Μπορεί να γίνει η Ευρώπη μια πυρηνική δύναμη;
Των Manuel Lafont Rapnouil, Tara Varma, Nick Witney
European Council on Foreign Relations
“Χρειαζόμαστε την βόμβα;”, έγραφε το πρωτοσέλιδο της Welt am Sonntag, μιας εκ των μεγαλυτέρων γερμανικών εφημερίδων, τον προηγούμενο μήνα. Σε έναν άρθρο του στην εφημερίδα, ο πολιτικός επιστήμονας Christian Hacke απάντησε “ναι”, υποστηρίζοντας ότι “για πρώτη φορά από το 1949, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν βρίσκεται πλέον κάτω από την πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ”.
Είναι πρωτοφανές το γεγονός ότι οι κατά των πυρηνικών, οι λάτρεις της ειρήνης Γερμανοί, θα πρέπει να παίζουν με τέτοιες ιδέες. Για 70 χρόνια, η συμμαχία του ΝΑΤΟ στηριζόταν στην πεποίθηση ότι, σε ακραίες περιστάσεις, ο Αμερικανός πρόεδρος θα ήταν πρόθυμος να ρισκάρει την καταστροφή του Σικάγο για να προστατεύσει το Βερολίνο. Ωστόσο το καταστροφικό καλοκαιρινό ταξίδι του Trump στην Ευρώπη –στο οποίο διεμήνυσε προς τους ηγέτες της συμμαχίας πως εάν οι Ευρωπαίοι δεν αναπροσαρμοστούν, οι ΗΠΑ μπορεί να “συνεχίσουν το δικό τους δρόμο”- έχει καταστήσει αυτές τις πεποιθήσεις αβάσιμες.
Στο μεταξύ, η υπολογισμένη εκστρατεία επιθέσεων του Putin εναντίον ευρωπαϊκών συμφερόντων, και οι επανειλημμένες εκδηλώσεις της ετοιμότητάς του να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να προβάλει την ρωσική ισχύ, έχουν επιβεβαιώσει την ανάγκη των Ευρωπαίων για αξιόπιστη πυρηνική αποτροπή –ως την μόνη εναλλακτική για την αποδοχή μιας κατάστασης χρόνιου εκφοβισμού.
Αλλά, μια γερμανική βόμβα; Κανείς δεν το θέλει αυτό. Ούτε οι σύμμαχοι των Γερμανών, ούτε η διεθνής κοινότητα, η οποία κατανοεί ότι η διατήρηση της συνθήκης για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων (ΝΡΤ) είναι προς το κοινό συμφέρον της ανθρωπότητας, και όχι, το πιο σημαντικό, για τους ίδιους τους Γερμανούς. Σε κάθε περίπτωση, τα γαλλικά και βρετανικά πυρηνικά όπλα έχουν την τεχνική δυνατότητα να παράσχουν μια αποτρεπτική ομπρέλα για την Ευρώπη.
Η ιδέα ότι οι γαλλικές και βρετανικές πυρηνικές δυνάμεις μπορεί να γίνουν κάποιου είδους “ευρωπαϊκής αποτροπής”, κάθε άλλο παρά νέα είναι. Το Παρίσι και το Βερολίνο συζητούν το ζήτημα sotto voce, σε διάφορες περιπτώσεις στον 20ο αιώνα. Η Γερμανία το αναφέρει μάλιστα στην επικύρωσή της ΝΡΤ το 1974, με μια ρητή επιφύλαξη της πιθανής δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις κατάλληλες ικανότητες.
Είναι ασφαλώς, δύσκολο να προβλέψουμε να προσφέρεται ή να γίνεται αποδεκτή, μια αξιόπιστη προσφορά μιας γάλλο-βρετανικής πυρηνικής ομπρέλας για τους Ευρωπαίους συμμάχους και εταίρους, στο άμεσο μέλλον. Εξάλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται σε διαδικασία αποχώρησης από την ΕΕ, κάτι που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Ενώ η Γαλλία δεν δεσμεύει καν τις πυρηνικές της δυνάμεις στο ΝΑΤΟ. Όσον αφορά τους μελλοντικούς δικαιούχους, οι περισσότεροι δεν χρειάστηκε να σκεφτούν το θέμα των πυρηνικών από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και μετά και θα προτιμούσαν σίγουρα να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν.
Αλλά ασφαλώς δεν θα χρειαστούν πολλά περισσότερα από τον Trump και τον Putin να καταστήσουν αυτή τη στάση στρουθοκαμηλισμού μη βιώσιμη, και να υποχρεώσουν τους Ευρωπαίους να αντιμετωπίσουν αυτό που θα απαιτήσει η πρόσφατα διακηρυχθείσα φιλοδοξία τους για “στρατηγική αυτονομία”. Και όσον αφορά τις δύο πυρηνικές δυνάμεις, η Βρετανία μπορεί να περάσει το Brexit με την υπόσχεση για “άνευ όρων δέσμευση” στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, να παραμένει ανέπαφη. Ενώ η Γαλλία έχει ένα νέο πρόεδρο ο οποίος έχει υποστηρίξει την έννοια της στρατηγικής αυτονομίας και δεν φοβάται τις τολμηρές αποχωρήσεις. Επιπλέον, οι δύο χώρες έχουν ήδη λάβει μέτρα προς τις αμοιβαίες πυρηνικές εγγυήσεις: ο πρόλογος της συνθήκης του Lancaster House 2010 για τα πυρηνικά, επιβεβαιώνει ότι οποιαδήποτε απειλή προς τα “ζωτικά συμφέροντα” του ενός, θα αντιμετωπιστεί το ίδιο και από την άλλη.
Εάν επιθυμούν λοιπόν να προσφερθούν ως κοινοί πυρηνικοί εγγυητές της ευρωπαϊκής ασφάλειας, η Βρετανία και η Γαλλία δεν έχουν παρά να περπατήσουν σε αυτό το δρόμο –ενισχύοντας την πυρηνική τους συνεργασία (για την κάλυψη πχ, της πυρηνικής προώθησης και της κοινής στόχευσης), και αναπτύσσοντας την κοινή τους πολιτική διακήρυξης για να καταστήσουν σαφές ότι θεωρούν τα ζωτικά συμφέροντα των Ευρωπαίων εταίρων τους, ως δικά τους.
Ασφαλώς, μια τέτοια “εκτεταμένη αποτροπή” απαιτεί και από τα δύο μέρη να προχωρήσουν σε συνεχείς επιδείξεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Εδώ, το ΝΑΤΟ έχει καθιερώσει το μοντέλο. Οι πυρηνικοί εγγυητές πρέπει να περιλαμβάνουν τους δικαιούχους σε όλες τις πτυχές του πυρηνικού δόγματος, της ανάπτυξης της τακτικής και του σχεδιασμού, ως εκ τούτου μοιράζοντας τους σχετικούς κινδύνους και τα εμπόδια. Στο ΝΑΤΟ, αυτό σήμαινε την παροχή βάσεων και αεροπορίας για την παράδοση πυρηνικών βομβών στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, όπου το μεγαλύτερο μέρος της γαλλικής και βρετανικής ικανότητας βασίζεται στα υποβρύχια, η κατανομή του κόστους μπορεί να είναι μια κατάλληλη εναλλακτική λύση.
Η “ευρωπαϊκή αποτροπή” ίσως να μην συμβεί ποτέ. Αλλά το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία θα πρέπει να προετοιμαστούν για την πιθανότητα, να εμβαθύνουν την υπάρχουσα πυρηνική εταιρική τους σχέση και να επαναδιατυπώσουν ότι τα ζωτικά συμφέροντα της Ευρώπης είναι όλο και περισσότερο συναφή με τα δικά τους. Οι άλλοι Ευρωπαίοι στο μεταξύ, θα πρέπει να βγουν από την ασφάλειά τους και να αρχίσουν ξανά έναν σοβαρό διάλογο για τις ευθύνες της δικής τους ασφάλειας. Οι εικασίες για μια πυρηνική βόμβα, ίσως να μην επιβιώσουν πέρα από τα πρωτοσέλιδα του καλοκαιριού –αλλά ήταν μια ευχάριστη πρόκληση παρόλα αυτά.