“Παραθυράκι” για Ευρώπη μέσω Ιταλίας βρίσκει η Κίνα
Του Francois Godement
European Council On Foreign Relations
Η Κίνα έχει βρει στην Ιταλία τη “ρωγμή” στην πανοπλία της Ευρώπης; Η Λέγκα και τα Πέντε Αστέρια κέρδισαν τις εθνικές εκλογές σχηματίζοντας έναν περίεργο συνασπισμό που αρέσκεται σε δαπάνες και μισεί τη φορολόγηση. Υπό τη διακυβέρνησή τους, η Ιταλία οδηγείται πιο κοντά στη στάση πληρωμών λόγω της απουσίας ενός βιώσιμου δημοσιονομικού προγράμματος. Το πραγματικό “αφεντικό” που προκύπτει από αυτόν τον συνασπισμό, ο Matteo Salvini, και οι συνεργάτες του φαίνεται να έχουν αποφασίσει την εφαρμογή μιας εκβιαστικής τακτικής προς την ΕΕ: Η Ιταλία είναι πολύ μεγάλη οικονομία για να καταρρεύσει χωρίς να προκαλέσει τεράστια ζημιά στην ευρωζώνη, και ως εκ τούτου οι δημόσιες δαπάνες μπορούν να αυξηθούν. Η πρόσφατη άνοδος των ιταλικών επιτοκίων και η πτώση του ευρώ, είναι δύο άμεσες συνέπειες. Καθίσταται σαφές ότι η Ιταλία πρόκειται να αναζητήσει “παροχές” και διασώσεις, μεγάλες και μικρές.
Εδώ είναι που έρχεται η Κίνα. Η Ιταλία έχει φερθεί σχιζοφρενικά σε σχέση με την Κίνα για κάποιο διάστημα. Ο πρώην πρωθυπουργός της, Matteo Renzi, έχει γίνει αρνητικά γνωστός για τη στάση του απέναντι στην Κίνα και φέρεται να δήλωσε κάποτε ότι επί Μάο η Κίνα έβραζε μωρά για να παράγει λίπασμα. Και όμως, αυτός και ο διάδοχός του, πρώην πρωθυπουργός Paolo Gentiloni, είχαν συμμετάσχει ενεργά υπέρ του μεγαλύτερου κύματος εξαγορών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από κινεζικές.
Η Κίνα αγόρασε την εταιρεία ελαστικών Pirelli, την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας Wind, την εταιρεία κατασκευής γιοτ και σκαφών ακτοφυλακής Ferreti, ένα μεγάλο ποσοστό στην ενεργειακή Ansaldo και πολλές μικρότερες συμμετοχές σε όλους τους τομείς. Επιπλέον, υπογράφτηκαν σειρά συμφωνιών επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας -σε τομείς που αποτελούν βασικά ένα αντίγραφο του China 2025, του κινεζικού τεχνολογικού σχεδίου εξαγορών. Στην Ιταλία, τα επιχειρηματικά και πολιτικά λόμπι για την Κίνα είναι σε άνοδο, με τη βοήθεια της απαγόρευσης της δημόσιας χρηματοδότησης για κόμματα, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή στη χρηματοδότηση από ξένα συμφέροντα και τους αντιπροσώπους τους.
Και πάλι, το 2017, η ιταλική κυβέρνηση ενώθηκε εκ νέου με τη γαλλική και τη γερμανική κυβέρνηση ζητώντας από την Ευρωπαϊκή Ένωση να περάσει έναν κανονισμό εποπτείας των επενδύσεων που θα προστατεύουν τις κρίσιμης σημασίας τεχνολογίες και τις υποδομές από το να πέσουν σε ξένα -δηλαδή κινεζικά- χέρια. Η Ιταλία μπορεί να κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα αργά, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις εξαγορές στους τομείς των υποδομών ή της υψηλής τεχνολογίας. Και έφτασε εκεί ως απάντηση στην κριτική από κόμματα της αντιπολίτευσης. Η Λέγκα και τα Πέντε Αστέρια δημιούργησαν το κίνημα NoMESCina με στόχο να αντιταχθούν στην απόφαση της ΕΕ να χορηγήσει στην Κίνα το καθεστώς οικονομίας αγοράς. Ουσιαστικά, η Λέγκα έκανε εκστρατεία για το αντι-νταμπινγκ και εναντίον των Κινέζων μεταναστών και της αυξανόμενης παρουσίας τους στον κλάδο της υφαντουργίας και των φυτωρίων. Και τα Πέντε Αστέρια τάχθηκαν εναντίον του ΤΑΡ -ενός δια-ατλαντικού αγωγού φυσικού αερίου από την Κασπία θάλασσα που τερματίζει στο Λέτσε και χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από την ΑΙΙΒ, τον κινεζική διεθνή χρηματοπιστωτικό οργανισμό.
Αλλά τώρα στην εξουσία, η Λέγκα και τα Πέντε Αστέρια, πρέπει να ξεπεράσουν το έλλειμμα εμπιστοσύνης των αγορών για τις επεκτατικές δημοσιονομικές τους αποφάσεις και ίσως να πιέσουν την ΕΕ να τις υποστηρίξει. Ο Michel Geraci, υποστηρικτής της Λέγκας και θαυμαστής της Κίνας, έχει διοριστεί γ.γ. για την οικονομική ανάπτυξη. Από το καλοκαίρι, επιβλέπει την “Task Force China”, με στόχο να επιταχύνει τα κοινά οικονομικά projects. Και έχει προσφάτως κάνει μία δήλωση εναντίον της εποπτείας των επενδύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δηλώνοντας ότι η ΕΕ έχει 28 διαφορετικές οικονομίες με διαφορετικά συμφέροντα, και κατηγορώντας την προηγούμενη κυβέρνηση ότι έχει αγνοήσει την Κίνα. Η δήλωση είναι ψευδής διότι η Ιταλία έχει επισήμως υπάρξει ο πιο ένθερμος υποστηρικτής στην ΕΕ, της Πρωτοβουλίας Belt and Road. Αλλά είναι σαφές ότι θέλει η Ιταλία να προχωρήσει πολύ περισσότερο για την προσέλκυση κινεζικών επενδύσεων και δανείων.
Η υπονόμευση της ευρωπαϊκής πολιτικής για τον έλεγχο των επενδύσεων, είναι σαφώς ένας τρόπος αντίδρασης. Ήδη, κράτη-μέλη όπως η Ουγγαρία και η Ελλάδα αποτρέπουν την ΕΕ από το να λάβει μία σταθερή και ενωτική στάση απέναντι στο μεγαλύτερο σκάνδαλο ανθρωπίνων δικαιωμάτων της πρόσφατης εποχής στην Κίνα -στην απομόνωση του 20% του πληθυσμού των Ουιγούρων του Xinjiang και του Καζακστάν. Όμως το να μπλοκαριστεί η εποπτεία των επενδύσεων, θα ήταν ένα μεγαλύτερο βραβείο για την Κίνα. Θα εμπόδιζε την Ευρώπη να υπερασπιστεί τον εαυτό της εναντία στην κλοπή τεχνολογίας και στο ξεπούλημα βασικών υποδομών.
Με προσωπικότητες όπως ο Michel Geraci ή ο Matteo Salvini, ο κυνισμός κυριαρχεί. Ήδη από τον Απρίλιο του 2018, ακριβώς την περίοδο των εκλογών στην Ιταλία, ο Geraci χαρακτήρισε την Ουγγαρία στο blog του ως “κινεζικό Δούρειο Ίππο”, ορμώμενος από την μεγαλύτερη κινεζική “πράσινη” επένδυση στην Ανατολική Ευρώπη. Περιέγραψε με ακρίβεια πώς η Ουγγαρία ήταν η μόνη χώρα της ΕΕ που υπέγραψε την κοινή διακήρυξη για το Νέο Δρόμο του Μεταξιού, μαζί με την Κίνα, σε σύνοδο στο Πεκίνο. Προς το παρόν, διασκεδάζει τους κινδύνους του κινεζικού χρέους για την Ιταλία: “Οι Ευρωπαίοι φίλοι μας έχουν ήδη μεγάλο χρέος της Ιταλίας, δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για την Κίνα, η ΕΚΤ έχει ιταλικά ομόλογα (…) Το μέγεθος της ιταλικής οικονομίας μας σώζει από αυτή την παγίδα χρέους”. Με άλλα λόγια, σαμποτάρει την ενότητα της ΕΕ ενώ παράλληλα ποντάρει στη συνέχιση της οικονομικής στήριξης από την ΕΕ λόγω των ρίσκων για την ευρωζώνη μιας ιταλικής κατάρρευσης.
Καθώς βρίσκεται στους τελευταίους της εννέα μήνες, η Κομισιόν του Juncker, που έχει τα ηνία από το Νοέμβριο του 2014, έχει στην πραγματικότητα πετύχει περισσότερο συντονισμό και ρεαλισμό από ό,τι είχε ο προκάτοχός της σε σχέση με τους ισχυρούς εξωτερικούς εταίρους. Η εποπτεία των επενδύσεων είναι βασικό στοιχείο αυτού. Αλλά οι φυγόκεντρες δυνάμεις είναι σε λειτουργία, και πανίσχυροι εξωτερικοί παράγοντες (μεταξύ των οποίων και η Κίνα), θα τις υποστηρίξουν. Το παραπάνω παράδειγμα, που συνδυάζει τον κυνισμό των λαϊκιστών, μια άσχημη κατάσταση των δημόσιων οικονομικών και την πανταχού παρούσα δράση των ομάδων συμφερόντων για την Κίνα, αποτελεί ένδειξη των κινδύνων που βρίσκονται μπροστά μας.