Αναστολή ΜΟΕ Ελλάδας – Τουρκίας : Επικοινωνιακή ή ουσιαστική κίνηση ;
Γράφει ο Λάμπρος Τζούμης
Αντιστράτηγος ε.α.
Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, η ελληνική κυβέρνηση εξαιτίας της συνεχιζόμενης κράτησης των δύο Ελλήνων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων στις φυλακές της Αδριανούπολης αποφάσισε αναστολή των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, για το 2018. Τα ΜΟΕ περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα πολιτικών και στρατιωτικών μέτρων που έχουν σκοπό να αποτρέψουν τις εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών και την πιθανότητα μιας τυχαίας πολεμικής σύρραξης. Η ύπαρξή τους όμως ουδόλως εμποδίζει την Άγκυρα επί σειρά ετών να εφαρμόζει απέναντι στη χώρα μας μια άκρως αναθεωρητική στρατηγική, με σκοπό την αλλαγή του υφισταμένου καθεστώτος της περιοχής.
Η πρώτη προσπάθεια εγκαθίδρυσης ΜΟΕ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας πραγματοποιήθηκε εξαιτίας της κρίσης του 1987, όταν η Τουρκία αποφάσισε να στείλει στο Αιγαίο για έρευνες το ερευνητικό σκάφος «ΣΙΣΜΙΚ». Μετά την αποφασιστικότητα που επέδειξε η Ελλάδα και την απόφαση να απαντήσει δυναμικά, ακολούθησε έντονος κύκλος πολιτικοδιπλωματικών ενεργειών και η σύρραξη αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Ένα χρόνο μετά την κρίση το Μάιο του 1988 υπογράφεται η «Συμφωνία της Βουλιαγμένης», μεταξύ των τότε ΥΠΕΞ Ελλάδας – Τουρκίας, Κ. Παπούλια και Μ. Γιλμάζ, στην οποία συμπεριλήφθησαν μια σειρά ΜΟΕ (π.χ. συμφωνία για σχεδιασμό και διεξαγωγή εθνικών στρατιωτικών ασκήσεων με τρόπο που θα αποφεύγεται η δέσμευση και απομόνωση περιοχών για μεγάλες χρονικές περιόδους, καθώς και στη διάρκεια αιχμής της τουριστικής περιόδου και των κυριότερων εθνικών και θρησκευτικών εορτών, κ.λπ). Λίγους μήνες πριν την υπογραφή της συμφωνίας, τον Ιαν. του 1988, είχε πραγματοποιηθεί στο Νταβός συνάντηση μεταξύ του Έλληνα και του Τούρκου πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ. Η Ελλάδα προσήλθε σ΄ αυτή με τον αέρα της επικράτησης στην πρόσφατη κρίση, λόγω της αποφασιστικότητας που επέδειξε, αλλά παρά το γεγονός αυτό παρατηρούμε το διπλωματικό και πολιτικό παράδοξο μετά το τέλος της συνάντησης να ευρίσκεται σε δυσμενέστατη θέση για τα εθνικά μας συμφέροντά. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεσμεύτηκε απέναντι στον Οζάλ, ότι η Ελλάδα θα απέχει από οποιαδήποτε έρευνα στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, αν κάνει το ίδιο και η Τουρκία, μέχρις ότου λυθεί το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Λίγους μήνες αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου από το βήμα της βουλής θα κάνει την αυτοκριτική του με τη λατινική φράση «mea culpa» δηλ. (λάθος μου), για την εξαιρετικά ζημιογόνο για τα συμφέροντα της Ελλάδας δέσμευση. Η δεύτερη συμφωνία, η οποίο κινήθηκε στο πνεύμα του Νταβός ήταν το Μνημόνιο της Κωνσταντινούπολης (Σεπ. 1988), στο οποίο υιοθετήθηκαν κατευθυντήριες γραμμές για την πρόληψη ατυχημάτων και επεισοδίων στα Διεθνή ύδατα και τον Διεθνή Εναέριο Χώρο (π.χ. Οι ναυτικές μονάδες των δύο χωρών θα απέχουν από ενέργειες παρενόχλησης των σκαφών της μιας πλευράς από την άλλη κατά το χρόνιο που εκτελούν επιχειρήσεις στα διεθνή ύδατα, κ.λπ).
Τα μέτρα αυτά, όπως και τα υιοθετηθέντα στο Μνημόνιο της Βουλιαγμένης σε καμιά περίπτωση δεν απέδωσαν αποτελέσματα, καθόσον η Τουρκία αδιαφόρησε ή αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την εφαρμογή τους. Να επισημανθεί επίσης ότι ήταν μέτρα αποφυγής έντασης και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να επιλύσουν τα βασικά προβλήματα των δύο χωρών. Η ύπαρξη ΜΟΕ δεν εμπόδισε την Τουρκία το 1995 να προχωρήσει στην απειλή κήρυξης πολέμου (casus belli) σε περίπτωση που η Ελλάδα ασκούσε το αυτονόητο κυριαρχικό της δικαίωμα για επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ. και δεν δίστασε την επόμενη χρονιά στα Ίμια να θέσει για πρώτη φορά θέμα διεκδίκησης επί της ελληνικής επικράτειας με την αμφισβήτηση εθνικού χερσαίου χώρου.
Μετά την κρίση των Ιμίων υπήρξε μια δεύτερη προσπάθεια, αναθέρμανσης του θέματος των ΜΟΕ Ελλάδας-Τουρκίας. Την προσπάθεια αυτή ανέλαβε το ΝΑΤΟ και οι δύο χώρες κατέληξαν στο «Ανακοινωθέν» της Μαδρίτης το 1997, σύμφωνα με την οποία αποφάσισαν να εφαρμόσουν τα Μέτρα του μνημονίου Παπούλια – Γιλμάζ. Το «ανακοινωθέν» της Μαδρίτης προβλέπει τη δέσμευση των δύο μερών για ειρήνη, καθώς και την καταδίκη χρήσης βίας ή απειλής χρήσης βίας. Αποδέχεται το σεβασμό των ζωτικών συμφερόντων των δύο χωρών, που στην περίπτωση της Τουρκίας ενδεχομένως να μην είναι νόμιμα. Αναφέρεται επίσης στην αποφυγή μονομερών ενεργειών στις οποίες θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνεται και η επέκταση των χωρικών υδάτων από την πλευρά της χώρας μας.
Η συνέχεια στην εγκαθίδρυση ΜΟΕ μεταξύ των δύο χωρών έγινε το 2000 σε συναντήσεις των ΥΠΕΞ, Γ. Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ. Η Τουρκική πλευρά έθεσε για συζήτηση και αποδοχή ένα νέο Μνημόνιο, το οποίο περιελάμβανε μία σειρά τεχνικών διευθετήσεων, με τίτλο «Στρατιωτικά Μέτρα Καλής Θελήσεως». Οι διευθετήσεις αυτές απέβλεπαν στην εδραίωση ενός νέου καθεστώτος, κύριο στοιχείο του οποίου ήταν η αμοιβαιότητα, με απώτερο στόχο τη συγκυριαρχία στο Αιγαίο. Εξετάστηκε πόσο μπορεί «να είναι συμφέρουσα» μια συμφωνία, κατά την οποία:
– Η περιοχή στο Αιγαίο από τον 25ο μεσημβρινό και ανατολικά θα χαρακτηριζόταν ως «περιοχή αποφυγής έντασης» ανάμεσα στις δύο χώρες.
– Στην περιοχή αυτή δεν θα εκτελούνταν πτήσεις ελληνικών και τουρκικών αεροσκαφών, αλλά μόνο ασκήσεις και πτήσεις για σκοπούς αεράμυνας.
– Η συμφωνία δεν θα επηρέαζε τα μαχητικά αεροσκάφη των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ καθώς και τρίτων χωρών.
Η Άγκυρα επιθυμούσε μια τέτοια συμφωνία, η οποία συμπίπτει εξάλλου με τη δική της επιδίωξη για την απόκτηση του ελέγχου του μισού Αιγαίου. Η δυνατότητα πτήσης Νατοϊκών αεροσκαφών μέσα στην περιοχή αυτή θα επέτρεπε στην Τουρκία να βαφτίζει ως Νατοϊκά τα μαχητικά της, να δεσμεύει περιοχές, χωρίς να ενδιαφέρεται για τα 6 ή τα 10 ν.μ. του ελληνικού εναέριου χώρου και χωρίς να καταθέτει σχέδια πτήσεων.
Συμπερασματικά από αρχής εμφανίσεως των ΜΟΕ το 1988 και μέχρι σήμερα διαπιστώνουμε ότι αυτά δεν απέδωσαν εξαιτίας της αδιαφορίας ή της άρνησης της Τουρκίας να τα εφαρμόσει και της επιθυμίας της μέσω αυτών να ενισχύσει την κατάσταση αμφισβήτησης και συγκυριαρχίας στο Αιγαίο. Η τωρινή απόφαση που ελήφθη για αναστολή των ΜΟΕ μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας έχει περισσότερο επικοινωνιακό χαρακτήρα παρά ουσιαστικό περιεχόμενο.