Μια νέα γεωπολιτική αμφισβήτηση της παγκόσμιας τάξης
Το 2018 γίναμε μάρτυρες της περαιτέρω απαξίωσης των βασικών διεθνών και περιφερειακών θεσμικών οργάνων, της τόλμης της Κίνας και της Ρωσίας, της διατήρησης των περιφερειακών συγκρούσεων και της απρόβλεπτης ηγεσίας των ΗΠΑ. Καθώς αποδυναμώνονται οι κανόνες και τα θεσμικά όργανα, επιστρέφει η σημασία της ηγετικής πολιτικής. Οι χώρες που στηρίζονται σε θεσμικές ρυθμίσεις ή σε εγγυήσεις εξωτερικής ασφάλειας, ανακαλύπτουν ότι πρέπει να αναβιώσουν τις εθνικές στρατηγικές δεξιότητές τους.
Τι εννοούμε με τον όρο “πόλεμος ανεκτικότητας”;
Τα κράτη που είναι δυσαρεστημένα με τη διεθνή τάξη ή επιθυμούν να δημιουργήσουν τη δική τους, διαπιστώνουν ότι αντιμετωπίζουν μικρότερη αντίσταση σε σχέση με πριν. Οι μέθοδοι με βάση τις οποίες οι χώρες αποκτούν στρατηγικό πλεονέκτημα είναι συχνά και καινοτόμες και λαμπρές, συνδυάζοντας την κυβερνοδύναμη και την εκστρατεία παραπληροφόρησης, με τα κλασικά μέσα του στρατού. Οι ταραχοποιοί του status quo εξασκούν την πρακτική του “πολέμου ανεκτικότητας”, ένα είδος γεωπολιτικής πρόκλησης, που σε πολλές περιπτώσεις, δεν έχει κανένα προφανή αντίπαλο.
Ο πόλεμος ανεκτικότητας μπορεί να προσδιοριστεί ως την επίμονη προσπάθεια να δοκιμαστούν οι αντοχές για διαφορετικές μορφές επιθετικότητας εναντίον “παγιωμένων” κρατών. Είναι η προσπάθεια να πάνε ακόμη πιο πίσω οι γραμμές αντίστασης, να εντοπιστούν οι αδυναμίες, να ασκηθούν δικαιώματα μονομερώς, να παραβιαστούν κανόνες, να δημιουργηθούν νέα επιτόπια δεδομένα, και να αποκτηθεί συστηματικό τακτικό πλεονέκτημα έναντι των διστακτικών αντιπάλων. Δοκιμάζει την ικανότητα του στόχου, να αποτρέπει και να νικά αυτές τις προσπάθειες. Κερδίζει πλεονέκτημα είτε στρέφοντας τους πόρους του στόχου μακριά από τον κεντρικό στρατηγικό σκοπό ή δημιουργώντας νέες συνθήκες που δεν μπορούν να αντιστραφούν παρά μόνο με τεράστια προσπάθεια.
Κάποιες φορές ο πόλεμος ανεκτικότητας διεξάγεται ανοιχτά και έχει ουσιαστικά “κηρυχθεί”. Συχνά διεξάγεται δια αντιπροσώπων ή εταίρων, ιδιαίτερα στα πιο άμεσα θέατρα των επιχειρήσεων.
Το Ιράν διεξάγει πόλεμο ανεκτικότητας στον Κόλπο και στο Λεβάντε, χρησιμοποιώντας εταίρους και πληρεξουσίους για να επηρεάσει τις πολιτικές ατζέντες στα κράτη-στόχους, να κερδίσει πάτημα για τις επιχειρήσεις πληροφόρησης και για να δημιουργήσει υπαινιγμούς για το είδος του πολέμου σε γειτονικές περιοχές. Αυτές οι δραστηριότητες αποτελούν μια πιο άμεση πρόκληση από ό,τι αποτελεί το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Ένα πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράν θα αποτελούσε φυσιολογικά έναν τεράστιο κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένης της προοπτικής της περαιτέρω μετάδοσης, αλλά είναι οι επιχειρήσεις πολιτικής και στρατιωτικής επιρροής της ισλαμικής επαναστατικής φρουράς που δημιουργούν καθημερινές πιέσεις στην περιοχή.
Ο πόλεμος ανεκτικότητας, με τα έμμεσα και τακτικά στοιχεία, γίνεται στην πραγματικότητα μία προτιμώμενη στρατηγική για εκείνες τις χώρες που δεν μπορούν εύκολα να αμφισβητήσουν τους μεγαλύτερους αντιπάλους τους. Ο κύριος εκπρόσωπος αυτής της θεωρίας είναι ο πρόεδρος της Ρωσίας, Vladimir Putin. Στον Ψυχρό Πόλεμο, οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση έδωσαν πολέμους δια πληρεξουσίων σε τριτεύοντα θέατρα δράσης όπως η Αφρική και η Κεντρική Αμερική. Σήμερα, ο πόλεμος ανεκτικότητας διεξάγεται στο “πρωτεύον θέατρο” των επιχειρήσεων: στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική.
Το καθεστώς του Putin έχει στόχο να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες και το πόσο ανοιχτές είναι οι δυτικές δημοκρατίες, των οποίων το ένστικτο για ηγετική κρατική διάθεση έχει υποχωρήσει εξαιτίας των γεωπολιτικών αποτυχιών στο εξωτερικό και λόγω της δημόσιας αντιπαράθεσης στο εσωτερικό. Η Μόσχα εναντιώνεται στα δυτικά κράτη για το ότι επιδιώκουν να διαμορφώσουν την πολιτική της Ρωσίας, και εξαγριώνεται από τις προσπάθειές τους να προσελκύσουν τους πιο κοντινούς γείτονες της Ρωσίας στη δυτική πολιτική και οικονομική σφαίρα. Ο Putin έχει απαντήσει χρησιμοποιώντας μια ωμή μορφή κρατικής εξουσίας για να ταρακουνήσει την ευρωπαϊκή θεσμική τάξη.
Εντός της Ευρώπης, επιδιώκει να βαθύνει τις εγχώριες διαιρέσεις, υπονομεύοντας την αυτοπεποίθηση των κρατών και αποτρέποντας την ΕΕ από το να εξάγει το μοντέλο διακυβέρνησής της περαιτέρω προς τα ανατολικά. Το μήνυμα του Putin στην Ευρώπη είναι ξεκάθαρο: η Ρωσία είναι μια δύναμη που θα αντιμετωπιστεί με τους δικούς τους όρους –όχι ένας μαθητής που θα του κάνετε μάθημα για τις αρετές της φιλελεύθερης διακυβέρνησης.
Κατά κάποιον τρόπο, η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και η παρέμβαση στην Ανατολική Ουκρανία, ήταν τα πρώτα επεισόδια του πολέμου ανεκτικότητας. Η γρήγορη δημιουργία επιτόπιων γεγονότων, τα οποία δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια συμμετρική δυτική απάντηση, υποδηλώνει στη Ρωσία ότι τα όρια της επιτρεπόμενης δράσης στην Ευρώπη, γίνονται πιο μαλακά.
Έκτοτε, το καθεστώς του Putin έχει στείλει στρατιωτικά αεροσκάφη στον εναέριο χώρο άλλων, έχει παρατάξει υποβρύχια στις ακτές άλλων, επιχείρησε να ξεκινήσει πραξικόπημα στο Μαυροβούνιο, χρησιμοποίησε το διεθνές τηλεοπτικό δίκτυό του, RT, για να αμφισβητήσει τα δυτικά αφηγήματα, και παρενέβη σε εκλογές και δημοψηφίσματα από τις ΗΠΑ μέχρι την Ισπανία και πιο μακριά.
Οι ρωσικές επιχειρήσεις στον κυβερνοχώρο και οι δραστηριότητες πολέμου-πληροφοριών, είναι ενδεχομένως, βαθιά αποσταθεροποιητικές. Για τα δυτικά κράτη, η διαχείριση αυτής της πρόκλησης θα γίνει τουλάχιστον τόσο σημαντικός στρατηγικός στόχος όσο η διάλυση των τρομοκρατικών δικτύων στα προηγούμενα 15 χρόνια. Θα απαιτηθεί εκπαίδευση των εγχώριων πληθυσμών, νέες επιθετικές τακτικές, προσοχή στην διπλωματική δέσμευση και μια εκτίμηση ότι τα παλιά κίνητρα που προσφέρθηκαν στη Ρωσία, δεν θα έχουν αποτέλεσμα. Η ανεκτικότητα θα είναι η λέξη-κλειδί.
Στην Ανατολή, η Κίνα έχει επίσης διεξάγει πόλεμο ανεκτικότητας. Οι σταθερές καταπατήσεις της σε νησιά, υφάλους στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, έχουν οδηγήσει σε ευρεία κριτική και σε μεγάλη ανησυχία στα άλλα κράτη τα οποία, πιο ήπια, έχουν επίσης εγκαταστήσει υποδομές σε αμφισβητούμενα ύδατα.
Η κινεζική στρατιωτική τάση διεκδίκησης, έχει χρησιμεύσει για να εκφοβίσει τους γείτονες στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και να εξαλείψει τις φιλοδοξίες τους. Ο Σύνδεσμος Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας, ο αρμόδιος περιφερειακός οργανισμός, έχει επανειλημμένως ζητήσει έναν ισχυρό Κώδικα Δεοντολογίας που θα διέπει τη διακυβέρνηση στην περιοχή, αλλά η επιρροή της Κίνας εντός του οργανισμού είναι εμφανής, και δεν έχει προκύψει κάποιος ισορροπημένος Κώδικας Δεοντολογίας.
Η Κίνα έχει γίνει ισχυρότερη και δικαιολογημένα, πιο σίγουρη, σε ό,τι αφορά στη διεθνή πολιτική της. έχει κερδίσει σε μια γενιά, όσα δεν θα μπορούσε να κάνει σε δέκα, και η στρατηγική της άφιξη έρχεται με την προστιθέμενη βαρύτητα των πολιτισμικών προσδοκιών. Έχει γίνει μια χώρα που πετάει υπονοούμενα για μια γενναιόδωρη παγκόσμια προοπτική, για να τα αποσύρει μετά προς όφελος μιας έντονης εθνικής ώθησης. Ούσα νέα στις ευθύνες της επικείμενης στρατηγικής της ωριμότητας, είναι κακή απέναντι σε οποιονδήποτε μπορεί να αμφισβητήσει τον χαρακτήρα της, να αμφισβητήσει τον σκοπό της ή τα βασικά της συμφέροντα.
Και που αφήνει όλο αυτό την τάξη βασισμένη σε κανόνες;
Μια Ρωσία σε πτώση και μια Κίνα σε άνοδο δεν είναι οι προφανείς μακροχρόνιοι σύμμαχοι, εκτός από την αμοιβαία χαρά τους για τα απομεινάρια της παγκόσμιας τάξης της Pax Americana. Αυτή η τάξη είναι ασταθής στην Ασία, αβέβαιη στην Ευρώπη και εύθραυστη στη Μέση Ανατολή.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, οι δυτικοί πολιτικοί έχουν φοβηθεί ότι η τάξη βασισμένη σε κανόνες, περιέρχεται σε διάλυση. Θα προτιμούσαν η Ρωσία να περιοριστεί από τις προσφάτως εδραιωμένες συνήθειες των μεταμοντέρνων εγχώριων και διακυβερνητικών σχέσεων, η Κίνα να αποδέχεται τις αρχές του διεθνούς δικαίου στην Ασία, και τα κράτη της Μέσης Ανατολής να ασκούν τις περιφερειακές τους πολιτικές με λιγότερο απολυταρχικούς σκοπούς.
Ωστόσο, στη Δύση επίσης, υπάρχει μια ενοχλητική επιστροφή στις πλοϊκές επιλογές εξωτερικής πολιτικής που έρχονται σε αντίθεση με τους καθιερωμένους κανόνες, αν μη τι άλλο στον εμπορικό πόλεμο του Trump με την Κίνα. Η απόφασή του να αποχωρήσει από την συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν χωρίς τη στήριξη των συμμάχων ή χωρίς να έχει προσδιορίσει μια εναλλακτική. Το κλείσιμο της πρεσβείας του Παλαιστινιακού Απελευθερωτικού Οργανισμού στην Ουάσιγκτον. Η περιστασιακή προσέγγιση του ΝΑΤΟ και άλλων συμμαχικών σχέσεων. Και το γενικότερο στυλ “σοκ και δέους” στην διπλωματική εμπλοκή που φαίνεται να επιλέγει ο πρόεδρος.
Προσφάτως επικρίθηκε ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Barack Obama για το ότι “ήταν καλύτερος να εξηγήσει τη σημασία της δημοκρατίας από ό,τι να την υπερασπιστεί έναντι των αντιπάλων της”. Αυτό ίσως να ήταν μια άσχημη όσο και άδικη επίπληξη, αλλά η διαμόρφωσή της αποτελεί μια προειδοποίηση σε όλους που μιλούν για την τάξη βασισμένη σε κανόνες. Η υπεράσπισή της θα απαιτήσει παρέμβαση και αποφασιστικότητα ενάντια στις προκλήσεις από αντιπάλους και σφετεριστές. Η προσπάθεια αυτή δεν μπορεί να βαρύνει μόνο τις ΗΠΑ.