10/12/2024

ΕΛΛΗΝΟΡΩΣΙΚΑ ΚΑΙ ΝΙΚΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ

ti-tha-suzitisoun-labrof--kotzias-sti-mosxa.w_l


 

Γράφει ο δρ Κωνσταντίνος Κολιόπουλος 

1. Νομίζω ότι ο Ν. Κοτζιάς είναι πιθανότατα ο καλύτερος υπουργός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (ομολογουμένως, πράγμα όχι ιδιαίτερα δύσκολο). Η κορυφαία του στιγμή ήταν στις αρχές του 2017, όταν έσωσε τον Ελληνισμό αποσοβώντας πολύ δυσάρεστες εξελίξεις στο Κυπριακό και αναγκάζοντας τους Τούρκους να ομολογήσουν ότι επιθυμούν να διατηρούν το δικαίωμα στρατιωτικής επέμβασης στο νησί οποτεδήποτε κρίνουν σκόπιμο. (Η επιτυχία αυτή πρέπει να πιστωθεί αποκλειστικά στον Κοτζιά, λόγω της αβυσσαλέας άγνοιας του Τσίπρα για το Κυπριακό, όπως και για τόσα άλλα ζητήματα· πιστέψτε με, ξέρω τι λέω.) Παρότι η συμφωνία με την ΠΓΔΜ δεν λύνει το μείζον ζήτημα της εθνικής ονομασίας των βόρειων γειτόνων και ως εκ τούτου είναι προβληματική παρά τα πολλά θετικά σημεία που περιέχει, αναγνωρίζω ότι είναι μια φιλότιμη διαπραγματευτική προσπάθεια (αν η συμφωνία προέβλεπε ότι οι γείτονες θα ονομάζονταν «Βόρειοι Μακεδόνες», θα ήταν θετική· ως έχει, νομίζω ότι συνολικά είναι ζημιογόνα και θα πρέπει να απορριφθεί). Συνεπώς, μακριά από μένα η εύκολη κριτική και οι αστόχαστοι χαρακτηρισμοί για τον Υπουργό Εξωτερικών.

2. Περνάω στο πρόσφατο διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας. Το να υπερβαίνουν τα εσκαμμένα διάφορα μέλη του ανά τον κόσμο διπλωματικού σώματος είναι κάτι που συμβαίνει εδώ και αιώνες. Όταν τα υπερβούν κατά πολύ, κηρύσσονται ανεπιθύμητα πρόσωπα. Προφανώς σε αυτή την κατηγορία εμπίπτει και η περίπτωση των Ρώσων πολιτών που απελάσαμε και αρνηθήκαμε να δεχθούμε στη χώρα μας. Μπορεί να σηκώνει συζήτηση αν η χρονική στιγμή της αντίδρασής μας ήταν η κατάλληλη (π.χ. αν θα ήταν καλύτερα να είχε προηγηθεί η επίσκεψη του Ρώσου Υπουργού Εξωτερικών, στον οποίον θα ετίθετο και το ζήτημα της δραστηριότητας των εν λόγω ατόμων), αλλά επειδή δεν θέλω να κάνω τον έξυπνο όντας έξω απ’ τον χορό, δέχομαι τη θέση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών ότι τα εν λόγω άτομα παραβίαζαν την ελληνική κυριαρχία και ότι τα σχετικά ελληνικά μέτρα έπρεπε να ληφθούν πάραυτα.

3. Είδα να γράφονται διάφορα στη χώρα μας γι’ αυτό το επεισόδιο. Στο ένα άκρο υπήρξαν όσοι διαμαρτύρονταν για τα ελληνικά μέτρα, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι, εφόσον τεκμαίρεται ότι στην Ελλάδα εξακολουθούν να δρουν Τούρκοι πράκτορες, η απέλαση Ρώσων ομολόγων τους είναι άτοπη. Με άλλα λόγια, πρέπει πρώτα να απελαθούν όλοι οι παραβάτες διπλωμάτες όλων των άλλων χωρών, προτού καταλήξουμε να απελάσουμε Ρώσους διπλωμάτες που παραβιάζουν την ελληνική κυριαρχία. Στο άλλο άκρο βρέθηκαν όσοι πανηγύριζαν που επιτέλους ξεριζώνεται η, βλαπτική υποτίθεται, ρωσική επιρροή στη χώρα μας και η Ελλάδα εντάσσεται αποφασιστικά πλέον στο Δυτικό στρατόπεδο. Οι μεν εκφράζουν την κουτοπόνηρη νεοελληνική λογική του «Γιατί γράφεις εμένα κύριε τροχονόμε, μόνο εγώ περνάω με κόκκινο;», που απλά επιθυμεί την ατιμωρησία των παραβατών – ή έστω όσων παραβατών μάς είναι αρεστοί. Οι δε προσπαθούν να βρουν εχθρούς εκεί που δεν υπάρχουν. Θα επανέλθω αναλυτικότερα παρακάτω.

4. Σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τον Ιούλιο ο Ν. Κοτζιάς δήλωσε ότι ήλπιζε να μην υπάρξουν αντίμετρα από ρωσικής πλευράς. Αυτό δεν κατέστη εφικτό. Αυτού του είδους τα αντίποινα αποτελούν πάγια διπλωματική πρακτική, όπως κατά κόρον συνέβαινε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και δε νομίζω ότι ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών πίστευε πραγματικά ότι η Μόσχα θα έκανε εξαίρεση στη δική μας περίπτωση. Αυτό που με ανησυχεί έντονα είναι ο υστερικός τόνος της ανακοίνωσης του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών σε απάντηση των ρωσικών αντιμέτρων. Μια ανακοίνωση που θα περιοριζόταν στο ότι τα ελληνικά μέτρα έπλητταν ενόχους ενώ τα ρωσικά αθώους, θα ήταν λιτή, εύστοχη και θα υπερασπιζόταν το ελληνικό δίκιο χωρίς να αυξάνει την ένταση. Αντ’ αυτού, υπήρξε μια ανακοίνωση που άνευ λόγου μνημονεύει την Τουρκία (κάνοντας την Ελλάδα να φαίνεται φοβική) και τις μυστικές υπηρεσίες των Τσάρων – πάλι καλά που δεν έκανε αναφορά στην επίθεση του Σβιατοσλάβου εναντίον των Βυζαντινών. Εδώ πραγματικά κάτι δεν πάει καλά.

5. Δουλεύω πυρετωδώς ένα βιβλίο που πραγματεύεται τη ρωσική εσωτερική και εξωτερική πολιτική, ξεκινώντας από τη ρωσική γεωγραφία, κοινωνία και ιστορία – θα πρέπει να το έχω έτοιμο τον Μάιο του 2019. Η μελέτη έχει καταδείξει, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα, παρότι για γεωπολιτικούς λόγους ήταν, είναι και θα πρέπει να παραμείνει Δυτική χώρα, δεν έχει αντιτιθέμενα συμφέροντα με τη Ρωσία παρά μόνο σε εκκλησιαστικά ζητήματα. Η σοβιετική ιδεολογική και εδαφική απειλή κατά της χώρας μας (απόσπαση Μακεδονίας) έχει παρέλθει με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενώ η υποτιθέμενη επιβολή ρωσικής επιρροής στην ΠΓΔΜ δεν είναι δικό μας πρόβλημα – για την ακρίβεια, θα έπρεπε να παρακαλάμε να περιέλθουν τα Σκόπια υπό την επιρροή της Μόσχας, καθώς τότε η αμερικανική υποστήριξη θα στραφεί αναφανδόν υπέρ ημών. Τα περί «συμμάχων εν όπλοις» της Τουρκίας δεν είναι σοβαρά πράγματα· αντίστοιχα, και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, θα μπορούσαν να ειπωθούν για τις ΗΠΑ, ενώ και εμείς οι ίδιοι έχουμε «συμπολεμήσει» με την Τουρκία σε ΝΑΤΟϊκές αποστολές στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στη Λιβύη. Από την άλλη μεριά, τα εκκλησιαστικά ζητήματα έχουν μέγιστη σημασία και απαιτούν ανάλογη επαγρύπνηση. Εντούτοις, η εγνωσμένη διπλωματική δεξιοτεχνία και το πνευματικό κύρος του ελληνορθόδοξου κλήρου, μαζί με την επικουρία των ελληνικών αρχών, με καθησυχάζουν αρκετά στο ζήτημα αυτό· οι Έλληνες διατήρησαν την πνευματική ηγεσία της Ανατολικής Ορθοδοξίας σε εποχές πολύ πιο δύσκολες από τη σημερινή.

6. Κλείνοντας, παρουσιάζω συνοπτικά τα προβλήματα που πρέπει να διαχειριστεί η Ελλάδα στις σχέσεις της με τη Ρωσία, υπό το πρίσμα των ευρύτερων σχέσεων Ρωσίας-Δύσης. Η Ελλάδα έχει συμφέρον για μια ισχυρή Ρωσία, που θα κρατά την Τουρκία μακριά από το δικό της χώρο ενδιαφέροντος. Το πρόβλημα είναι ότι όταν η ισχύς της Ρωσίας ξεπερνά κάποιο όριο, η Δύση τη φοβάται. Αυτό, με τη σειρά του, οδηγεί σε στρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας και περιορίζει τα περιθώρια ελιγμών της Ελλάδας, στερώντας της ευκαιρίες για οικονομικά και πολιτικά επωφελή σύσφιξη σχέσεων με τη Ρωσία. Μια τέτοια περίοδο βιώνουμε τώρα. Η Ελλάδα, ούσα Δυτική χώρα, έχει το δύσκολο έργο να πετύχει επωφελείς σχέσεις με τη Ρωσία, αποφεύγοντας τη Σκύλλα της δουλοπρέπειας και τη Χάρυβδη της εμπλοκής σε ψυχροπολεμικές καταστάσεις που δεν την αφορούν. Εδώ χρειάζεται διπλωματία υψηλόφρων μεν, αλλά χωρίς υστερίες.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Don`t copy text!