουν δεκτοί με το πρέποντα τρόπο οι προαναφερθέντες καλλιτέχνες σύμφωνα με την σημαντική αίτηση του προαναφερθέντος πρεσβευτή και επειδή είναι υποχρέωση για μας να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα βρούν κανένα εμπόδιο περπατώντας, παρατηρώντας ή μελετώντας τα γλυπτά και τα κτίρια που θέλουν να σχεδιάσουν και να αντιγράψουν. Και σε οποιαδήποτε από τις εργασίες τους, ίδρυση ικριώματος ή χρησιμοποίηση διαφόρων εργαλείων. Η επιθυμία μας είναι μόλις φτάσει το γράμμα αυτό να χρησιμοποιήσεις όλη σου την επιμέλεια για να ενεργήσεις σύμφωνα με τις επιδιώξεις του πρεσβευτή για όσον καιρό οι προαναφερθέντες καλλιτέχνες που μένουν σε αυτό το μέρος θα μπαίνουν και θα βγαίνουν στο φρούριο των Αθηνών που είναι ο τόπος της μελέτης […] Να μην ενοχληθούν από τον προαναφερθέντα Διασδάρη ή από άλλα άτομα, ούτε από σένα στον οποίο απευθύνετε αυτό το γράμμα. Και κανένας να μην αναμειχθεί με τα ικριώματα ή τα εργαλεία τους ούτε να τους εμποδίσει να πάρουν μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και γλυπτά (qualque pezzi di pietra)»
(επίσημη μετάφραση του οθωμανικού Φιρμανίου στα ελληνικά, όπως αυτή έχει δημοσιευθεί στο Ενημερωτικό Δελτίο των Εταίρων της Αρχαιολογικής Εταιρίας)
Οι εντολές αυτές δόθηκαν στους Κυβερνήτες «χάριν των λαμπρών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες», «Ιδιαίτερα αφού δεν βλάπτουν τα αναφερόμενα κτίρια επιθεωρώντας τα, μελετώντας τα και σχεδιάζοντάς τα».
Μέχρι σήμερα όμως, παρά τις έρευνες ειδικών στα τουρκικά αρχεία το φιρμάνι, όπως αυτό εκδόθηκε στα τουρκικά, δεν έχει βρεθεί. Το μόνο που υπάρχει είναι μια μετάφραση του στα ιταλικά, από ένα διερμηνέα της Αγγλικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, η οποία βρέθηκε στο αρχείο του Hunt.
Ο Hunt, αρχικά, ζήτησε την αφαίρεση μιας από τις καλύτερα διατηρημένες μετόπες του μνημείου, πράγμα που κατέστη εφικτό την 31η Ιουλίου του 1801, με την βοήθεια ενός ξυλουργού και άλλων 5 μελών του πληρώματος ενός βρετανικού πλοίου. Στην πορεία θέλησε να προχωρήσει στην αφαίρεση της δεύτερης μετόπης και κατόπιν τρίτης και ούτω καθ’ εξής. Στην τολμηρή αυτή κίνηση συναίνεσαν σιωπηρά και οι τουρκικές αρχές στην Αθήνα, μετά από χρηματισμούς, δωροδοκίες και εκβιασμούς. Το συνεργείο του Έλγιν από το σημείο αυτό ξεπέρασε κάθε όριο και με πυρετώδεις ρυθμούς από το 1801 έως το 1804, όταν τελικά η δράση του Lusieri έπαυσε στην Ακρόπολη, είχε συγκεντρωσεί για τον Σκοτσέζο Λόρδο μια τεράστια και μοναδική συλλογή από 56 λίθους της ζωοφόρου από τον Παρθενώνα, 19 αετωματικές μορφές και 15 μετόπες μαζί με ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη από το μνημείο. Από το 1801 έως το 1804 τα συνεργεία του Έλγιν δρούσαν στην Ακρόπολη, προκαλώντας σημαντικές ζημίες στα γλυπτά και το ίδιο το μνημείο, αποσπώντας και διαμελίζοντας ένα σημαντικό μέρος από το σωζόμενο γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα.
Όπως συνάγεται από την αλληλογραφία του Lusieri με τον Hunt οι άνδρες δικαιολογούσαν τις ενέργειές τους ισχυριζόμενοι πως υπήρχε και προηγούμενη υπόθεση αφαίρεσης γλυπτών από τον S.Fauvel, εκπροσώπου στην Αθήνα του κόμη Ch. Gouffier ,πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη την εποχή άφιξης του Έλγιν. Οι φήμες όμως που ανέφεραν ότι ο Fauvel είχε προσπαθήσει να αφαιρέσει μια μετόπη από τον Παρθενώνα, αλλά κατά τη διάρκεια του εγχειρήματος, το γλυπτό έπεσε στο έδαφος και θρυμματίστηκε, αποδείχτηκαν αναληθείς. Ουσιαστικά το μοναδικό προηγούμενο αφαίρεσης γλυπτών από το μνημείο είχε λάβει χώρα δυο αιώνες νωρίτερα , όταν ο Fr. Morozini είχε ανεπιτυχώς προσπαθήσει να αποσπάσει τα άλογα από το κεντρικό τμήμα του δυτικού αετώματος.
Μετά την αφαίρεση των γλυπτών από την Ακρόπολη, τα λάφυρα μεταφέρθηκαν στην οικία του Βρετανού πρόξενου, Σ. Λογοθέτη, μέσα σε ένα ξύλινο καροτσάκι, το οποίο είχε κατασχεθεί από τους Γάλλους. Εκεί, συσκευάζονταν σε ξύλινα κιβώτια κι έπειτα μεταφέρονταν στο λιμάνι του Πειραιά, όπου ανέμεναν τη φόρτωση τους σε πλοία για την Αγγλία.
Εφόσον ο Έλγιν έπρεπε να βασίζεται στο Βρετανικό ναυτικό για τη μεταφορά των κιβωτίων, αναγκαζόταν να ρυθμίζει τις αποστολές των φορτίων της συλλογής του, ανάλογα με το δρομολόγιο κάθε πλοίου. Για το λόγο αυτό συχνά τα κιβώτια αποβιβάζονταν σε ένα σταθμό και μετά φορτώνονταν σε άλλο πλοίο για να συνεχίσουν την πορεία τους. Από τις 33 αποστολές που χρειάστηκαν για τη μεταφορά ολόκληρης της συλλογής του Έλγιν, οι δεκαεπτά ήταν για τις αρχαιότητες από την Ακρόπολη.
Κατά την πρώτη αποστολή το προσωπικό πλοίο του Έλγιν,ο « Μέντορας», ναυαγεί στα ανοιχτά των Κυθήρων. Τα γλυπτά του Παρθενώνα, με τα οποία ήταν φορτωμένο, βυθίστηκαν στον πυθμένα της θάλασσας και οι Έλληνες δύτες με εντολή του Έλγιν, χρειάστηκαν δυο χρόνια για να τα διασώσουν.
Όταν ο Έλγιν έφτασε στην Αγγλία, αντιμετώπισε σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες. Η πρώτη σύζυγός του, η Μέρι Νίσμπετ για την οποία σκόπευε να κατασκευάσει την πολυτελή έπαυλη, τον εγκατέλειψε για έναν ευγενή της συνοδείας της ονόματι Ρόμπερτ Φέργκιουσον.
Το 1807, ο Έλγιν προκάλεσε σκάνδαλο, όταν κατηγόρησε τη σύζυγό του για μοιχεία και την έσυρε στα δικαστήρια, απαιτώντας από τον εραστή της ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Το ζευγάρι χώρισε τον επόμενο χρόνο και ο Έλγιν ξαναπαντρεύτηκε το 1810 με την Ελίζαμπεθ Τάουνσεντ, με την οποία απέκτησε 7 παιδιά.
Μόλις εγκαθίσταται στην Βρετανία, ο Έλγιν εκθέτει τα λάφυρά του, σε πρόχειρες εκθέσεις που διοργανώνει στο Λονδίνο, οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στο ελάχιστο στις απαραίτητες μουσειολογικές προδιαγραφές. Τα γλυπτά στοιβάζονταν το ένα πάνω στο άλλο, τα παραπήγματα γέμιζουν από επισκέπτες και ακόμη και αγώνες πυγμαχίας οργανώνονται στον πρώτο εκθεσιακό χώρο.
Όπως αναφέρει ο B. Haydon που επισκέφτηκε τα Μάρμαρα το 1807 «μπήκαμε σε ένα υγρό, βρώμικο χώρο, όπου κείτονταν τα μάρμαρα σε απόσταση τέτοια που όχι μόνο μπορούσαμε να τα δούμε αλλά και να τα πιάσουμε». Το 1815 ο ίδιος προσέθετε : «επέστρεψα σπίτι από τα Ελγίνεια Μάρμαρα μελαγχολικός. Σχεδόν εύχομαι να τα είχαν οι Γάλλοι . Δεν αξίζουμε τέτοια έργα τέχνης. Κείτονται εκεί καλυμμένα από σκόνη και μούσκεμα από την υγρασία».
Ο Έλγιν αποπειράται να πουλήσει τα μάρμαρα του Παρθενώνα στο βρετανικό κράτος. H πρώτη απόπειρα καταλήγει σε αποτυχία. Ο βασικότερος λόγος ήταν η απροθυμία του πρωθυπουργού να εισηγηθεί στο Κοινοβούλιο ποσό μεγαλύτερο των 30.000 λιρών, τη στιγμή που ο Ελγιν ζητούσε περισσότερα από τα διπλά. Εκείνη την εποχή φημολογούνται διάφορα γύρω από την τρόπο με τον οποίο ο λόδρος απέκτησε την συλλογή.
Κατά το ξεκίνημα των διαπραγματεύσεων για την πώληση της συλλογής του ο Ελγιν συναντιέται με τον πρόεδρο της Βουλής των Κοινοτήτων Charles Abbot. Στο ημερολόγιο του ο Abbot σημειώνει για εκείνη την ημερομηνία : «Κατόπιν ήρθε ο λόρδος Έλγιν και είπε ότι αποφάσισε να πουλήσει τη συλλογή του, που περιλαμβάνει μαρμάρινα Γλυπτά, εκμαγεία, καλούπια και σχέδια, αντί ποσού ίσου με τις δαπάνες που υπέστη (για να τα συγκεντρώσει), το ύψος του οποίου θα υπολογίσει επιτροπή της Βουλής των Κοινοτήτων. Αντιπαρήλθε όλες τις ερωτήσεις σχετικά με το ζήτημα της ιδιοκτησίας και του δικαιώματος επ’ αυτών, θεωρώντας τα όμως εξ ολοκλήρου δικά του. Κάτι το οποίο δεν επιβεβαίωσε πρόσφατα ο κ. Adair, τέως πρεσβευτής μας στην Πύλη, ο οποίος λέει ότι πληροφορήθηκε με κατηγορηματικό τρόπο από την τουρκική κυβέρνηση ότι αυτή αρνείται πλήρως πως έχει δώσει ποτέ εξουσιοδότηση στον λόρδο Έλγιν να απομακρύνει οποιοδήποτε τμήμα της συλλογής του και ότι εξακολουθεί να μην επιτρέπει την απομάκρυνση κάποιων αντικειμένων που έχουν μείνει πίσω».
Ο Έλγιν, λόγω των οικονομικών δυσχερειών, αναγκάζεται να μετακινήσει τα Μάρμαρα τέσσερις φορές, από έπαυλη σε έπαυλη μέσα στο Λονδίνο, ώσπου τελικά, απελπισμένος, δέχεται την πρόταση της Βρετανικής κυβέρνησης να τα αγοράσει αντί του ποσού των ₤35.000.
Πριν από αυτήν την τελική συναλλαγή είχε ανατεθεί σε ειδική Εξεταστική Επιτροπή να μελετήσει τα στοιχεία της υπόθεσης, τα πορίσματά της οποίας τέθηκαν υπόψη του Βρετανικού Κοινοβουλίου. Κατά τη διάρκεια της Κοινοβουλευτικής συνεδρίας που έλαβε χώρα, ακούστηκαν πολλές φωνές που εξέφρασαν σκεπτικισμό και απόρριψη για τις ενέργειες του Έλγιν. Ακόμα και σκέψεις για την επιστροφή των Μαρμάρων διατυπώθηκαν τότε για πρώτη φορά.
Παρά τις νομικές και γλωσσικές αντιφάσεις που περιέχονται στο φιρμάνι, και τα όσα ακούστηκαν για την κατάχρηση της εξουσίας από τον Έλγιν ως πρεσβευτή στην Πύλη, η αγορά των αρχαιοτήτων αποφασίστηκε με ψήφους 82 υπέρ και 30 κατά. Στη συνέχεια η Βρετανική Κυβέρνηση μετέφερε τα Μάρμαρα στο Βρετανικό Μουσείο με δαπάνη του Sir Jozeph Duveen.
Ισχυρές ενστάσεις ακούστηκαν και εκτός Κοινοβουλίου, με θερμότερο υποστηρικτή τους το Λόρδο Μπάυρον. Ο Μπάυρον θα στιγματίσει την ιεροσυλία του ‘Ελγιν με τα λόγια: «Ακόμα και τα κύματα αρνήθηκαν να γίνουν συνένοχοι της ιεροσυλίας του», εννοώντας το ναυάγιο του πλοίου Μέντωρ του ‘Ελγιν, που καταποντίστηκε κοντά στα Κύθηρα ενώ θα γράψει και το ποίημα «Η κατάρα της Αθηνάς» (The Curse of Minerva).
Ο Τόμας Μπρους 7ος κόμης του Έλγκιν και 11ος κόμης του Κινκάρντιν πέθανε στις 14 Νοεμβρίου 1841, στο Παρίσι, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του προκειμένου να αποφύγει τους δανειστές του.
Geopolitics Editorial Team
Πηγές:
σαν σήμερα ,
newsbeast.gr ,
Wikipedia.gr