Οι Πόλεμοι του Οπίου
Με την ονομασία αυτή έμειναν στην ιστορία οι δύο πόλεμοι που εξαπέλυσε η Αγγλία κατά της Κίνας (1839-1842 και 1856-1860), τον δεύτερο με τη συνδρομή της Γαλλίας. Εντάσσονται στην επεκτατική πολιτική προς Ανατολάς των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Ευρώπης για την ανακάλυψη νέων αγορών.
Στα μέσα του 18ου αιώνα το εμπορικό ισοζύγιο της Βρετανίας με την Κίνα ήταν ελλειμματικό. Οι Βρετανοί εισήγαγαν τσάι, μετάξι και πορσελάνες και πλήρωναν με πολύτιμο ασήμι τους Κινέζους, που αδιαφορούσαν για τα προϊόντα τους. Έτσι, μέσω της Βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών που είχε το μονοπώλιο και με τη βοήθεια ντόπιων εμπόρων αποφάσισαν να πλημμυρίσουν την Κίνα με όπιο, με στόχο να ισοσκελίσουν το εμπορικό τους έλλειμμα. Εκείνη την εποχή το κάπνισμα οπίου ήταν αρκετά διαδεδομένο στην Άπω Ανατολή. Οι Κινέζοι καταναλωτές ανταποκρίθηκαν θετικά και από τους 15 τόνους του 1730, οι Βρετανοί έφθασαν να διαθέτουν στις παραμονές του πολέμου 1.400 τόνους οπίου στην Κίνα.
Ο εθισμός μεγάλου αριθμού υπηκόων του ανησύχησε τον αυτοκράτορα Τζιατζίνγκ, ο οποίος το 1810 απαγόρευσε τη διάθεση του οπίου στην επικράτειά του, με το αιτιολογικό ότι «έκανε κακό στην υγεία και υπονόμευε τα ήθη και τους καλούς τρόπους του λαού του». Οι Άγγλοι και οι ντόπιοι συνεργάτες τους αγνόησαν το διάταγμα και συνέχισαν το εμπόριο οπίου, αφού είχαν ανάγκη το πολύτιμο ασήμι των Κινέζων. Με τον τρόπο αυτό έδειχναν να μην υπολογίζουν τη δυναστεία των Τσινγκ, που κυβερνούσε την αχανή χώρα από το 1644 και βρισκόταν σε προφανή παρακμή. Η δυναστεία αυτή είχε οδηγήσει την Κίνα σε απομόνωση στην προσπάθειά της ν’ αποφύγει την αλλοίωση του πολιτισμού της από την εισαγωγή του ευρωπαϊκού.
Το 1838, οι Κινέζοι πήραν ακόμη πιο δραστικά μέτρα. Αποφάσισαν να απαγορεύσουν με κάθε τρόπο τις εισαγωγές οπίου από τα μεγάλα λιμάνια της χώρας και να καταδικάζουν σε θάνατο τους ντόπιους εμπόρους. Την υλοποίηση των μέτρων ανέλαβε ο μανδαρίνος Λιν Τσε Χσου, ένας αυστηρός κομφουκιανιστής, που από τότε θεωρείται εθνικός ήρωας. Οι Άγγλοι μάλλον υποτίμησαν τις προθέσεις του και αρνήθηκαν να συμμορφωθούν. Όταν αυτός επέβαλε εμπάργκο σε όλα τα βρετανικά προϊόντα, η βασίλισσα Ελισάβετ το θεώρησε αιτία πολέμου. Η κατάσταση επιδεινώθηκε, όταν οι άνδρες του Σετσίου κατάσχεσαν ένα μεγάλο φορτίο οπίου στην Καντώνα, που ισοδυναμούσε με τις εισαγωγές ενός χρόνου.
Προϊστορία – Το Ευρωπαϊκό εμπόριο με την Ασία
Το άμεσο θαλάσσιο εμπόριο ανάμεσα στην Ευρώπη και την Κίνα ξεκίνησε το 1557 όταν οι Πορτογάλοι μίσθωσαν ένα στράτευμα στο Μακάου.Άλλα ευρωπαϊκά έθνη σύντομα ακολούθησαν την τακτική των Πορτογάλων,εισερχόμενοι στο υπάρχων θαλάσσιο εμπορικό δίκτυο για να ανταγωνιστούν με Άραβες, Κινέζους, Ινδούς και Ιάπωνες εμπόρους στο ενδοπεριφερειακό εμπόριο.Μερκαντιλιστικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη εναντιώθηκαν στη διαρκή εκροή ασημιού για να πληρώνουν για ασιατικά αγαθά, και έτσι οι Ευρωπαίοι έμποροι συχνά επιζητούσαν να βγάλουν κέρδος από το ενδοπεριφερειακό ασιατικό εμπόριο ώστε να μπορέσουν να αγοράσουν τα προϊόντα που θα έστελναν στις πατρίδες τους.
Μετά την ισπανική κατάκτηση των Φιλιππίνων,η ανταλλαγή αγαθών μεταξύ Ευρώπης και Κίνας αυξήθηκε δραματικά.Από το 1565,η ετήσια Γαλέρα της Μανίλαςεφοδίαζε με τεράστιες ποσότητες ασημιού το Ασιατικό εμπορικό δίκτυο,και συγκεκριμένα την Κίνα,από τα Ισπανικά ορυχεία στη Νότια Αμερική. Όσο η ζήτηση αυξάνονταν στην Ευρώπη, τα κέρδη που αποκόμιζαν οι Ευρωπαίοι έμποροι από το ασιατικό εμπορικό δίκτυο και χρησιμοποιούνταν για τις αγορές ασιατικών αγαθών σταδιακά αντικαταστάθηκαν από την άμεση εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων από την Ευρώπη με αντάλλαγμα τα ασιατικά προϊόντα.
Τα βρετανικά πλοία άρχισαν σταδιακά να πλησιάζουν τις ακτές της Κίνας το 1635. Χωρίς να θεμελιώσουν επίσημες σχέσεις μέσω του συστήματος των παραποτάμων, οι Βρετανοί έμποροι είχαν την άδεια να κάνουν συναλλαγές στα λιμάνια της Ζιουσάν και της Ξιαμέν πέρα από της Καντόνας.
Το εμπόριο ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά την ελάφρυνση των περιορισμών στο θαλάσσιο εμπόριο το 1680 από την δυναστεία των Τσινγκ, αμέσως μετά που η Ταϊβάν έπεσε στον έλεγχο των Τσινγκ. Ακόμα και ρητορική που αφορούσε την “κατάσταση των παραποτάμων” από τους Ευρωπαίους αποσιωπήθηκε. Η Καντόνα (σήμερα Γκουανγκτζού ) ήταν το λιμάνι που προτιμούσαν οι περισσότεροι ξένοι έμποροι. Τα πλοία προσπάθησαν να προσεγγίσουν και άλλα λιμάνια, ωστόσο τα οφέλη ήταν ασύγκριτα λιγότερα διότι η γεωγραφική θέση του λιμανιού της Καντόνας πάνω στις εκβολές του ποταμού Περλ ήταν συγκριτικά με άλλα λιμάνια πολύ καλύτερη, καθώς και το εμπορικό της δίκτυο. Επίσης η Καντόνα είχε τεράστια εμπειρία στο να εξισορροπεί τις ζητήσεις του Πεκίνου με αυτές των Κινέζων και των ξένων εμπόρων. Από το 1700 έως το 1842, η Καντόνα κυριαρχούσε στο θαλάσσιο εμπόριο με την Κίνα και αυτή η περίοδος έμεινε γνωστή ως “Το σύστημα της Καντόνας”.
Το επίσημο Βρετανικό εμπόριο διεξάγονταν υπό την αιγίδα της Βρετανικής εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών,η οποία διατηρούσε βασιλικά πλοία για το εμπόριο με την Άπω Ανατολή.Η Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών σταδιακά κυριάρχησε στο Κινο-Ευρωπαϊκό εμπόριο από τη θέση της στην Ινδία.
Από την απαρχή του συστήματος της Καντόνας το 1757,το εμπόριο αγαθών από την Κίνα ήταν εξαιρετικά επικερδές για τους Ευρωπαίους αλλά και για τους Κινέζους εμπόρους εξίσου.Ωστόσο,αλλοεθνείς έμποροι είχαν την άδεια να κάνουν συναλλαγές μόνο με μια ομάδα Κινέζων εμπόρων,γνωστοί και ως Κοχόνγκ. Επιπλέον ήταν περιορισμένοι στην Καντόνα. Οι ξένοι μπορούσαν να ζουν μόνο σε ένα από τα Δεκατρία Εργοστάσια κοντά στο Νησί Σαμέεν, και δεν είχαν την άδεια να εισέλθουν ή ακόμα περισσότερο να ζήσουν και να κάνουν εμπόριο σε κανένα άλλο μέρος της Κίνας.
Ενώ το εμπόριο μεταξιού και πορσελάνης αυξήθηκε λόγω της ζήτησης τους στη Δύση,μια ασταμάτητη απαίτηση για τσάι υπήρχε στη Βρετανία.Ωστόσο,μόνο το ασήμι ήταν αποδεκτό ως μέσο πληρωμής από την Κίνα,κάτι που οδήγησε σε ένα χρόνιο εμπορικό έλλειμμα.From the mid-17th century around 28 million kilograms of silver were received by China, principally from European powers, in exchange for Chinese goods. Από τα μέσα του 17ου αιώνα περίπου 28 εκατομμύρια κιλά ασημιού λήφθεισαν από την Κίνα,κυρίως από ευρωπαϊκές δυνάμεις,με αντάλλαγμα τα Κινέζικα αγαθά.
Η Βρετανία ήταν στο σύστημα χρυσού από τον 18ο αιώνα,επομένως είχε να αγοράσει ασήμι από την ηπειρωτική Ευρώπη και το Μεξικό για να ικανοποιήσει τις κινεζικές απαιτήσεις για αυτό.Προσπάθειες από μια αγγλική πρεσβεία (υπό την ηγεσία του Μακακάρντνεϊ το 1793),μια Δανική αποστολή (κάτω από τον Βαν Μπράαμ το 1794 η αποστολή της Ρωσίας υπό τον Γκολόβκιν το 1805 και μια ακόμη αγγλική το 1816 να διαπραγματευτούν την πρόσβαση στην Κινεζική αγορά απέτυχαν λόγω των συνεχόμενων αυτοκρατορικών διαδοχών.
Το 1817,οι Βρετανοί συνειδητοποίησαν ότι μπορούν να μειώσουν τα εμπορικά ελλείμματα μετατρέποντας την Ινδική αποικία σε επικερδή κάνοντας αντί-εμπόριο οπίου με αυτήν.Η αυτοκρατορία των Τσινγκ αρχικά ανέχτηκε την εισαγωγή οπίου επειδή δημιούργησε έναν έμμεσο φόρο για τους Κινέζους υπηκόους,ενώ έπετρεπαν στους Βρετανούς να διπλασιάσουν την εξαγωγές τσαγιού από την Κίνα στην Αγγλία,και δια τούτου να κερδοσκοπούν από το μονοπόλιο στις εξαγωγές του τσαγιού η αυτοκρατορία των Τσινγκ και οι υπηρέτες της.
Το όπιο παραγόταν σε παραδοσιακές περιοχές βαμβακοκαλλιέργειας της Ινδίας κάτω από την επίβλεψη της Βρετανικής εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και στις πριγκιπικές περιοχές,έξω από τον έλεγχο της εταιρείας.Και οι δύο περιοχές είχαν πληγεί σκληρά από την εισαγωγή των εργοστασιακά παραγόμενων βαμβακερών υφασμάτων,με βαμβάκι καλλιεργημένο στην Αίγυπτο.Το όπιο δημοπρατούνταν στην Καλκούτα με τον όρο να σταλθεί από βρετανούς εμπόρους στην Κίνα.Το όπιο ως ιατρικό φάρμακο είχε καταγραφεί σε κείμενα από την απαρχή της δυναστείας των Τανγκ αλλά η ψυχαγωγική του χρήση είχε περιοριστεί δια νόμου.
Οι βρετανικές πωλήσεις οπίου ξεκίνησαν το 1781,και πενταπλασιάστηκαν στο διάστημα 1821-1837.Τα πλοία της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών μετέφεραν τα φορτία τους σε νησιά μακριά από τις ακτές,ειδικά στο Νησί Λίντιν,όπου οι Κινέζοι έμποροι με γρήγορα και καλά εξοπλισμένα πλοιάρια έπαιρναν τα αγαθά για εγχώρια διανομή,πληρώνοντας γι αυτά με ασήμι και προκαλώντας μια μετατόπιση στη ροή τους.Το 1820,τον καιρό που η αυτοκρατορία των Τσινγκ χρειαζόνταν χρηματοδότηση για να καταστείλει τις εξεγέρσεις,η ροή του ασημιού είχε αντιστραφεί:Οι κινέζοι έμποροι το εξήγαγαν για να πληρώσουν το όπιο.Το αυτοκρατορικό δικαστήριο συζητούσε πότε ή πως να τερματίσει το εμπόριο οπίου,αλλά οι προσπάθειές του έπεφταν στο κενό εξαιτίας των τοπικών αξιωματικών που είχαν τεράστιο κέρδος,συμπεριλαμβανομένων κερδών από φόρους και δωροδοκίες.
Μια κρίσιμη καμπή έγινε το 1834:Μεταρρυθμιστές στην Αγγλία που υποστήριζαν το ελεύθερο εμπόριο πέτυχαν να τερματίσουν το μονοπώλιο της Βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών μέσω της Συνταγματικής Πράξης της Αγίας Ελένης του 1833,ανοίγοντας τελικά το Βρετανικό εμπόριο σε ιδιώτες επιχειρηματίες,πολλοί από τους οποίους μπήκαν στο προσοδοφόρο εμπόριο οπίου στην Κίνα.Αμερικάνοι έμποροι αναμείχθηκαν με τη σειρά τους και ξεκίνησαν να εισάγουν όπιο από την Τουρκία στην κινέζικη αγορά-ήταν χειρότερης ποιότητας αλλά φτηνότερης παραγωγής-σηματοδοτώντας έτσι την αρχή του ανταγωνισμού μεταξύ αμερικανών και βρετανών εμπόρων,που είχε ως αποτέλεσμα να πέσει χαμηλά η τιμή του οπίου,αυξάνοντας όμως τις πωλήσεις.
Α’ Πόλεμος του Οπίου (1839 – 1842)
Ο Πρώτος Πόλεμος του Οπίου (1839-1842), γνωστός επίσης ως Πόλεμος του Οπίου και ως Άγγλο-Κινεζικος Πόλεμος διεξήχθη ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και την Αυτοκρατορία των Τσινγκ λόγω των αντιμαχόμενων απόψεων τους πάνω σε διπλωματικές σχέσεις, το εμπόριο, καθώς και την απονομή της δικαιοσύνης για ξένους υπηκόους.
Στον 17ο και στον 18ο αιώνα, η ζήτηση για τα κινέζικα αγαθά (συγκεκριμένα μετάξι, πορσελάνη και τσάι) στην ευρωπαϊκή αγορά δημιούργησε μια εμπορική ανισορροπία επειδή η αγορά για τα δυτικά αγαθά στην Κίνα ήταν πρακτικά, ανύπαρκτη. Η Κίνα ήταν αυτάρκης σε ικανοποιητικό βαθμό και στους Ευρωπαίους δεν επιτρέπονταν πρόσβαση στα εσωτερικά θέματα της Κίνας. Το ευρωπαϊκό ασήμι εισάγονταν στην Κίνα όταν το σύστημα της Καντόνας, που δημιουργήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα, περιόρισε το θαλάσσιο εμπόριο στην Καντόνα και στους Κινέζους εμπόρους. Η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών (ΕΑΙ) είχε το μονοπώλιο του βρετανικού εμπορίου. Η ΕΑΙ ξεκίνησε να βγάζει σε πλειστηριασμό όπιο που καλλιεργούσε σε φυτείες της στην Ινδία με σκοπό σε ανεξάρτητους ξένους εμπόρους με αντάλλαγμα ασήμι. Το όπιο τότε μεταφέρονταν στις κινεζικές ακτές και πωλούνταν σε Κινέζους μεσάζοντες οι οποίοι το μεταπωλούσαν μέσα στην Κίνα. Αυτή η αντιστροφή στη ροή του ασημιού καθώς και ο αυξανόμενος αριθμός εθισμών στο όπιο ανησύχησε τις κινεζικές αρχές.
Το 1839, ο αυτοκράτορας Νταουγκάνγκ, απορρίπτοντας προτάσεις για νομιμοποίηση και φορολόγηση του οπίου, διόρισε τον Λιν Ζεξού για να λύσει το πρόβλημα εξαφανίζοντας το εμπόριο. Ο Λιν κατάσχεσε 20.000 σεντούκια με όπιο (περίπου 1210 τόνους) χωρίς να προσφέρει αποζημίωση, απέκλεισε το εμπόριο και περιόρισε τους εμπόρους στα καταλύματα τους. Η Βρετανική κυβέρνηση, παρόλο που δεν αρνήθηκε το δικαίωμα της Κίνας να ελέγχει τις εισαγωγές του ναρκωτικού, εναντιώθηκε σε αυτό το απροσδόκητο μέτρο και χρησιμοποίησε το ναυτικό της και το πυροβολικό της για να προκαλέσει μια γρήγορη και αποφασιστική ήττα.
Ο Α’ Πόλεμος του Οπίου έληξε και τυπικά με τη Συνθήκη του Νανκίνγκ στις 29 Αυγούστου 1842, η οποία προέβλεπε:
- Την παραχώρηση του Χονγκ-Κονγκ στη Βρετανία.
- Την παραχώρηση πέντε λιμανιών της νοτιοανατολικής Κίνας για το εμπόριο και τη διαμονή των Βρετανών (Καντώνα, Αμόι, Φουτσόου, Νίγκμπο και Σαγκάη).
- Ετεροδικία για τους βρετανούς υπηκόους.
- Καταβολή μεγάλης αποζημίωσης από την Κίνα.
Παρόμοια προνόμια απέκτησαν το 1844 οι ΗΠΑ και η Γαλλία, με ανάλογες συμφωνίες.
Η ταπεινωτική ήττα κηλίδωσε την εικόνα του Αυτοκράτορα Γκουάνγκ Ντάο. Ο στρατός και η γραφειοκρατία ξεσηκώθηκαν και ανακήρυξαν χωριστό κράτος με την επωνυμία Ουράνιο Βασίλειο της Αιώνιας Ειρήνης (Taipíng Tian Guo), με πρωτεύουσα το Νανκίνγκ (1850-1864). Οι Ευρωπαίοι έπρεπε τώρα να διαλέξουν στρατόπεδο.
Το 1842, η συνθήκη του Ναντσίνγκ, η πρώτη από τις συνθήκες που οι Κινέζοι αποκάλεσαν “άνισες”, χορήγησε μια αποζημίωση και ετεροδικία στη Βρετανία, το άνοιγμα πέντε λιμανιών της συνθήκης και την εκχώρηση του νησιού του Χονγκ Κονγκ. Η αποτυχία της συνθήκης να ικανοποιήσει τους βρετανικούς στόχους, που αφορούσαν τη βελτίωση του εμπορίου και τις διπλωματικές σχέσεις οδήγησαν στον Δεύτερο Πόλεμο του Οπίου (1856-1860). Ο πόλεμος αυτός θεωρείται στην Κίνα ως η αρχή της σύγχρονης κινέζικης ιστορίας.
Β’ Πόλεμος του Οπίου (1856 – 1860)
Στις 8 Οκτωβρίου 1856, κινέζοι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι συνέλαβαν το πλήρωμα του πλοίου Βέλος για πειρατεία και λαθρεμπόριο. Το πλοίο ήταν κινέζικης ιδιοκτησίας, αλλά έφερε τη βρετανική σημαία. Οι Άγγλοι παραπονέθηκαν ότι οι τελωνειακοί έσχισαν τη βρετανική σημαία και κήρυξαν τον πόλεμο στον αυτοκράτορα. Μαζί τους συντάχθηκαν και οι Γάλλοι, με το πρόσχημα της δολοφονίας ενός συμπατριώτη τους ιεραποστόλου στις αρχές του χρόνου. Τη συμπαράστασή τους στους Αγγλογάλλους εξέφρασαν ΗΠΑ και Ρωσία.
Οι δύο σύμμαχου γρήγορα κυριάρχησαν στο πεδίο των μαχών και κατέλαβαν την Καντώνα, αναγκάζοντας τους Κινέζους να συνθηκολογήσουν και να υπογράψουν τον Ιούνιο του 1858 τη Συνθήκη του Τιεντσίν, η οποία προέβλεπε:
- Εγκατάσταση διπλωματικών αποστολών από Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ και Ρωσία στο Πεκίνο, που εκείνη την εποχή ήταν Απαγορευμένη Πόλη.
- Άνοιγμα δέκα νέων λιμανιών για εμπορική δραστηριότητα.
- Ελευθερία κινήσεων για τους ξένους στο εσωτερικό της χώρας.
- Ελευθερία κινήσεων για τους χριστιανούς ιεραποστόλους.
- Νομιμοποίηση των εισαγωγών οπίου.
- Καταβολή μεγάλης αποζημίωσης από την Κίνα σε Βρετανία και Γαλλία.
Ο Αυτοκράτορας Φενγκ Ξιάν αρνήθηκε να επικυρώσει τη συμφωνία και οι Αγγλογάλλοι επανέλαβαν τις εχθροπραξίες το 1859. Με επικεφαλής τον Τζέιμς Μπρους, 8ο Κόμη του Έλγιν (γιο του γνωστού μας Λόρδου Έλγιν) οι Αγγλογάλλοι προήλασαν και εισήλθαν χωρίς να συναντήσουν μεγάλη αντίσταση στο Πεκίνο. Έβαλαν φωτιά στα θερινά Ανάκτορα, προέβησαν σε λεηλασίες και ανάγκασαν τον αυτοκράτορα να υπογράψει στις 18 Οκτωβρίου 1860 τη Σύμβαση του Πεκίνου, με την οποία επικυρωνόταν η Συνθήκη του Τιεντσίν. Στη συνέχεια, οι Αγγλογάλλοι βοήθησαν τον αυτοκράτορα Τζι Τονγκ να καταστείλει την Εξέγερση του Ταϊπίγκ και να αποκαταστήσει την ενότητα της Κίνας το 1864.
Οι ταπεινωτικές ήττες των Κινέζων στους δύο Πολέμους του Οπίου, προκάλεσαν την εθνική τους αφύπνιση και συνέβαλαν μακροπρόθεσμα στην πτώση της δυναστεία των Τσινγκ το 1911 και την κατάργηση της βασιλείας. Από την εποχή εκείνη μεγάλωσε η καχυποψία των Κινέζων για τη Δύση. Αυτή η ψυχολογική κατάσταση διατηρείται άσβεστη και σήμερα στην Άπω Ανατολή.
Geopolitics Editorial Team
πηγές:Sansimera.gr , Wikipedia