Ψάχνουν φως στο τούνελ Σερβία – Κόσοβο
Charles A. Kupchan*/Τhe New York Times
Τα Βαλκάνια παραμένουν σε στρατηγικό κενό. Το Κόσοβο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Σερβία πριν από δέκα χρόνια, αλλά η Σερβία δεν έχει συμφιλιωθεί ακόμη με την απώλεια και αρνείται να αναγνωρίσει το Κόσοβο, προκαλώντας εντάσεις ανάμεσα στην αλβανική πλειοψηφία και στη σερβική μειοψηφία της χώρας. Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τις επιδρομές του ΝΑΤΟ για την απομάκρυνση των γιουγκοσλαβικών δυνάμεων από το Κόσοβο, περίπου 4.000 νατοϊκά στρατεύματα βρίσκονται ακόμη εκεί για να διατηρούν την ειρήνευση στην περιοχή.
Μια πρόοδος ίσως είναι στα σκαριά. Είναι μία ηθικά προσβλητική λύση, αλλά παρ’ όλα αυτά ΗΠΑ και Ε.Ε. θα πρέπει να τη στηρίξουν. Ο Σέρβος πρόεδρος Αλεξάνταρ Βούτσιτς και ο πρόεδρος του Κοσόβου Χασίμ Θάτσι φαίνεται ότι εργάζονται πάνω σε μια πρόταση για ανταλλαγή εδαφών που θα μπορούσε να οδηγήσει στον τερματισμό της σύγκρουσης, που διαιωνίζεται. Το βόρειο Κόσοβο, το οποίο κατοικείται κυρίως από Σέρβους και συνορεύει με τη Σερβία, θα μεταφερθεί στον έλεγχο της Σερβίας. Σε αντάλλαγμα, ένα μη καθορισμένο κομμάτι της σερβικής κοιλάδας του Πρέσεβο, στο οποίο κατοικούν κυρίως Αλβανοί και η οποία συνορεύει με το Κόσοβο, θα γίνει μέρος του Κοσόβου. Η ανταλλαγή αυτή είναι στην ουσία μια ειρηνική μορφή εθνοκάθαρσης. Παρ’ όλα αυτά είναι ο σωστός δρόμος. Ο πραγματισμός πρέπει να επικρατήσει των αρχών σε αυτήν την περίπτωση για να επιτευχθεί μια συμφωνία, η οποία υπόσχεται να φέρει ένα τέλος σε πολλά χρόνια αιματοχυσίας και συνοριακών αλλαγών, που είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας.
Οι ενδείξεις
Η προτεινόμενη ανταλλαγή εδαφών υπήρχε στο παρασκήνιο από τις πρώτες μέρες της ανεξαρτησίας του Κοσόβου. Αλλά δεν είχε κάποιο αποτέλεσμα, εν μέρει επειδή ΗΠΑ και Ε.Ε. ήταν κατηγορηματικά αντίθετες. Πιστή στις θέσεις της, η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ είπε πρόσφατα ότι η εδαφική ακεραιότητα των χωρών των δυτικών Βαλκανίων έχει εγκαθιδρυθεί και δεν παραβιάζεται. Υποστηρίζοντας την άποψη της Μέρκελ, δεκάδες ακαδημαϊκοί και πολιτικοί σε αμφότερες τις πλευρές του Ατλαντικού υπέγραψαν ανοιχτή επιστολή με την οποία καταδικάζουν την πρόταση και ζητούν από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. να αντιταχθούν στην επιστροφή της «εθνικοποίησης πολιτικών οντοτήτων και συνόρων».
Υπάρχουν, όμως, ενδείξεις ότι κάποιοι Δυτικοί αξιωματούχοι φλερτάρουν με την ιδέα. Ο Τζον Μπόλτον, σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του προέδρου Τραμπ, άφησε να εννοηθεί ακριβώς αυτό: «Η πολιτική μας, η αμερικανική πολιτική, είναι ότι οι δύο πλευρές μπορούν να διαπραγματευθούν μεταξύ τους, να καταλήξουν σε συμφωνία και δεν αποκλείουμε εδαφικές προσαρμογές». Ο Μπόλτον σκέφτεται καθαρά, τουλάχιστον σε αυτό το μέτωπο. Αν οι κυβερνήσεις Σερβίας και Κοσόβου συναινούν στη συμφωνία και μπορούν να διασφαλίσουν πολιτική υποστήριξη από την κοινή γνώμη και τη Βουλή τους, τότε ΗΠΑ και Ε.Ε. θα πρέπει να την υποστηρίξουν.
Από τον πληθυσμό των 2 εκατομμυρίων που αριθμεί το Κόσοβο, σχεδόν 90% είναι Αλβανοί και 6% Σέρβοι. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς με αξιόπιστα στοιχεία, αλλά σχεδόν οι μισοί Σέρβοι του Κοσόβου, μέχρι και 70.000, ζουν στο βόρειο Κόσοβο, όπου αποτελούν το 90% του πληθυσμού. Εξαιτίας της σερβικής πλειοψηφίας, το βόρειο Κόσοβο, που αποτελεί το 10% της επικράτειας της χώρας, είναι κομμάτι του Κοσόβου μόνο κατ’ όνομα μετά την ανεξαρτησία. Η Σερβία εξακολουθεί να έχει μεγάλη πολιτική και οικονομική επιρροή, αφήνοντας τους Κοσοβάρους με ένα μεγάλο κομμάτι της χώρας, το οποίο δεν έχει κανένα συμφέρον να ανήκει σε ένα ανεξάρτητο Κόσοβο. Η κοιλάδα του Πρέσεβο στη Σερβία είναι πατρίδα 60.000 Αλβανών και είναι συγκρίσιμη σε μέγεθος με το Βόρειο Κόσοβο. Ποιο τμήμα αυτής της περιοχής θα μεταφέρει στο Κόσοβο η Σερβία είναι ασαφές. Παρ’ όλα αυτά, η ανταλλαγή του βόρειου Κοσόβου με ένα κομμάτι τουλάχιστον της κοιλάδας του Πρέσεβο θα διατηρούσε τον τρέχοντα πληθυσμό και την υπάρχουσα έκταση και στις δύο χώρες.
Οι κίνδυνοι
Οι επικριτές της ιδέας της ανταλλαγής λένε ότι δημιουργείται ένα επικίνδυνο προηγούμενο, καθώς οι εθνικισμοί ήδη είναι σε έξαρση στην Ευρώπη και πέρα από αυτήν. Ειδικά στα Βαλκάνια θα μπορούσε να πυροδοτήσει εκκλήσεις και για περαιτέρω επανασχεδιασμό των συνόρων. Πουθενά, όμως, αλλού στα Βαλκάνια δεν υπάρχει στο τραπέζι μια συναινετική προσαρμογή των συνόρων. Αν υλοποιηθεί η ιδέα, η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να τονίσει ότι τη στηρίζει ως μια ιδιαίτερη εξαίρεση.
Αντί να προκαλέσει ένα ντόμινο εθνικών αποσχιστικών κινημάτων, η ομαλοποίηση των σχέσεων ανάμεσα σε Σερβία και Κόσοβο θα οδηγούσε στο αντίθετο αποτέλεσμα. Η Ε.Ε. έχει αποσαφηνίσει ότι Σερβία και Κόσοβο πρέπει να ομαλοποιήσουν τις σχέσεις τους αν θέλουν να ανοίξουν τον δρόμο προς την ένταξη – ένα βήμα που θα προωθήσει σημαντικά τη σταθερότητα και την ευημερία στα Βαλκάνια.
Τα εμπόδια
Ο Σέρβος πρόεδρος Αλεξάνταρ Βούτσιτς σχεδίαζε να εξηγήσει το σχέδιο της ανταλλαγής στους κατοίκους ενός σερβικού χωριού στο Κόσοβο την περασμένη Κυριακή. Ωστόσο, ο ίδιος και η συνοδεία του υποχρεώθηκαν να ματαιώσουν το ταξίδι όταν τους σταμάτησε η τοπική αστυνομία και τους εμπόδισε να φτάσουν στον προορισμό τους για λόγους ασφαλείας, αφού το 1998 ήταν η περιοχή που βίωσε τις πρώτες σερβικές επιχειρήσεις κατά των Αλβανών αυτονομιστών. Σε ανάρτησή του στο Facebook ο Χασίμ Θάτσι χαρακτήρισε κατανοητή την αναστάτωση, που αποτελεί ένδειξη ότι η οδύνη και οι πληγές είναι ακόμη ανοιχτές. Τόνισε, πάντως, ότι οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά της επίσκεψης δεν βοηθούν τις προσπάθειες συμφιλίωσης. Η επεισοδιακή επίσκεψη του Βούτσιτς στο Κόσοβο πριν από μία εβδομάδα αποδεικνύει πόσο δύσκολη θα είναι η επίτευξη μιας συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών. Τα εγκώμια του Σέρβου προέδρου για τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, τον οποίο αποκάλεσε «μεγάλο ηγέτη», πυροδότησαν την οργή όχι μόνο των Αλβανών αλλά και άλλων γειτονικών κρατών, καθώς οι εθνικιστικές πολιτικές του τη δεκαετία του 1990 προκάλεσαν αιματοχυσία και καταστροφή. «Να εγκωμιάζει κανείς τον Μιλόσεβιτς συνιστά πρόκληση», είπε ο Θάτσι την επομένη. Υπενθυμίζεται ότι ο Βούτσιτς ήταν υπερεθνικιστής στη διάρκεια των πολέμων στα Βαλκάνια και διετέλεσε υπουργός Ενημέρωσης του Μιλόσεβιτς το 1999.
* Ο κ. Charles A. Kupchan είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν και διετέλεσε μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ (2014-2017).