Οι προ-ναζιστικές μέθοδοι του Κεμάλ που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή
Γράφει ο Βλάσης Αγτζίδης*
«…Ακόμα και σήμερα δεν έχει σιγάσει η διαμάχη γύρω από το ζήτημα γιατί οι ελληνικές δυνάμεις, που υπερτερούσαν αριθμητικά και δεν ήταν πολύ χειρότερα εξοπλισμένες από τα στρατεύματα του Κεμάλ, οδηγήθηκαν σ’ αυτή την καταστροφική ήττα».
Douglas Dakin («Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923», εκδ. ΜΙΕΤ)
Η ήττα του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1922 από τους κεμαλικούς εθνικιστές έθεσε τέλος σε μια επώδυνη ιστορική διαδικασία, κατά την οποία η προνεοτερική, πολυεθνική, ισλαμική Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρούσε τη θέση της στο έθνος-κράτος, στη νέα πολιτειακή μορφή που εμφανίστηκε στην ιστορία του ανθρώπου με το δυτικό Διαφωτισμό.Με την ελληνική ήττα στις 13 Αυγούστου (με το παλαιό ημερολόγιο), ο πολυεθνοτικός οθωμανικός χώρος μετατρεπόταν αποκλειστικά σε μονοεθνικό τουρκικό.
Όσοι από τις πολυάνθρωπες χριστιανικές κοινότητες (Έλληνες της Ανατολής, Αρμένιοι, Ασσυροχαλδαίοι) δεν εξοντώθηκαν, υποχρεώθηκαν να εκπατριστούν. Ενώ οι πολυεθνοτικοί και πολύγλωσσοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί υποχρεώθηκαν από το νέο κράτος που δημιούργησε ο Μουσταφά Κεμάλ και οι Νεότουρκοι σύντροφοί του να μεταμορφωθούν σε εθνικά Τούρκους.
Η ήττα των Ελλήνων -και συνακόλουθα και των Αρμενίων- υπήρξε η επιβράβευση της πολιτικής που είχε υιοθετήσει η ακροδεξιά τάση των Νεότουρκων (Τζεμάλ, Ενβέρ, Ταλαάτ) που είχε καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία από το 1908. Παρ’ ότι η διαδικασία δημιουργίας έθνους-κράτους ήταν βίαιη, όπως κάθε μορφή διοίκησης που εμπεριέχει την κυριαρχία επί ανόμοιων πληθυσμών, εν τούτοις με τους Νεότουρκους εμφανίστηκαν κάποια νέα χαρακτηριστικά. Η πρωτοτυπία των Νεότουρκων ήταν ότι για πρώτη φορά στα σύγχρονα χρόνια μια εξουσία, τελείως ψύχραιμα:
- επιλέγει εξαρχής ρατσιστικά κριτήρια,
- εντοπίζει και προγράφει τα θύματα,
- διαμορφώνει και διαχέει στους υπόλοιπους μια ιδεολογία μίσους,
- ακολουθεί μεθόδους κοινωνικού αποκλεισμού των στοχοποιημένων πληθυσμών,
- συγκροτεί και οργανώνει σε ήρεμους καιρούς παρακρατικούς μηχανισμούς που θα αναλάβουν τη «βρομοδουλειά» όταν το επιτρέψουν οι γενικότερες συνθήκες.
Αυτά ακριβώς έκαναν για πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή οι Τούρκοι εθνικιστές με τη βοήθεια των Γερμανών ιμπεριαλιστών και τα κορύφωσαν 20 χρόνια μετά οι Ναζί.
Ντόπιοι και ξένοι
Ο Μουσταφά Κεμάλ θα εκφράσει αυτή την πολιτική μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν θα συγκροτήσει το εθνικιστικό του μέτωπο, εκδιώκοντας σκληρά τους Οθωμανούς αντιπάλους του που αρνούνταν την εθνικιστική του ατζέντα, καθώς και τις μη τουρκικές μουσουλμανικές μειονότητες που προσπάθησαν να αρθρώσουν έναν αυτόνομο λόγο.
Αφού εξόντωσε κάθε πραγματικό ή δυνητικό αντίπαλο εντός του μουσουλμανικού χώρου, προσπάθησε επιτυχημένα -παρ’ ότι υπήρξε ένας αντικληρικαλιστής μεσοπολεμικός ακροδεξιός- να ενδυθεί το ρόλο του gazi, δηλαδή του ιερού πολεμιστή του Κορανίου, και να κηρύξει τζιχάντ, δηλαδή «ιερό πόλεμο κατά των απίστων».
Με τη βοήθεια των Ιταλών και των Σοβiετικών κατ’ αρχάς, των Γάλλων στη συνέχεια, την ουδέτερη στάση των ΗΠΑ αλλά και των Βρετανών αρκετά αργότερα, θα καταφέρει να συντρίψει τον ελληνικό στρατό, το αξιόμαχο του οποίου είχε καταβαραθρωθεί εξαιτίας την πολιτικής των Μοναρχικών, αλλά και των Ελλαδικών κομμουνιστών του Πουλιόπουλου.
Η διαμόρφωση ενός αρνητικού σκηνικού σχετιζόταν με πλήθος παραγόντων, όπως:
-η εγκατάλειψη των Ελλήνων του Πόντου στη μοίρα τους από τις κυβερνήσεις του Λαϊκού Κόμματος,
-η άρνηση δημιουργίας ντόπιου μικρασιατικού στρατού τη στιγμή που άρχισαν να κυριαρχούν τάσεις αποχώρησης της Ελλάδας από τη Μικρά Ασία,
-η σύγκρουση στα υψηλά στρατιωτικά και πολιτικά κλιμάκια,
-η άρνηση του Ιωάννη Μεταξά να αναλάβει την αρχιστρατηγία του ελληνικού στρατού μετά την αποπομπή του Παπούλα,
-η ανάληψη της αρχιστρατηγίας από τον περιορισμένης ικανότητας Χατζηανέστη,
-η αποδυνάμωση του μετώπου λόγω της επιχείρησης κατάληψης της Κωνσταντινούπολης κ.λπ.
Οι ανταποκρίσεις του Χέμινγουεϊ
Η συντριβή των Ελλήνων τον Αύγουστο του 1922 και τα όσα τραγικά επακολούθησαν της νίκης των κεμαλικών δεν υπήρξαν ένα νομοτελειακό γεγονός, αλλά απόρροια της διαχείρισης μιας μοναδικής ευκαιρίας από τις ελλαδικές πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα περιγράφει ο Αμερικανός συγγραφέας Ερνεστ Μίλερ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway), ο οποίος κάλυπτε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Οι ανταποκρίσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Για την πολιτική των μοναρχικών και του Λαϊκού Κόμματος μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 έγραψε: «Οι Ελληνες ήταν πρώτης τάξεως πολεμιστές και, σίγουρα, κάμποσα σκαλοπάτια παραπάνω από το στρατό του Κεμάλ. Αυτή είναι η άποψη του Γουίταλ. Πιστεύει ότι οι τσολιάδες θα είχαν καταλάβει την Αγκυρα και θα είχαν τελειώσει τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί. Οταν ο Κωνσταντίνος ήρθε στην εξουσία, όλοι οι Ελληνες αξιωματικοί που ήταν σε επιτελικές θέσεις υποβαθμίστηκαν αμέσως σε χαμηλότερες θέσεις».
«Πολλοί απ’ αυτούς είχαν πάρει τα γαλόνια τους με ανδραγαθήματα στο πεδίο της μάχης. Ηταν έξοχοι πολεμιστές και σπουδαίοι ηγέτες. Αυτό δεν εμπόδισε το κόμμα του Κωνσταντίνου να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με αξιωματικούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να πέφτει ούτε μία τουφεκιά. Αυτό είχε αποτέλεσμα να σπάσει το μέτωπο».
Ήταν «απελευθερωτικός» ο πόλεμος του Κεμάλ;
Στο ερώτημα που απασχολεί έως σήμερα ένα τμήμα της νεοελληνικής ιστορικής κοινότητας ήταν «απελευθερωτικός» ο πόλεμος; την απάντηση δίνει ο Τούρκος κοινωνικός επιστήμων και προοδευτικός διανοούμενος Attila Tuygan, ο οποίος γράφει στο κείμενό του «Γενοκτονία για τη ‘μητέρα-πατρίδα’», που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Η Γενοκτονία στην Ανατολή. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος»:
«…Ο ισχυρισμός ότι ο τουρκικός εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος δόθηκε κατά του ιμπεριαλισμού δεν θεμελιώνεται από πουθενά. Αντίθετα, όπως διαπιστώνει ο καθηγητής Taner Akcam, ο απελευθερωτικός πόλεμος ‘δεν δόθηκε κατά των εισβολέων, αλλά κατά των μειονοτήτων’. Τα Σωματεία Άμυνας-Δικαίου (Mudafai Hukut), που υπήρξαν η ατμομηχανή του ‘εθνικού αγώνα’, ιδρύθηκαν καθαρά κατά της απειλής των Ρωμιών και των Αρμενίων.
Στα πρώτα αυτά σωματεία που ιδρύθηκαν μετά από την ανακωχή του Μούδρου, τα τρία ήταν κατά των Αρμενίων και τα δύο κατά των Ρωμιών. Εξάλλου ο Μουσταφά Κεμάλ, τον Ιούλιο του 1919, όταν έστειλε την παραίτησή του από τη θέση του αξιωματικού στον Σουλτάνο τόνιζε ανοιχτά τα εξής: ‘Η στρατιωτική μου ιδιότητα άρχισε να γίνεται εμπόδιο στον εθνικό αγώνα που ξεκινήσαμε για να σώσουμε την ιερή πατρίδα και το έθνος απ’ τη διάσπαση και να μη θυσιάσουμε την πατρίδα στις επιδιώξεις των Ελλήνων και των Αρμενίων’».
*Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με βασικές του σπουδές τα Μαθηματικά και τους Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές (Πανεπιστήμιο Αθηνών). Τα κύρια ερευνητικά του ενδιαφέροντα σχετίζονται με το σοβιετικό Μεσοπόλεμο και την ιστορία του Ελληνισμού στη Σοβιετική Ένωση και με τη διαδικασία μετάβασης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα έθνη-κράτη. Έχει εκδώσει και επιμεληθεί 16 βιβλία. Έχει δημοσιεύσει αρκετά άρθρα. Από το 1987 αρθρογραφεί σε εφημερίδες (Καθημερινή, Ελευθεροτυπία, Αυγή κ.ά.) και περιοδικά. Eίχε την επιμέλεια των Σελίδων Ιστορίας στην εφημερίδα «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Δίδαξε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Δίδαξε επίσης στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.