Η γενναιότητα και η θέληση για ελευθερία ενάντια στην αλαζονική δύναμη του “ρεαλισμού”
Γράφει ο δρ Δημήτρης Γκίκας
Υπάρχει ένα πολύ χαρακτηριστικό επεισόδιο στο έργο του Ξενοφώντα “Κύρου Ανάβαση” που δείχνει τη διαφορά αντιλήψεων μεταξύ της Ελληνικής ελευθεροφροσύνης και του Ανατολίτικου δεσποτισμού. Ο Κύρος έχει πεθάνει και οι Έλληνες στρατιώτες που τον ακολούθησαν στην εκστρατεία του ενάντια στον Πέρση βασιλιά, παρότι έχουν νικήσει στη μάχη, απέμειναν μόνοι σε μια αχανή, αφιλόξενη χώρα. Ο Φαλίνος, Έλληνας απεσταλμένος του Πέρση Βασιλιά, τους διατάζει να παραδώσουν τα όπλα και να παρακαλέσουν τον Βασιλιά να τους λυπηθεί. Η απάντηση των Ελλήνων είναι ανάλογη με αυτήν του Λεωνίδα: έλα να τα πάρεις.
Ο Φαλίνος εμφανίζεται ως Έλληνας απεσταλμένος που γνωρίζει τόσο τη στρατιωτική τακτική των Ελλήνων όσο και τις αντιλήψεις τους. Μιλά, όμως ως υποτελής των Περσών. Αντιμετωπίζει τους συμπατριώτες του μάλλον ψυχρά και υπολογιστικά. Ο λόγος του είναι ειρωνικός και αλαζονικός. Είναι πεπεισμένος ότι το καλύτερο για τους Έλληνες θα ήταν να παραδώσουν τα όπλα. Κάθε άλλη ενέργεια θα ήταν άσκοπη και μάταιη, αφού η κατάληξή της σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν υπέρ των Ελλήνων.
Τα επιχειρήματά του έχουν πράγματι βάση. Οι Έλληνες βρίσκονταν πια σε μια ξένη χώρα. Δεν είχαν γνώση της περιοχής, ούτε ερείσματα – πολιτικά, κοινωνικά, στρατιωτικά. Θα συναντούσαν προβλήματα στον ανεφοδιασμό τους. Όπως τα βλέπει ο Φαλίνος, καμία διέξοδος δεν υπήρχε γι’ αυτούς. Γι’ αυτό και μιλά με αρκετή σιγουριά, που αγγίζει την αλαζονεία. «Ανήκετε στον βασιλιά πια, όπως και κάθε τι άλλο σ’ αυτή τη χώρα». Αυτή η φράση, από μόνη της, συνιστά μια απαράδεκτη δήλωση για κάθε Έλληνα που τιμά την ελευθερία ως το πολυτιμότερο αγαθό. Κανείς Έλληνας δεν θα παραδεχόταν ποτέ ότι ανήκε σε κάποιο πρόσωπο ή βασιλιά. Η δήλωση είναι πραγματικά ξένη για την Ελληνική νοοτροπία. Το ξέρει αυτό ο Φαλίνος, Γι’ αυτό και τη διατυπώνει. Θέλει να τρομάξει τους συμπατριώτες του. Να τους ρίξει το ηθικό. Βρίσκονται σε μια χώρα όπου η έννοια της ελευθερίας δεν υφίσταται. Όπου αν δεν είσαι βασιλιάς, απλώς είσαι δούλος. Κτήμα του βασιλιά.
Οι Έλληνες «κέρδισαν» να εγκλωβιστούν σε μια περιοχή δίχως καμία ελπίδα διαφυγής. Αυτό τούς επισημαίνει ο Φαλίνος. «Πού θα πάτε; Βρίσκεστε ανάμεσα σε δυο ποτάμια απροσπέλαστα και έχετε να αντιμετωπίσετε τέτοιο όγκο στρατού που, ακόμα κι αν ο βασιλιάς σάς τούς έδινε στο πιάτο, δεν θα κατορθώνατε να νικήσετε. Απλώς δεν έχετε καμία ελπίδα. Παραιτηθείτε και ίσως σάς χαριστεί η ζωή. Πολεμήστε και είστε νεκροί».
Τα γεγονότα διέψευσαν κραυγαλέα τον Φαλίνο. Οι Έλληνες κατόρθωσαν το ακατόρθωτο, να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους, εκμεταλλευόμενοι τόσο την πολεμική τους ικανότητα και την τακτική της οπλιτικής φάλαγγας, όσο και τη δυσχέρεια του βασιλιά να κινηθεί γρήγορα. Εκ των υστέρων ρεαλιστικοί λόγοι. Αλλά, οι Έλληνες, την ώρα που αποφάσιζαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, δεν γνώριζαν ότι αυτοί οι λόγοι θα ήσαν αρκετοί για την επιτυχή έκβαση της μάχης. Για την ακρίβεια, δεν ήταν στο ελάχιστο σίγουροι γι’ αυτήν. Όλα έδειχναν να είναι εναντίον τους. Η απόφασή τους δεν πάρθηκε μετά από κάποια ενδελεχή στρατιωτική μελέτη της κατάστασης. Η απόφασή τους πάρθηκε στη βάση μιας «αντι-ρεαλιστικής», κατά τον Φαλίνο, αντιμετώπισης των πραγμάτων, ενός ανούσιου στρατιωτικού κώδικα τιμής της εποχής και μιας εξίσου ανόητης πίστης ότι θα κατάφερναν το ακατόρθωτο.
Η δύναμη του Πέρση βασιλιά δεν ήταν μύθος. Όλα συνηγορούσαν στο ότι η καλύτερη απόφαση για τους Έλληνες ήταν η ανακωχή και η προσπάθεια να συμφιλιωθούν με τους Πέρσες. Στο κάτω – κάτω, μισθοφόροι ήσαν. Δεν είχαν τίποτε να χωρίσουν οι ίδιοι με τον Βασιλιά. Μπροστά στη στρατιωτική δύναμη των Περσών, οι οποίοι, αυτή τη φορά μάλιστα (σε σχέση με τους Περσικούς Πολέμους) ήταν «στην έδρα τους», η πολεμική ικανότητα και το αριθμητικό μέγεθος της οπλιτικής φάλαγγας των Ελλήνων, απλώς φάνταζαν αστεία. Ο Δαβίδ μπροστά στον Γολιάθ. Κι αυτή τη φορά, όπως πολλές άλλες, ο Δαβίδ νίκησε τον Γολιάθ. Καθόλου ρεαλιστική κατάληξη – τουλάχιστον με τη ματιά των υπέρμαχων του πολιτικού ρεαλισμού που θεωρούν ότι η δύναμη είναι η μοναδική, η κυρίαρχη συνιστώσα στην εξέλιξη μιας σύγκρουσης.
Κατά μια αναλογία, ο διάλογος Φαλίνου και Ελλήνων συνιστά μια επανάληψη του διαλόγου Αθηναίων και Μηλίων. Η επιχειρηματολογία του Φαλίνου μοιάζει υπερβολικά με εκείνη των Αθηναίων. «Τρέφετε φρούδες ελπίδες, αν νομίζετε ότι θα νικήσετε την τεράστια στρατιωτική δύναμη του βασιλιά. Τι αστεία μου λέτε περί ανδρείας και γενναιότητας; Δε βλέπετε σε τι κατάσταση βρίσκεστε; Είστε σε ξένη χώρα, δίχως συμμάχους, δίχως καν εφόδια. Λογικευτείτε, πριν να είναι πολύ αργά για σας και για τη σωτηρία σας. Δηλώστε υποταγή στον βασιλιά – εξάλλου, στην ουσία είστε κτήμα του πια – και κάτι μπορεί να γίνει». Ακόμα και το ύφος, όπως περιγράφεται από τον Ξενοφώντα, είναι ανατριχιαστικά όμοιο με το ύφος του λόγου των Αθηναίων. Ειρωνικό, αλαζονικό, άκρως «ρεαλιστικό». Το σημαντικότερο; Ο Φαλίνος μιλά εκ μέρους ενός απολυταρχικού μονάρχη. Οι Αθηναίοι εκ μέρους μιας «δημοκρατικής» πόλης. Κι όμως, η ομοιότητα στα λόγια και στους σκοπούς για τους οποίους αυτά ειπώνονται, είναι ανησυχητικά εκπληκτική.
Δεν εθελοτυφλεί ο Ξενοφώντας στην ύπαρξη του πολιτικού αμοραλισμού, ούτε αρνείται τις βασικές αρχές του Θουκυδίδειου πολιτικού ρεαλισμού. Αντιλαμβάνεται, όμως ότι ο εξοβελισμός, με απόλυτους όρους, της ηθικής από την πολιτική δράση, ούτε εφικτός, ούτε ρεαλιστικός είναι. Επιπλέον, δεν είναι ούτε γνώρισμα μιας κακώς εννοούμενης πατριδολατρείας που εδράζεται σε μια αίσθηση φυλετικής ανωτερότητας. Η αναφορά στον θαυμασμό που επιδεικνύει ο Κύρος για την ηθική ανωτερότητα των Ελλήνων που τη θεωρεί συνάρτηση της πολεμικής τους δύναμης διαθέτει ιδιαίτερη βαρύτητα, ακριβώς επειδή ο Κύρος δεν είναι Έλληνας. Κι ας θυμηθούμε ότι ο Ξενοφώντας υπήρξε ιδιαίτερα έμπειρος στα πολεμικά, ώστε οι απόψεις του να μην αποτελούν απλώς μια «ακαδημαϊκού» τύπου, μη πρακτική ή εφικτή, θεωρητική κατασκευή, αλλά μια στάση ζωής που προκύπτει από προσωπική δράση και πολεμική – πολιτική εμπειρία.
Από το συγκεκριμένο επεισόδιο «πηγάζει» ένα ακόμα, επίσης σπουδαίο, μάθημα: Η πραγματικότητα είναι κάτι που διαμορφώνουμε οι ίδιοι. Εξαρτάται από τις ικανότητές μας, την εμπειρία μας, τις γνώσεις μας. Κυρίως, όμως εξαρτάται από τη θέλησή μας. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε τη δύναμη να διαμορφώνουμε μέρος της πραγματικότητας που ζούμε. Αν αφεθούμε να μας τη διαμορφώνουν οι άλλοι – ονομάζοντας, μάλιστα αλαζονικά ως “ρεαλισμό” μονάχα ό, τι βολεύει τους ίδιους – τότε απαρνούμαστε την ελευθερία μας και καταντούμε δούλοι…