Η Γερμανία μιλάει τώρα για πυρηνικά. Ευχαριστούμε Trump
Σε μια ειρηνικών τάσεων Γερμανία, η έννοια της κατοχής πυρηνικών όπλων έχει τυπικά υποβιβαστεί στο περιθώριο του πολιτικού φάσματος. Οι ηγέτες της Δυτικής Γερμανίας στη δεκαετία του 1950 “έπαιξαν” με το να διατηρήσουν ανοιχτή την επιλογή των πυρηνικών, για τα οποία είχαν το τεχνολογικό δυναμικό, αλλά από το 1969 που υπεγράφη η Συνθήκη Μη διάδοσης Πυρηνικών, η χώρα και η διάδοχός της, η ενωμένη Γερμανία υπήρξαν υπερασπιστές του καθεστώτος μη διάδοσης στον κόσμο, με όλους τους τρόπους. Η γερμανική κοινή γνώμη αντιτίθεται σθεναρά ακόμη και στην αστική πυρηνική ενέργεια, και είναι συντριπτικά εναντίον της χρήσης πυρηνικών όπλων.
Ωστόσο τελευταία, το κάποτε θέμα-ταμπού της γερμανικής πυρηνικής ενέργειας, έχει γίνει μια αποδεκτή συζήτηση για την κοινή γνώμη.. Η συζήτηση παραμένει σαφώς εναντίον των πυρηνικών. Ωστόσο, αξιοσέβαστες φωνές εγείρουν σημαντικά ερωτήματα για τις επιλογές σκληρής επίδειξης ισχύος σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον ασφάλειας. Ενώ υπάρχουν διαρθρωτικοί παράγοντες, η άνθηση της συζήτησης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην υπονόμευση των δεσμών συμμαχίας από τον πρόεδρο Donald Trump. Όπως επισήμανε η Καγκελάριος Merkel το Μάιο, η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να στηρίζεται στην Αμερική για να την προστατεύσει, όσο βρίσκεται στην εξουσία ο Trump. Αντιθέτως, θεωρείται ότι πρόθεσή του είναι να ανατρέψει την μετά-πολεμική παγκόσμια τάξη.
Όπως επισημάνθηκε λεπτομερώς στην χρήση βάση δεδομένων που κατάρτισε το Carnegie Endowement for International Peace, η συζήτηση στη Γερμανία ξεκίνησε για πρώτη φορά μετά από την εκλογή του Trump το Νοέμβριο του 2016, τροφοδοτούμενη από τις δηλώσεις που έκανε στην προεκλογική του εκστρατεία, υποστηρίζοντας ότι το ΝΑΤΟ είναι “ξεπερασμένο” και δηλώνοντας ότι η αμερικανική εγγύηση ασφάλειας θα πρέπει να εξαρτάται από την προθυμία των Ευρωπαίων να πληρώσουν για αυτή. Η συζήτηση αναζωπυρώθηκε αυτό το καλοκαίρι από την ρητή απειλή του Trump στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ να αποχωρήσει από τη συμμαχία και από την περιβόητη συνάντησή του με τον Ρώσο πρόεδρο Vladimir Putin στο Ελσίνκι αμέσως μετά.
Οι μελετητές του Carnegie επισήμαναν ότι η συζήτηση του 2016-2017 αφορούσε τη σκοπιμότητα μιας πυρηνικής επιλογής για τη Γερμανία, με τους περισσότερους να είναι αρνητικοί. Αντιθέτως, η πιο πρόσφατη συνάντηση ήταν πιο έντονη, εστιάζοντας στα ερωτήματα της σκοπιμότητας και στις εναλλακτικές ρυθμίσεις, δηλαδή σε ένα γερμανικό πυρηνικό αποτρεπτικό έναντι ενός ευρωπαϊκού. Αυτή η εξέλιξη αντανακλά το αυξανόμενο ενδιαφέρον που έχει αποκτήσει το πυρηνικό ερώτημα μεταξύ της γερμανικής κοινής γνώμης.
Οι σύμμαχοι των Αμερικανών στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού συμμετέχουν επίσης σε εσωτερικές συζητήσεις για την πιθανότητα ανάγκης εθνικών πυρηνικών όπλων. Στην περίπτωση της Ιαπωνίας και της Αυστραλίας, ορισμένοι μπορεί να αναρωτηθούν εάν το ζήτημα μπορεί πραγματικά να χαρακτηριστεί ως μια συζήτηση, δεδομένου ότι κανένας mainstream πολιτικός συνηγορεί υπέρ της πυρηνικής ενέργειας. Ωστόσο, εξέχοντες Ιάπωνες, και σε μικρότερο βαθμό Αυστραλοί αναλυτές στον τομέα της ασφάλειας, έχουν αναφέρει την πιθανότητα, βασισμένοι στις ολοένα και αυξανόμενες ανησυχίες για την ασφάλεια. Όπως η Γερμανία πρέπει να ανησυχεί για την Ρωσία, (οι Ιάπωνες) έχουν το νου τους στην επιθετική Κίνα. Στη Νότια Κορέα, κορυφαίοι Συντηρητικοί πολιτικοί έχουν υποστηρίξει εδώ και αρκετά χρόνια ότι η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων στη Β. Κορέα απαιτεί μια αμοιβαία απάντηση. Αυτές οι συζητήσεις στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, δεν πυροδοτήθηκαν από τον Trump, αλλά η αμφιθυμία του για τις συμμαχίες επιτείνει το αίσθημα της ανασφάλειας.
Η πίστη στην αμερικανική δέσμευση για την ασφάλεια ήταν ο ισχυρότερος παράγοντας που οι σύμμαχοι δεν είχαν πυρηνικά. Η απόκτηση και διατήρηση πυρηνικών όπλων είναι συνήθως δαπανηρή, προκλητική, πολιτικά διχαστική και αποσταθεροποιητική. Δεδομένης της πυρηνικής ομπρέλας που εκτείνεται από την Ουάσιγκτον, κανένας εταίρος των ΗΠΑ στην ασφάλεια μετά το Ισραήλ στα μέσα του 1960, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη των πυρηνικών όπλων για τη δική του πυρηνική ασφάλεια. Η Ταϊβάν και η Νότια Κορέα το προσπάθησαν περισσότερες από μία φορές, όταν η αμερικανική δέσμευση ήταν υπό αμφισβήτηση, αλλά έκτοτε έχουν λάβει διαβεβαιώσεις επανειλημμένως. Χάρη στην δύναμη αυτής της δέσμευσης, ο αριθμός των εξοπλισμένων με πυρηνικά όπλα χωρών, είναι μονοψήφιος.
Οι παρορμήσεις απομονωτισμού του Trump και οι ασταθείς του απόψεις ωστόσο, καθιστούν την αμερικανική εγγύηση ασφάλειας υπό αμφισβήτηση, όπως δεν έχει γινεί συχνά στο παρελθόν. Οι διαβεβαιώσεις που παρέχονται από τον υπ. Άμυνας James Mattis και από άλλα μέλη της ομάδας εθνικής ασφάλειας, βοηθούν αλλά δεν μπορούν να αντισταθμίσουν την επίδραση του Trump. Σύμφωνα με τα λόγια των ειδικών στην ασφάλεια, Philip Gordon και Ivo Daalder, “O Trump έχει καταφέρει ένα δυνητικά θανατηφόρο πλήγμα στην πιο αποτελεσματική αμυντική συμμαχία των ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, και ίσως έχει καταστήσει την Ευρώπη, ασφαλή για πόλεμο ξανά”.
Η Ζημιά ωστόσο, αναμένεται να παραμείνει και αφού φύγει ο Trump. Οι παρατηρητές της αμερικανικής πολιτικής θα γνωρίζουν ότι ο Trump, όσο μοναδικός και αν είναι, δεν είναι ο απόλυτος παραλογισμός. Οι υποστηρικτές του “Η Αμερική πρώτα”, είναι εδώ και καιρό μέρος του πολιτικού τοπίου. Επιδίωξαν να κρατήσουν την Αμερική έξω από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1940.. Ο Pat Buchanan διεξήγε εκστρατεία για τον απομονωτισμό όταν ήταν υποψήφιος για την προεδρία την περίοδο 1992-2000. Με βάση αυτό, οι θέσεις του Trump δεν θα φύγουν όταν ο ίδιος αποχωρήσει από το Λευκό Οίκο, αλλά θα πρέπει να υποτιμηθεί επειδή είναι τρελό.
Ας ελπίσουμε ότι οι εταίροι της Ουάσιγκτον θα έχουν υπομονή μέχρι η Αμερική να έρθει στα συγκαλά της υπό ένα φυσιολογικό πρόεδρο ο οποίος κατανοεί ότι η Αμερική είναι μεγάλη όταν οι συμμαχίες της είναι ισχυρές και ότι η αξιοπιστία είναι πολλαπλασιαστής ισχύος. Κάθε άλλος Αμερικανός πρόεδρος στην πυρηνική εποχή έχει κατανοήσει τους κινδύνους πό την εξάπλωση αυτής της απειλητικής για τον πολιτισμό τεχνολογίας και τον κρίσιμο ρόλο των αμερικανικών εγγυήσεων ασφάλειας στη διατήρηση της μη διάδοσης των πυρηνικών.