Η διαμάχη του γλωσσικού ζητήματος

Αποτύπωση των "Εὐαγγελικῶν" επεισοδίων στον Τύπο της εποχής
Γράφει ο ιστορικός Παναγιώτης Γέροντας
Στις 19 Σεπτεμβρίου του 2004, το Ευαγγέλιο διαβάζεται για πρώτη φορά στη δημοτική γλώσσα στους ναούς της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Η πρωτοβουλία αυτή σταματά 9 μήνες αργότερα, και πάλι εν μέσω αντιδράσεων.
Και όμως κάποτε αυτό ήταν η πέτρα του σκανδάλου για σοβαρές ταραχές στην Αθήνα. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου κορυφώνεται η διαμάχη του λεγόμενου “γλωσσικού ζητήματος”. Η διγλωσσία που υπάρχει απο την ελληνιστική εποχή προχώρησε στην βυζαντινή, υπήρξε έντονη στην οθωμανική και ξέσπασε έντονα τον 19ο αιώνα στο ελεύθερο ελληνικό κράτος.
Η υιοθέτηση μάλιστα της Δημοτικής γλώσσας συνδέθηκε με την εθνική ιδέα. Οι νέες επιστήμες της Λαογραφίας και της Γλωσσολογίας σε όλα τα κράτη της Δύσης προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν τα απώτατα αρχαϊκά όρια των εθνοτήτων μέσα από τις παραδόσεις και την εξέλιξη της γλωσσας. Η Δημοτική ελληνική γλώσσα ήταν η απόδειξη της εξέλιξης του Έθνους. Αυτή όμως περιείχε πολλές ξένες λέξεις, ενώ έπρεπε να καλλιεργηθεί από την νεώτερη λογοτεχνία. Η Επτανησιακή Σχολή και ο Σολωμός θα δώσουν μεγάλη ώθηση στο δεύτερο. Ο Κοραής ανέλαβε το πρώτο. Η εκκαθάριση της γλώσσας και η δημιουργία νέων λέξεων από τον Αδαμάντιο Κοραή δημιούργησε αντιδράσεις τόσο από τους οπαδούς της αρχαιζουσας όσο και από αυτούς της δημωδους.
“Το Ταξίδι μου” του Γιάννη Ψυχάρη που δημοσιεύτηκε το 1888 άλλαξε όλα τα δεδομένα. Ο Ψυχάρης έγινε το κεντρικό πρόσωπο καθώς άρχισε να βάλλεται πανταχόθεν από τους περισσοτέρους και να θεοποιείται γλωσσικώς από λίγους. Ο λόγος ήταν ότι όχι μόνον έπλαττε με ευκολία λέξεις άγνωστες και ανύπαρκτες (ἡ Χιό τῆς Χιός, τὰ δάσητα, τὰ φώσια, πνὲς ή ἀναπνές κτλ.) αλλά ότι αντικατέστησε τις πομπώδεις λόγιες λέξεις με τουρκικά δάνεια.
Η δημοσίευση μετάφρασης της Αγίας Γραφής (1901) σε ακραία δημοτική στην εφημερίδα Ακρόπολη από τον Αλέξανδρο Πάλλη, επιφέρει βίαιες διαμαρτυρίες από καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών με αιματηρά αποτελέσματα (τα επεισόδια που έγιναν γνωστά σαν “Ευαγγελικά”). Επίσης, η παράσταση της Ορέστειας του Αισχύλου στη Δημοτική, από το Εθνικό θέατρο (1903), γίνεται η αιτία νέων αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων (τα λεγόμενα “Ορεστειακά”).
Η γλώσσα αρχίζει και αποκτά βαθύ κοινωνική και εθνική σημασία. Ο λαός διχάζεται. Οι ομιλητές της Δημοτικής ονομάζονται χλευαστικά “μαλλιαροί”, ενώ κατηγορούνται ως προδότες και ότι ενεργούν κατόπιν σλαβικού σχεδίου, που αποσκοπεί να προκαλέσει διχόνοιες στον Ελληνισμό, θρησκευτικές έριδες, που θα βοηθήσουν τον προσεταιρισμό των Ελλήνων της Μακεδονίας από τη βουλγαρική Εξαρχία.
Από το 1911, δίνεται νέα έμφαση στην Δημοτική και ακόμη περισσότερη κατά την κυβέρνηση Βενιζέλου κατά τα έτη 1928 – 1932. Η Δημοτική γλώσσα συνδυάστηκε με την ενίσχυση της υποχρεωτικής δημοτικής παιδείας. Την Δημοτική όμως προώθησε και ο Ιωάννης Μεταξάς μαζί με την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους.
Μεταπολεμικά, το θέμα της γλώσσας έγινε και πάλι πολιτικό καθώς την αρχαιζουσα την χρησιμοποιούσαν οι Δεξιοί και την “μαλλιαρη” οι Αριστεροί. Με την μεταπολίτευση κατίσχυσε η Δημοτική. Η μη χρήση όμως αρχαιότερων μορφών της γλώσσας για πολλά χρόνια στην ελληνική εκπαίδευση οδήγησε σε γλωσσική πενία, φαινόμενο που ευρίσκεται σε έξαρση ιδίως στη νέα γενιά…




