Η ανατολική πολιτική του Bülow και η δημιουργία αντισλαβικής βαλκανικής συμμαχίας

Τα Βαλκάνια πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους

Γράφει ο ιστορικός Παναγιώτης Γέροντας
Οι κινήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου πριν και κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων μας κάνουν να ξεχνάμε ότι το Εθνικό Ζήτημα στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου κάθε άλλο παρά απλό ήταν. Ήδη μετά την λήξη του Κριμαικου Πολεμου (1853 – 1856) πληθαίνουν οι φωνές στην Ελλάδα, οι οποίες επισημαίνουν οτι ο μεγάλος εχθρός του Ελληνισμού είναι ο Σλαβισμός και όχι η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί διανοητές της εποχής θα προκρίνουν ακόμα και την συνεργασία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία για την αντιμετώπιση αυτού του νέου κινδύνου.
Βασικός πόλος του αντισλαβισμού στην Ελλάδα στο γύρισμα του αιώνα ήταν ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, γεγονός το οποίο εξηγεί πολλά από την μεταγενέστερη δράση του. Με το που ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας ο Bülow (Μπιλο), η στάση αυτής της Μ. Δύναμης φάνηκε να εγγυάται τα σχέδια του Διαδόχου Κωνσταντίνου για την σύμπηξη μιας βαλκανικής αντισλαβικής συμμαχίας. Η Γερμανία επεδίωκε να δημιουργήσει ένα αντίπαλο στρατόπεδο εναντίον των Σέρβων και των Βουλγάρων, οι οποίοι υποκινούνταν από τους Ρώσους. Σκοπός ήταν η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην οποία υπήρχαν πολλά γερμανικά συμφέροντα.
Υπήρχαν πολλά προβλήματα όμως. Πρώτο και κυριότερο το ακανθώδες πρόβλημα της Κρήτης. Η Γερμανία διαφωνούσε στο να εγκατασταθεί ως κυβερνήτης στο νησί ο Πρίγκηπας Γεώργιος γιατί θεωρούσε το γεγονός ως μια οιονεί προσάρτηση του νησιού στην Ελλάδα. Διαφωνούσε επίσης στο να εγκαταλείψουν τα οθωμανικά στρατεύματα το νησί ολοκληρωτικά. Τελικά, λόγω της πίεσης της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Ιταλίας, η Γερμανία αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Δεύτερο ζήτημα ήταν η άσχημη εικόνα της Ελλάδος στην Γερμανία λόγω της πτώχευσης του 1893. Συγκεκριμένα, το γερμανικό κεφάλαιο με την στάση του δυσχέραινε τις διαδικασίες εξοπλισμού των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Το γερμανικό κεφάλαιο δεν δάνειζε, με συνέπεια η Ελλάδα να μην δύναται να αγοράσει γερμανικά όπλα. Αντίθετα, το γαλλικό κεφάλαιο δάνειζε με αποτέλεσμα την αγορά γαλλικών όπλων.
Τρίτο ζήτημα ήταν οι ελληνο – ρουμανικές διάφορες στο ζήτημα των Κουτσόβλαχων, το οποίο δηλητηρίαζε τις σχέσεις των δύο χωρών παρ’ όλο που οι διπλωματικές σχέσεις Ρουμανίας – Βουλγαρίας είχαν φτάσει στο ναδίρ. Παρ’ όόλα αυτλα έγιναν προσπάθειες: Στις 27 Νοεμβρίου 1900, ο πρέσβης της Αυστρο-Ουγγαρίας στο Βουκουρέστι, Ι. Markgraf Pallavicini, πρότεινε στον Κάρολο την Abbazia της Δαλματίας ως τόπο συνάντησης, πράγμα που ο βασιλιάς της Ρουμανίας δέχτηκε, επισημαίνοντας ταυτόχρονα την ανάγκη μιας ελληνο-ρουμανο-σερβικής προσέγγισης και βελτίωσης των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παρ’ ολα αυτά οι διαπραγματεύσεις του 1901 στην Abbazia της Δαλματιας παρά την δημοσιότητα που έλαβαν, είχαν ισχνά αποτελέσματα. Τέλος, ήταν η ίδια η γερμανική πολιτική, η οποία προσέγγισε διπλωματικά την Ρωσία από το 1901 και μετά ακυρώνοντας ουσιαστικά τον άξονα Βερολίνο – Βιέννη – Βουκουρέστι – Αθήνα.

Από τα παραπάνω εξηγούνται πιθανώς λυσιτελέστερα κάποια μεταγενέστερα γεγονότα. Ας πούμε ίσως εξηγείται για ποιό λόγο ο Διάδοχος Κωνσταντίνος αρνιόταν να στρίψει προς την Θεσσαλονίκη. Ήθελε πιθανότατα να αποκτήσει “στρατηγικό βάθος” και να “βάλει πλάτη” στην Βιέννη. Η ακμάζουσα ελληνική κοινότητα του Μοναστηρίου ήταν ένας πρόσθετος λόγος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λεπτή λωρίδα γης στην Μακεδονία αποτελεί ένα μεγάλο γεωστρατηγικό προβλημα της Ελλάδας μέχρι σήμερα.
Η προσέγγιση του Βενιζέλου με την Βουλγαρία στους Βαλκανικούς Πολέμους έχει έναν χαρακτήρα τομής στην εξωτερική πολιτική. Ακόμα εξηγούνται ακόμη περισσότερο και οι υποχωρήσεις του στο κουτσοβλαχικό ζήτημα κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων που κατέληξαν στην Συνθήκη του Βουκουρεστίου.
About Post Author





