Πώς ερμηνεύεται η επιστολή Τραμπ προς Ιβάνοφ
Του Κώστα Ράπτη
Η συγχαρητήρια επιστολή του Ντόναλντ Τραμπ προς τον Γκιόργκι Ιβάνοφ, με αφορμή την Ημέρα Ανεξαρτησίας της πΓΔΜ, έρχεται να μας υπενθυμίσει, με τις αλλεπάλληλες αναφορές της στη “Μακεδονία”, ότι οι ΗΠΑ έχουν από το 2004 αναγνωρίσει τη γειτονική μας χώρα με το συνταγματικό της όνομα, το οποίο και χρησιμοποιούν στις διμερείς τους σχέσεις. Και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει παρά μόνο εάν τεθεί σε εφαρμογή η Συμφωνία των Πρεσπών, υπέρ της οποίας τόσο θερμά συνηγορεί ο Αμερικανός πρόεδρος.
Απευθυνόμενη μάλιστα, κατά το πρωτόκολλο, προς έναν πολέμιο της συμφωνίας, όπως είναι ο προσκείμενος στο κόμμα VMRO-DPMNE της αντιπολίτευσης Γκιόργκι Ιβάνοφ, η επιστολή Τραμπ θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αυστηρή παραίνεση – αν και από την άλλη πλευρά οι επανειλημμένες αναφορές στη “Μακεδονία” αποβλέπουν στο να λειτουργήσουν καθησυχαστικά, με την έννοια ότι η υπερδύναμη ήδη εγγυάται την υπόσταση και την ταυτότητα της βαλκανικής αυτής χώρας και συνεπώς από την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν πρόκειται να αλλάξουν και πολλά.
Ο τρώσας και ιάσεται θα μπορούσε κανείς να πει, έχοντας κατά νου ότι η αναγνώριση της πΓΔΜ από τις ΗΠΑ με το συνταγματικό της όνομα ασφαλώς δεν διευκόλυνε την ταχύτερη επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος και πάντως δεν απέτρεψε το άτυπο ελληνικό βέτο της κυβέρνησης Καραμανλή στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου το 2008.
Ενόψει του δημοψηφίσματος της 30ης Σεπτεμβρίου στην πΓΔΜ για την έγκριση της Συμφωνίας των Πρεσπών ο διεθνής παράγοντας στρέφει τώρα τις πιέσεις του προς τον θεωρούμενο ως “αδύνατο κρίκο”: οι επισκέψεις στα Σκόπια χθες του γ.γ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, σήμερα του καγκελαρίου της προεδρεύουσας της Ε.Ε. Αυστρίας, Σεμπάστιαν Κουρτς και αύριο της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ αυτό το νόημα έχουν. Η ανάγκη να εξασφαλισθεί η επικράτηση του “Ναι”, καθώς και η επαρκής προσέλευση των ψηφοφόρων, ώστε το δημοψήφισμα να είναι έγκυρο, προβάλλει για τους ηγέτες της Δύσης επιτακτική, σε μία φάση κατά την οποία οι συσχετισμοί στο εκλογικό σώμα της γειτονικής χώρας είναι ασαφείς και η αντιπολίτευση εξετάζει την επιλογή της αποχής.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η διεθνής συστράτευση για το κλείσιμο του συγκεκριμένου “μετώπου” και για ενίσχυση της παρουσίας των ευρωατλαντικών θεσμών στα Δυτικά Βαλκάνια κατά την παρούσα νεοψυχροπολεμική συγκυρία δεν μπορεί να αποκρύψει τον εν πολλοίς αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα και τις εντέλει ανταγωνιστικές στοχεύσεις των έξωθεν παρεμβάσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια στιγμή, με ενθάρρυνση της κυβέρνησης Τραμπ, με αντιφατικές τοποθετήσεις των ιθυνότων της Ε.Ε. και με σαφώς απορριπτική τοποθέτηση από πλευράς της Άγκελα Μέρκελ δρομολογείται και το κλείσιμο της άλλης μεγάλης εκκρεμότητας της ίδιας περιοχής δια της ανταλλαγής εδαφών μεταξύ της Σερβίας και του Κοσόβου. Ό,τι προβάλλει ως πρωτοβουλία συνολικής σταθεροποίησης των Δυτικών Βαλκανίων μπορεί ταυτόχρονα να αποβεί, ηθελημένα ή αθέλητα, θρυαλλίδα εκ νέου αποσταθεροποίησής τους. Αυτό άλλωστε επισημαίνει ανάλυση του Ινστιτούτου Stratfor, που υπενθυμίζει αφενός τα ρήγματα που έχει επιφέρει στην πολιτική σκηνή Αθηνών και Σκοπίων η Συμφωνία των Πρεσπών, αφετέρου το ντόμινο “αναδιαρρυθμίσεων” (π.χ. στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη) που κινδυνεύει να κινητοποιήσει η πρόταση ανταλλαγής εδαφών Σερβίας-Κοσόβου.