FT: Κίνδυνος ολομέτωπου εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας
Οι δύο υπερδυνάμεις έχουν πολιτικούς, οικονομικούς και στρατηγικούς λόγους που τους ωθούν σε μια εμπορική σύγκρουση. Η επικίνδυνη ηρεμία των αγορών, οι απειλές του Τραμπ και η μάχη για τις τεχνολογίες του μέλλοντος.
του Gideon Rachman
Financial Times
«Οι εμπορικοί πόλεμοι είναι καλοί και εύκολο να κερδηθούν». Το ανέμελο tweet του Ντόναλντ Τραμπ τον περασμένο Μάρτιο μπορεί να μείνει στην ιστορία ως το οικονομικό αντίστοιχο μιας πρόβλεψης που είχε γίνει στη Βρετανία τον Αύγουστο του 1914, ότι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος «θα έχει λήξει ως τα Χριστούγεννα».
Οι πρώτοι δασμοί που επέβαλε ο Αμερικανός πρόεδρος σε εισαγωγές κινεζικών αγαθών αξίας $50 δισ. τον Ιούνιο δεν έφεραν μια γρήγορη νίκη. Αντίθετα, προκάλεσαν κινεζικά αντίποινα. Ο κ. Τραμπ ετοιμάζεται τώρα να επιβάλλει δασμούς σε επιπλέον εισαγωγές αξίας $200 δισ. από την Κίνα, οι οποίες πιθανότατα θα οδηγήσουν και πάλι σε μια ισοδύναμη απάντηση από το Πεκίνο. Ο κόσμος βρίσκεται στα πρόθυρα ενός μεγάλου εμπορικού πολέμου ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ και δεν προβλέπεται να τελειώσει σύντομα.
Μέχρι σήμερα, οι αγορές είναι κατά παράδοξο τρόπο εξαιρετικά ήρεμες για όλα αυτά. Μήπως υποθέτουν πως θα υπάρξει μια συμφωνία της τελευταίας στιγμής ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα; Αλλά πρόκειται για έναν επικίνδυνο εφησυχασμό. Αντίθετα, υπάρχουν πολιτικοί, οικονομικοί και στρατηγικοί λόγοι που ωθούν τις δύο πλευρές προς μια παρατεταμένη σύγκρουση.
Αν και οι δύο πλευρές ακολουθήσουν τις απειλές τους, θα έχουν σύντομα καλύψει πάνω από το μισό διμερές τους εμπόριο, με τον κ. Τραμπ να απειλεί να περαιτέρω δασμούς και μετά από αυτό, κάτι που ουσιαστικά θα κάλυπτε το σύνολο των κινεζικών εξαγωγών στις ΗΠΑ.
Οι μεγαλύτερες εταιρείες των ΗΠΑ και τα πιο σημαντικά αγαθά τους βρίσκονται ήδη στο στόχαστρο. Η Apple προειδοποίησε την περασμένη εβδομάδα ότι το κόστος των προϊόντων της θα αυξηθεί αν επιβληθεί ο επόμενος γύρος των προτεινόμενων δασμών. Η προειδοποίηση έγινε αποδεκτή με μια προτροπή του προέδρου να μεταφέρει μέρος της παραγωγής στις ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί αγρότες,οι οποίοι δέχθηκαν πλήγμα από τους κινεζικούς δασμούς στη σόγια, έχουν λάβει κυβερνητικές επιδοτήσεις και έχουν κληθεί να επιδείξουν πατριωτική στάση.
Για πολιτικούς λόγους, τόσο ο κ. Τραμπ όσο και ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ θα δυσκολευτούν να αποτραβηχτούν από την μάχη αυτή. Είναι πιθανό ο κ. Τραμπ να αποδεχθεί μια συμβολική νίκη. Αλλά ο κ. Σι δεν μπορεί να αποδεχθεί μια συμβολική ήττα. Ο κινεζικός λαός έχει γαλουχηθεί με την ιδέα ότι ο «αιώνας της ταπείνωσης» τους ξεκίνησε όταν η Βρετανία ανάγκασε την δυναστεία Τσινγκ να κάνει παραχωρήσεις στο εμπόριο τον 19ο αιώνα. Ο κ. Σι έχει υποσχεθεί μια «σπουδαία αναγέννηση του κινεζικού λαού» που θα διασφαλίσει ότι οι ταπεινώσεις αυτές δεν θα συμβούν ξανά.
Υπάρχουν επίσης λόγοι να αμφιβάλλει κανείς ότι όσον αφορά την Κίνα η κυβέρνηση Τραμπ θα συμβιβαστεί με μικρές παραχωρήσεις, όπως οι υποσχέσεις του Πεκίνου να αγοράζει περισσότερα αμερικανικά αγαθά ή η αλλαγή των κανόνων στις κοινοπραξίες. Οι υπέρμαχοι του προστατευτισμού στην καρδιά της κυβέρνησης, συγκεκριμένα ο Ρόμπερτ Λάιτιζερ, εκπρόσωπος εμπορίου των ΗΠΑ και ο Πίτερ Ναβάρο, σύμβουλος πολιτικής στο εμπόριο και τη μεταποίηση στον Λευκό Οίκο, θεωρούν εδώ και καιρό την Κίνα ως τον πυρήνα των εμπορικών προβλημάτων της Αμερικής.
Οι αισιόδοξοι θα πάρουν κουράγιο από το γεγονός ότι ο κ. Τραμπ έχει κάνει πίσω, πιθανότατα προσωρινά, από τις σκληρές εμπορικές απειλές που εξαπέλυσε κατά του Μεξικό και της Ε.Ε. Οι Μεξικανοί έχουν υποσχεθεί να αναδιαρθρώσουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες στην αυτοκινητοβιομηχανία και η Ε.Ε. έχει υποσχεθεί να αγοράσει περισσότερη σόγια και φυσικό αέριο και να ξεκινήσει συζητήσεις για μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου.
Αλλά τα παράπονα των ΗΠΑ για την Κίνα είναι πολύ πιο σοβαρά από τις ανησυχίες τους για την Ε.Ε. ή το Μεξικό. Έχουν να κάνουν όχι μόνο με συγκεκριμένες προστατευμένες βιομηχανίες, αλλά και με τη συνολική δομή της κινεζικής οικονομίας. Συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ αντιδρούν στο πως η Κίνα σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει τη βιομηχανική πολιτική για τη δημιουργία «εθνικών πρωταθλητών» στις βιομηχανίες του μέλλοντος, όπως τα αυτό-οδηγούμενα οχήματα ή η τεχνητή νοημοσύνη. Αλλά το είδος των αλλαγών που θέλουν οι ΗΠΑ να δουν στο πρόγραμμα «Made in China 2025» του Πεκίνου θα απαιτούσε σημαντικές αλλαγές στη σχέση ανάμεσα στο κινεζικό κράτος και τη βιομηχανία, οι οποίες έχουν πολιτικές, καθώς και οικονομικές επιπτώσεις.
Από τη σκοπιά του Πεκίνου, φαίνεται σαν οι ΗΠΑ να προσπαθούν να αποτρέψουν την Κίνα να προχωρήσει στις βιομηχανίες του μέλλοντος, ώστε να εξασφαλίσουν τη διαρκή αμερικανική κυριαρχία τους πιο κερδοφόρους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας και τις πιο σημαντικές στρατηγικά τεχνολογίες. Καμία κινεζική κυβέρνηση δεν πρόκειται να αποδεχθεί τον περιορισμό των φιλοδοξιών της χώρας με τον τρόπο αυτό.
Η μάχη για τις τεχνολογίες του μέλλοντος υπογραμμίζει επίσης το γεγονός πως υπάρχει και μια στρατηγική πτυχή σε αυτή την εμπορική διαμάχη, κάτι που δεν υπάρχει καθόλου από τις συγκρούσεις της κυβέρνησης Τραμπ με το Μεξικό, τον Καναδά ή ακόμα και την Ε.Ε. Η Κίνα είναι ο μόνος πιθανός αντίπαλος των ΗΠΑ ως της κυρίαρχης δύναμης του 21ου αιώνα. Οπότε ενώ οι εμπορικοί δασμοί του κ. Τραμπ αντανακλούν τις δικές του προσωπικές αντιλήψεις, ειδικότερα τον προστατευτισμό του, είναι ταυτόχρονα μέρος μιας ευρύτερης μετατόπισης εντός των ΗΠΑ.
Ένα μεγάλο μέρος του αμερικανικού κατεστημένου, αρκετά πέρα από την κυβέρνηση Τραμπ, έχει εγκαταλείψει την ιδέα πως η οικονομία είναι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπιστεί η ανερχόμενη Κίνα. Αντίθετα, αυξάνεται η διάθεση για μια σύγκρουση. Εξέχοντα στελέχη των Δημοκρατικών καλούν σε δασμούς και εμπορικές κυρώσεις κατά της Κίνας με το ίδιο σθένος που το κάνει και ο κ. Τραμπ.
Οι κίνδυνοι από μία σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας για το εμπόριο διογκώνονται από το γεγονός ότι και οι δύο πλευρές φαίνεται να πιστεύουν πως στο τέλος θα επικρατήσουν. Οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι επειδή η Κίνα απολαμβάνει τεράστια εμπορικά πλεονάσματα με τις ΗΠΑ, είναι καταδικασμένη να υποφέρει περισσότερο και να κάνει πρώτη πίσω. Οι Κινέζοι έχουν επίγνωση της πολιτικής αναταραχής στην Ουάσιγκτον και την ευαισθησία των Αμερικανών ψηφοφόρων απέναντι στις αυξήσεις τιμών.
Οι δύο πλευρές προετοιμάζονται για μια αναμέτρηση δυνάμεων. Δύσκολα θα έχει ολοκληρωθεί ως τα Χριστούγεννα…