Τα «παζαρέματα» της Τουρκίας στο Αιγαίο
Γράφει ο Λάμπρος Τζούμης
Αντιστράτηγος ε.α.
Αυτές τις μέρες διαβάζω το βιβλίο με τον τίτλο «ΠΑΖΑΡΕΜΑΤΑ μετά την εισβολή» του Τούρκου δημοσιογράφου, πολιτικού σχολιαστή και συγγραφέα Μεχμέτ Αλί Μπιράντ, το οποίο αναφέρεται στις ελληνοτουρκικές διαφορές την περίοδο από 1974 έως 1979. Είναι νομίζω απαραίτητο να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τις θέσεις και απόψεις της απέναντι πλευράς όσο και αν πολλές φορές μας πνίγει η αγανάκτηση από το παράλογο των τουρκικών διεκδικήσεων. Αρχικά θα επισημάνω μερικά σημεία από το βιβλίο, τα οποία αγγίζουν τη σημερινή πραγματικότητα και τις απόψεις που ακούγονται για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Γράφει ο Μπιράντ αναφορικά με την κρίση του 1976 που προκλήθηκε από την έξοδο του τουρκικού ερευνητικού σκάφους Hora : Αν η Ελλάδα ανέβαζε τα χωρικά της ύδατα από 6 σε 12 μίλια θα εμπόδιζε οριστικά την έξοδο της Τουρκίας στο Αιγαίο. Η Άγκυρα είχε δηλώσει επίσημα στην Αθήνα ότι μια τέτοια πιθανότητα θα σήμαινε πόλεμο. Στο θέμα αυτό υποστήριξαν την Άγκυρα όλες οι χώρες με επικεφαλής την Αμερική και την ΕΣΣΔ…Όταν το Hora βγήκε στο Αιγαίο οι ελληνικές εφημερίδες έγραφαν: Οι ΗΠΑ προειδοποίησαν την Τουρκία. Αν παραστεί ανάγκη ο 6ος στόλος θα σταματήσει τους Τούρκους. Με αυτούς τους άσχετους τίτλους οι ελληνικές εφημερίδες ανακοίνωσαν το ζήτημα στην κοινή γνώμη….Οι Σοβιετικοί έλεγαν: Το Αιγαίο δεν πρέπει να κλείσει για κανέναν. Η διαφωνία πρέπει να λυθεί με συνομιλίες. Η Ουάσιγκτον υποστήριζε ότι : Οι έρευνες του Hora δεν σημαίνουν καταπάτηση δικαιωμάτων»
Το εν λόγω βιβλίο, μου δίνει το έναυσμα να αναφέρω βασικά στοιχεία από το χρονικό διαμόρφωσης του θέματος της υφαλοκρηπίδας, που αποτελεί κομβικό σημείο μέχρι σήμερα της ελληνοτουρκικής διένεξης στο Αιγαίο. Η υφαλοκρηπίδα συνδέεται στενά με τα χωρικά ύδατα ή την αιγιαλίτιδα ζώνη που το τελευταίο διάστημα βρίσκεται στην επικαιρότητα εξαιτίας των απειλών πολέμου που εκτοξεύει η Τουρκία, θέση που έχει υιοθετήσει από το 1995, εάν η Ελλάδα ασκήσει το κυριαρχικό της δικαίωμα σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας και επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα από τα 6 ν.μ. που ισχύει σήμερα, στα 12 ν.μ. Ο προσδιορισμός της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι προϋπόθεση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, από τη στιγμή που αυτή ξεκινάει από το σημείο που τελειώνει η αιγιαλίτιδα ζώνη και αφορά το δικαίωμα εκμετάλλευσης του βυθού και του υπεδάφους του παράκτιου κράτους στη θαλάσσια περιοχή πέρα από τα χωρικά του ύδατα.
Επιγραμματικά, τα γεγονότα που καθόρισαν την ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα ήταν τα ακόλουθα : Πριν σαράντα πέντε χρόνια, το Νοε. του 1973, ξεκίνησε η διαφορά για το θέμα αυτό μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όταν η Άγκυρα παραχώρησε στην τουρκική εταιρεία πετρελαίων (TPAO) την πρώτη άδεια ερευνών και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε περιοχές του Αιγαίου, εκτός τουρκικών χωρικών υδάτων. Η ελληνική πλευρά αντέδρασε επιδίδοντας στην Τουρκία ρηματική διακοίνωση στην οποία γινόταν αναφορά στις διατάξεις του διεθνούς δικαίου, αναφορικά με τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας. Η Άγκυρα από την πλευρά της απάντησε με ανάλογη ρηματική διακοίνωση, στην οποία αφού απέρριπτε τις ελληνικές θέσεις, πρότεινε διάλογο και ανέφερε τα εξής :
– Η περιοχή που είχε παραχωρήσει άδειες ήταν φυσική προέκταση της χερσονήσου της Ανατολίας και αυτό αποδεικνυόταν από τη γεωμορφολογία του βυθού.
– Το Αιγαίο αποτελεί ημίκλειστη θάλασσα και τα ελληνικά νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα.
– Απέρριπτε την αρχή της ίσης απόστασης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και πρότεινε τη σύναψη συμφωνίας με βάση την έννοια της ευθιδικίας δηλ. της δίκαιης κρίσης.
Παράλληλα, η Τουρκία έλαβε απόφαση να στείλει το σεισμογραφικό πλοίο «Chandarli» να εκτελέσει έρευνες στο Αιγαίο. Η απόφαση αυτή υλοποιήθηκε με την έξοδο του πλοίου από τα στενά του Ελλησπόντου στις 29 Μαϊ. 1974, ημερομηνία σημαδιακή που σηματοδοτούσε την άλωση της Κωσταντινούπολης. Το πλοίο, συνοδευόμενο από το σύνολο του τουρκικού πολεμικού ναυτικού (32 πολεμικές ναυτικές μονάδες), εξήλθε στο Αιγαίο. Με την ευκαιρία της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλες στις 26 Ιουνίου 1974, συναντήθηκαν οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας, Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος και Μπουλέντ Ετσεβίτ για να συζητήσουν το θέμα, αλλά η συνάντηση κατέληξε σε αποτυχία λόγω διαφωνιών. Ακολούθησε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Στις 6 Ιουνίου και στις 18 Ιουλίου, στο διάστημα που μεσολάβησε δηλαδή της εισβολής, δημοσιεύτηκαν αποφάσεις νέων αδειών έρευνας στην εταιρεία πετρελαίων (TPAO). Οι αποφάσεις συνοδεύονταν από χάρτες που απεικόνιζαν τις περιοχές που παραχωρούνταν για έρευνες και αποτύπωναν την πρόθεση της Τουρκίας για διχοτόμηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Στις 6 Αυγ. 1974 η Άγκυρα με την έκδοση της ΝΟΤΑΜ 714, καθόρισε μία γραμμή αναφοράς στο μέσον περίπου του Αιγαίου και γνωστοποίησε ότι τα αεροσκάφη που θα πετούσαν ανατολικά της γραμμής αυτής θα έπρεπε να αναφέρουν στο κέντρο ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας της Κωνσταντινούπολης και να παίρνουν οδηγίες απ΄ αυτό. Η ενέργεια αυτή αποτελούσε προσπάθεια τροποποίησης των ορίων του FIR Αθηνών και διαμόρφωνε μια οροθετική γραμμή, που χονδρικά συνέπιπτε με τις Τουρκικές διεκδικήσεις για την υφαλοκρηπίδα, δηλαδή τον 25ο μεσημβρινό, που αποτελεί το μέσον του Αιγαίου.
Ακολούθησε σειρά διπλωματικών διεργασιών και στις 31 Μαϊ. 1975 πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες συνάντηση των πρωθυπουργών Ελλάδας και Τουρκίας Κων/νου Καραμανλή και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Μετά τη συνάντηση εκδόθηκε κοινό ανακοινωθέν, στο οποίο αναφερόταν η απόφαση των δύο κρατών να επιλύσουν το θέμα της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Παρά το γεγονός της συνομολογίας σχετικά με το θέμα της επίλυσης, η Τουρκία υπαναχώρησε και πρότεινε τη λύση της συνεκμετάλλευσης. Το επόμενο διάστημα, η Άγκυρα ακολούθησε τη στρατηγική άσκησης πίεσης απέναντι στη χώρα μας και μέσα στο πρωτο εξάμηνο του 1976 υλοποίησε τριπλάσιες σε αριθμό ασκήσεις απ’ όσες έκανε όλο το 1975. Αποκορύφωμα των τουρκικών ασκήσεων ήταν τα αεροναυτικά γυμνάσια «GENDIZ 76», που άρχισαν στις 4 Ιουνίου και ήταν τα μεγαλύτερα απ’ όσα είχε κάνει ποτέ η Άγκυρα. Στις 25 Ιουλ., βγήκε στο Αιγαίο το ερευνητικό σκάφος «ΗΟRA» και άρχισε τις έρευνες πρώτα στα τουρκικά χωρικά ύδατα. Κατόπιν από 6 Αυγ. έως 25 Σεπ., συνέχισε τις έρευνες παραβιάζοντας την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες αυξανόταν μέρα με τη μέρα και οι πολεμικές προετοιμασίες βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη. Παρά το γεγονός όμως της παραβίασης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και της τουρκικής πρόκλησης, η Ελλάδα επέλεξε να μην χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα για αντιμετώπιση αυτής, αλλά διαβήματα, καθώς επίσης «αυστηρές» προειδοποιήσεις και διεθνοποίηση του θέματος. Στις 10 Αυγ. προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η απόφαση που εκδόθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας κινήθηκε με βάση την αρχή των ίσων αποστάσεων, καθόσον καλούσε τα δύο μέρη να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, να πράξουν τα δέοντα για μείωση της έντασης και να συνεχίσουν τις διαπραγματευτικές διαδικασίες. Στην προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η Τουρκία δεν προσήλθε και το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ήταν αναρμόδιο να εκδικάσει τη διαφορά,
Μετά τις εν λόγω αποφάσεις, η Ελλάδα δέχθηκε τις απευθείας διαπραγματεύσεις με την Τουρκία που κατέληξαν στην υπογραφή του Πρακτικού της Βέρνης, το οποίο έθετε το πλαίσιο διαλόγου. Με αυτό, οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας συμφώνησαν να απέχουν από έρευνες σε αμφισβητούμενες περιοχές, οι οποίες «θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα». Η θέση της Ελλάδας είναι ότι το Πρακτικό της Βέρνης εξέπνευσε το 1981, καθόσον ο διάλογος τερματίστηκε λόγω της αδιάλλακτης στάσης της Τουρκίας. Ουσιαστικά όμως, από το Πρακτικό της Βέρνης και μετά σταμάτησαν οι ενέργειες για έρευνα και εκμετάλλευση τυχόν ενεργειακών κοιτασμάτων, πέραν των εθνικών χωρικών υδάτων. Η δέσμευση αυτή έγινε καθεστώς διαρκείας, αφού μετά την κρίση του 1987 και τη συμφωνία – ανακοίνωση του Νταβός (Φεβ. 1988) μεταξύ του Α. Παπανδρέου και του Τ. Οζάλ, η Ελλάδα δεσμεύτηκε ότι θα απέχει από οποιαδήποτε έρευνα στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, αν κάνει το ίδιο και η Τουρκία, μέχρις ότου λυθεί το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Καθοριστικό σημείο επίσης στο θέμα της υφαλοκρηπίδας ήταν η συμφωνία της Μαδρίτης (Ιουλ. 1997), που υπογράφηκε μετά την κρίση των Ιμίων ανάμεσα στον Κ. Σημίτη και στον Σ. Ντεμιρέλ με την οποία: Η Ελλάδα αναγνώρισε ότι η Τουρκία έχει νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία της και δεσμεύτηκε για αποφυγή μονομερών ενεργειών, ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση.
Mε δεδομένο τις αποφάσεις που ελήφθησαν επί του θέματος από τα αρμόδια διεθνή όργανα και όσα προαναφέρθηκαν στην εισαγωγή του κειμένου είναι νομίζω επιτακτική ανάγκη να κατανοήσουμε ότι: Η εθνική ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας δεν μεταβιβάζεται σε δυτικές συμμαχίες ή στο «ξανθό γένος». Τα εθνικά μας συμφέροντα θα εξυπηρετηθούν μέσα από τη δική μας ισχύ και συμπληρωματικά μέσω των συνεργασιών που αναπτύσσουμε ή των οργανισμών που συμμετέχουμε.