Stratfor: Γιατί το φλερτ Τουρκίας-Ρωσίας δεν έχει μέλλον
Άγκυρα και Μόσχα έχουν έρθει πιο κοντά, την ώρα που αναδύθηκε ένα βαθύ σχίσμα Τουρκίας – ΗΠΑ. Ο επαναπροσδιορισμός των εξωτερικών υποθέσεων από τον Ερντογάν και το ερώτημα της… διάρκειας. Ο δυνητικός ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η Κίνα.
του Sinan Ciddi
Ιστορικά, οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία έβριθαν καχυποψίας και εντάσεων. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου όμως οι δυο χώρες έχουν εδραιώσει μια σημαντική οικονομική σχέση και έχουν θέσει έναν τολμηρό, και ίσως μη επιτεύξιμο, στόχο για διμερές εμπόριο ύψους 100 δισ. δολαρίων.
Εντούτους, αυτή η οικονομική φιλοδοξία αντισταθμίζεται από τα διαφορετικά προνόμια σε στρατηγικό και γεωπολιτικό επίπεδο. Η Τουρκία, που αντιπροσωπεύει την ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, συνεργαζόταν για δεκαετίες με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, για να περιοριστεί η ρωσική επιρροή στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη καθώς και στον Καύκασο. Οι πρόσφατες εξελίξεις στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας είχαν ως αποτέλεσμα μια περίεργη συμφωνία συμφερόντων και φαινομενικής συνεργασίας μεταξύ της Άγκυρας και της Μόσχας, όμως θα ήταν παρατραβηγμένο να υποστηριχθεί πως αυτή η συνεργασία θα βαθύνει και θα μετατραπεί σε μια στρατηγική σχέση με διάρκεια.
Τεταμένες σχέσεις με τις ΗΠΑ
Από το 2012, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται σε δυσαρμονία με τις ΗΠΑ, υπό τους προέδρους Μπαράκ Ομπάμα και Ντόναλντ Τραμπ, λόγω της ενεργής στήριξης που παρέχουν στους Κούρδους αντάρτες στη Συρία, στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους. Η Τουρκία θεωρεί τους Κούρδους αντάρτες στη Συρία ως «παρακλάδια» του PKK, που τόσο η τουρκική κυβέρνηση όσο και οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ χαρακτηρίζουν «τρομοκρατική οργάνωση».
Με τη σειρά της, η Ρωσία, με τη βοήθεια του Ιράν, έχει εδραιώσει μια διαδικασία όχι μόνον καταπολέμησης του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, αλλά και καταπολέμησης όλων των ομάδων ανταρτών που μάχονται κατά της φιλορωσικής κυβέρνησης του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ. Η κατάσταση στη Συρία έχει κάνει τους πολιτικούς αναλυτές να αναρωτιούνται αν η Τουρκία απομακρύνεται ενεργά από τους Αμερικανούς και Ευρωπαίους εταίρους της, προκειμένου να υιοθετήσει μια στενότερη στρατηγική σχέση με τη Ρωσία.
Οπωσδήποτε υπάρχουν πολλά ζητήματα που έχουν οδηγήσει σε ένα βαθύ σχίσμα μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ. Η αμερικανική στήριξη στους Κούρδους αντάρτες μπορεί να θεωρηθεί πως αποτελεί απλώς την κορυφή του παγόβουνου. Ως «απάντηση» η Τουρκία έχει ολοκληρώσει την αγορά (αν όχι και την παράταξη) ενός ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400 για να ενισχύσει την αεράμυνά της, δείχνοντας ξεκάθαρη προτίμηση έναντι του αμερικανικού πυραυλικού συστήματος Patriot.
Οι αμερικανικές αρχές έχουν απειλήσει τους τούρκους εταίρους πως αν παρατάξουν τους ρωσικούς πυραύλους, οι ΗΠΑ δεν θα μεταφέρουν πάνω από 100 μαχητικά αεροσκάφη F-35 στην Τoυρκία, κυρίως διότι τα ρωσικά πληρώματα που θα λειτουργούν τις συστοιχίες S-400 θα βρίσκονται σε θέση να πάρουν πληροφορίες αναφορικά με τα δυνατά σημεία και τις αδυναμίες των F-35. Επιπλέον, η κυβέρνηση του Ερντογάν έχει αυθαίρετα θέσει υπό κράτηση αμερικανούς πολίτες, ως διαπραγματευτικό «χαρτί» για να αναγκάσει τη Ουάσινγκτον να υποκύψει στις τουρκικές απαιτήσεις, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη Συρία.
Ως «απάντηση», οι ΗΠΑ, εκτός των κυρώσεων που επέβαλαν σε τούρκους υπουργούς, έχουν απειλήσει με περαιτέρω τιμωρητικά μέτρα κατά της Τουρκίας -μέτρα που θα μπορούσαν να βλάψουν σοβαρά την εύθραυστη οικονομία της χώρας.
Αντί να προσπαθεί να διορθώσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και να ζητήσει έκτακτη οικονομική βοήθεια από το ΔΝΤ ή και την Παγκόσμια Τράπεζα, μήπως ο Ερντογάν ενδιαφέρεται περισσότερο να στραφεί σε νέους «συμμάχους» όπως η Ρωσία και η Κίνα για να πετύχει την περιφερειακή και γενικότερη ατζέντα εξωτερικής πολιτικής του;
Η απόκτηση κρατικού χρέους από την Κίνα είναι ένας μόνον τρόπος με τον οποίον το Πεκίνο προωθεί την παγκόσμια φιλοδοξία του για εκθρόνιση των ΗΠΑ από την θέση του μοναδικού οικονομικού και στρατιωτική ηγεμόνα, και θα ήταν αρκετά ελκυστική για την κυβέρνηση του Ερντογάν ακριβώς επειδή τα νομισματικά δάνεια από την Κίνα είναι πιθανό να περιλαμβάνουν λιγότερους όρους από αυτούς που συνοδεύουν τη βοήθεια από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Πέραν του ιστορικού συστήματος ασφαλείας που έχει τις ρίζες του στον Ψυχρό Πόλεμο, και των περιορισμένων εμπορικών σχέσεων, δεν υπάρχουν και πολλά άλλα που να «δένουν» την Τουρκία με τις ΗΠΑ.
Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία και η Τουρκία έχουν μια σημαντική οικονομική συνεργασία που δεν εκτείνεται μόνο σε μια σειρά κρίσιμων τομέων, αλλά παράλληλα καθιστά την Τουρκία όλο και πιο εξαρτώμενη από τη Ρωσία. Για παράδειγμα, η Τουρκία παίρνει το 55% των αναγκών της σε φυσικό αέριο (το 60% του ηλεκτρισμού της χώρας παράγεται από φυσικό αέριο) από τη Ρωσία. Και οι δυο χώρες έχουν επίσης υπογράψει συμφωνία για την κατασκευή τουλάχιστον ενός ρωσικού εργοστασίου πυρηνικής ενέργειας στην Τουρκία. Καθώς η τελευταία έχει προοπτικές να γίνει κόμβος transit για τη μεταφορά του ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη -ενός κόμβου που παρακάμπτει την Ουκρανία- η Μόσχα και η Άγκυρα κατασκευάζουν τον αγωγό TurkStream, που θα μπορούσε να αρχίσει να μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο μέσω της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω της Βουλγαρίας, ακόμα και στα τέλη του 2019.
Παράλληλα, η ρωσική εγχώρια αγορά είναι ένας ζωτικής σημασίας προορισμός για τις τουρκικές εξαγωγές, περιλαμβανομένων των εξαγωγών αυτοκινήτων, αγροτικών προϊόντων και υφασμάτων. Επιπλέον, η εισροή 4-5 εκατ. ρώσων τουριστών στην Τουρκία το 2017 αντιπροσωπεύει το 12% του συνολικού αριθμού των τουριστών της χώρας και μια σημαντική πηγή εσόδων.
Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως η διμερής σχέση της Τουρκίας και της Ρωσίας δεν εξαρτάται από κοινές αξίες όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατική διακυβέρνηση, παράγοντας που έχει επιδεινώσει ακόμα περισσότερο τη σχέση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σημάδια βελτίωσης
Παρά τους οικονομικούς δεσμούς, η υποτιθέμενη επανευθυγράμμιση της Τουρκίας με τη Ρωσία και την Κίνα -μια ξεκάθαρη προτίμηση που θα την έβαζε στο «στρατόπεδο» της Ευρασίας και ενδεχομένως θα την έβγαζε εκτός ΝΑΤΟ- δενείναι πιθανό να υλοποιηθεί. Η Τουρκία και η Ρωσία έχουν πολύ διαφορετικές στρατηγικές προτεραιότητες και οράματα.
Στο άμεσο μέλλον, η Τουρκία αμφιταλαντεύεται αναφορικά με τη στηριζόμενη από τη Ρωσία και το Ιράν στρατιωτική επίθεση στην Ιντλίμπ της Συρίας. Ο Ερντογάν μέχρι στιγμής έχει καταφέρει να αποτρέψει την πραγματοποίηση της επιχείρησης, όμως αυτό μπορεί να μην κρατήσει για πολύ. Η Ρωσία έχει ξεκάθαρο συμφέρον να τερματίσει τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία και να δει την κυβέρνηση του Άσαντ να έχει και πάλι τον πλήρη έλεγχο της χώρας.
Αυτό παρουσιάζει μια σειρά προβλημάτων για την Τουρκία. Η μάχη για την Ιντλίμπ θα είχε ως αποτέλεσμα νέα κύματα προσφύγων προς την Τουρκία, που ήδη φιλοξενεί περισσότερους από 3,5 εκατ. Σύρους και δεν είναι σε θέσει να αντέξει άλλους. Επιπλέον, είναι εξαιρετικά πιθανό πως τα εξτρεμιστικά στοιχεία που απαρτίζουν την εναπομένουσα αντίσταση της Συρίας που η Τουρκία έχει στηρίξει ενεργά (την Hayat Tahrir al-Sham και άλλα στοιχεία του Ισλαμικού Κράτους ή της πρώην αλ Κάιντα) θα φύγουν προς την Τουρκία και θα αποτελέσουν κίνδυνο για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας.
Μακροπρόθεσμα, η Τουρκία δεν έχει να κερδίσει και πολλά αν ξαναπάρει την εξουσία η κυβέρνηση Άσαντ, η οποία πιθανότατα θα κρατούσε πικρόχολη στάση έναντι του Ερντογάν, ακριβώς επειδή ο Τούρκος πρόεδρος προσπάθησε να ανατρέψει την κυβέρνηση Άσαντ και να την αντικαταστήσει με μια σουνιτική εναλλακτική.
Από στρατηγικής απόψεως, η Τουρκία παραμένει επίσης σε μεγάλο βαθμό απομονωμένη στην περιοχή, και στην περίπτωση που δεν διορθώσει τη σχέση της με τους εταίρους της, είναι πιθανό να έρθει αντιμέτωπη με αυξανόμενες προκλήσεις σε επίπεδο ασφάλειας και οικονομίας, κάτι που μέχρι στιγμής έχει αποφύγει λόγω των δεσμών της με το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Να ληφθεί υπόψη πως η Τουρκία δεν έχει πραγματικά εναλλακτική λύση για να ανανεώσει και να διατηρήσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες πέραν των αμερικανικών προϊόντων -κυρίως των μαχητικών F-35.
Για αυτούς τους λόγους ο Ερντογάν πρόσφατα έχει κάνει διάφορες προσεγγίσεις για να αρχίσει να ξαναφτιάχνει τις σχέσεις με τους συμμάχους. Η απελευθέρωση του αμερικανού κληρικού Άντριου Μπράνσον στα μέσα Οκτωβρίου ήταν μια ξεκάθαρη προσπάθεια να αποκλιμακωθούν οι εντάσεις με τις ΗΠΑ και να αποτραπεί η επιβολή επιπλέον κυρώσεων κατά της Τουρκίας. Πιο πρόσφατα, η προφανής δολοφονία του δημοσιογράφου της Washington Post, Τζαμάλ Κασόγκι,στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη, είχε ως αποτέλεσμα ο Ερντογάν να προσπαθήσει να περιθωριοποιήσει τη Σαουδική Αραβία στα μάτια των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να βελτιώσει το προφίλ της Τουρκίας ως πιο αξιόπιστου εταίρου, αποκαλύπτοντας ακριβείς πληροφορίες για τον θάνατο του Κασόγκι.
Η Τουρκία συνεχίζει να απέχει σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε στην πρόσφατη ιστορία της από την κάποτε αφοσιωμένη συμμαχία της με τις ΗΠΑ και τη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, τους επόμενους μήνες είναι πιθανό να γίνουμε μάρτυρες πιο φανερών προσπαθειών αναθέρμανσης και επιβεβαίωσης αυτών των σχέσεων που έχουν αναστατωθεί, έστω και αν αυτό γίνει μόνο για λόγους πραγματισμού.