Stratfor: Τα «κίτρινα γιλέκα» και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για τη Γαλλία
Οι εξελίξεις στη Γαλλία θα περιορίσουν την ικανότητα Μακρόν να «περάσει» μεταρρυθμίσεις. Ταυτόχρονα, θα αποδυναμώσουν τον ρόλο του Παρισιού στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Μετάφραση-Επιμέλεια: Άννα Φαλτάϊτς
Από τα μέσα Νοεμβρίου, δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτών στη Γαλλία έχουν πραγματοποιήσει διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης, στο πλαίσιο ενός σκοπού που έχει γίνει γνωστός ως το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων», που αναφέρεται στα γιλέκα ασφαλείας που έχουν στα αυτοκίνητά τους οι Γάλλοι οδηγοί.
Αν και οι μεγάλες πολιτικές διαμαρτυρίες δεν είναι κάτι καινούριο στη Γαλλία, ωστόσο η ένταση των διαδηλώσεων των «κίτρινων γιλέκων» όχι μόνο έχει οδηγήσει σε ορισμένες από τις χειρότερες ταραχές των τελευταίων δεκαετιών στο Παρίσι και έχουν αναγκάσει τις αρχές να αποκλείσουν περιοχές της πόλης, αλλά επίσης ανάγκασαν τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να κάνει πίσω σε πολιτική του απόφαση για πρώτη φορά στην προεδρία του, που «μετρά» 18 μήνες. Η γαλλική κυβέρνηση ανακοίνωσε στις 5 Δεκεμβρίου πως δεν θα προχωρήσει στην αμφιλεγόμενη αύξηση του φόρου στα καύσιμα, που προκάλεσε και τις διαδηλώσεις των «κίτρινων γιλέκων». Οι διαδηλώσεις έρχονται σε μια περίοδο που η δημοφιλία του Μακρόν έχει διολισθήσει σε χαμηλό-ρεκόρ. Η κατάσταση απειλεί να αποδυναμώσει την εξουσία του Μακρόν στο εσωτερικό και να μειώσει την επιρροή της Γαλλίας στις υποθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από τότε που έγινε πρόεδρος τον Μάιο του 2017, ο Μακρόν έχει προσπαθήσει να καταστήσει τη γαλλική οικονομία πιο ανταγωνιστική, μειώνοντας τους φόρους προς τις επιχειρήσεις, μειώνοντας τις δημόσιες δαπάνες και περιορίζοντας το φορολογικό βάρος στους πλούσιους. Οι πολιτικές αυτές, που στόχο είχαν να στείλουν μήνυμα στους εγχώριους και ξένους επενδυτές πως η Γαλλία είναι «ανοικτή» για επιχειρηματικές δραστηριότητες, έβλαψε την εικόνα του Μακρόν και οι επικριτές του τώρα τον αποκαλούν «ο πρόεδρος των πλουσίων».
Το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» εξελίχθηκε γρήγορα από μια αντίδραση προς την αύξηση της φορολογίας καυσίμων, σε μια ευρύτερη απαίτηση για βελτίωση της αγοραστικής δύναμης των οικογενειών της μεσαίας τάξης. Σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις για περιορισμό της φιλο-επιχειρηματικής ατζέντας του Μακρόν, αυτό δείχνει πως υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα του γαλλικού εκλογικού σώματος που είναι φανερά δυσαρεστημένο με τις πολιτικές του προέδρου. Παρά τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Μακρόν, η ανάκαμψη της γαλλικής οικονομίας παραμένει αργή και ανομοιόμορφη.
Η ανεργία στη Γαλλία είναι γύρω στο 9%, μία μονάδα χαμηλότερα απ’ ό,τι ήταν όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του ο Μακρόν, όμως παραμένει η τέταρτη υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση -και είναι υπερδιπλάσια σε σχέση με την ανεργία στη Γερμανία. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο ρυθμός ανάπτυξης της γαλλικής οικονομίας θα επιβραδυνθεί στο 1,6% το 2019, από το εκτιμώμενο 1,7% το 2018. Επιπλέον, το Γαλλικό Οικονομικό Παρατηρητήριο, μια ανεξάρτητη «δεξαμενή σκέψης», έχει προειδοποιήσει πως οι πολιτικές του Μακρόν έχουν μειώσει την αγοραστική δύναμη του κατώτατου 5% των γαλλικών νοικοκυριών ενώ έχει αυξήσει την αγοραστική δύναμη του ανώτατου 5%.
Επίμονες διαδηλώσεις
Η εμφάνιση των «κίτρινων γιλέκων», ενός κινήματος χωρίς άμεσες σχέσεις με οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, μη κυβερνητική οργάνωση ή εργατικό συνδικάτο, δεν είναι ένα νέο φαινόμενο στη Γαλλία. Παρόμοια κινήματα από τη βάση, όπως τα «κόκκινα καπέλα» (που διαδήλωναν το 2013 κατά της φορολόγησης των φορτηγών) και το «nuit debout» (που διαδήλωνε το 2016 κατά των εργασιακών μεταρρυθμίσεων), έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια. Οι αφίξεις τέτοιων κινημάτων δείχνουν πως τα παραδοσιακά κανάλια εκπροσώπησης της Γαλλίας αποτυγχάνουν να απορροφήσουν ολόκληρο το φάσμα της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Σε κάποιον βαθμό, αυτά τα κινήματα από τη βάση τείνουν να αντιπροσωπεύουν μια προσωρινή πρόκληση για τη γαλλική κυβέρνηση, διότι κινήματα χωρίς ξεκάθαρη ηγεσία και οργάνωση τείνουν να φθίνουν πολύ γρήγορα. Όμως τα κινήματα αυτά είναι επίσης προβληματικά, διότι δεν έχουν ξεκάθαρη ηγεσία με την οποία μπορεί να διαπραγματευτεί η κυβέρνηση. Οι κοινωνικές αναταραχές μπορούν γρήγορα να κλιμακωθούν και να παρακινήσουν άλλες ομάδες να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις, όπως συνέβη με τα «κίτρινα γιλέκα».
Οι αντίπαλοι του Μακρόν, περιλαμβανομένων των αριστερών και δεξιών πολιτικών κομμάτων και εργατικών συνδικάτων, θα προσπαθήσουν να οικειοποιηθούν αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις και να χρησιμοποιήσουν τις απαιτήσεις των κινημάτων προς δικό τους πολιτικό όφελος. Απηχώντας τα αιτήματα των «κίτρινων γιλέκων» για υψηλότερο βιοτικό επίπεδο για τη μεσαία τάξη, η μαχητική Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας πρόσφατα ανακοίνωσε τις δικές της αντικυβερνητικές διαδηλώσεις. Από την πλευρά τους, ο δεξιός Εθνικός Συναγερμός(πρώην Εθνικό Μέτωπο) και η αριστερή Ανυπότακτη Γαλλία έχουν χρησιμοποιήσει τις προτάσεις των «κίτρινων γιλέκων» για να ζητήσουν την παραίτηση της κυβέρνησης. Οι εκλογές του επόμενου έτους για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που έχουν προγραμματιστεί για τον Μάιο, θα δείξουν αν αυτά τα κόμματα μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν τη συνεχιζόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια.
Όσο περισσότερο διαβρώνεται η δημοφιλία του Μακρόν, τόσο πιο πολύ θα ενθαρρύνονται οι αντίπαλοί του να αμφισβητήσουν τις πολιτικές του. Με την πάροδο του χρόνου, ο συνδυασμός μιας μη δημοφιλούς κυβέρνησης, μιας μέτριας οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικών διαδηλώσεων και μιας όλο και πιο ενεργής αντιπολίτευσης, θα μπορούσαν να δυσκολέψουν τον Μακρόν και τους σύμμαχούς του να προωθήσουν την μεταρρυθμιστική τους ατζέντα. Το κόμμα του Μακρόν, το La Republique En Marche!, ελέγχει μια άνετη πλειοψηφία της Εθνοσυνέλευσης, που σημαίνει πως μπορεί να περάσει μεταρρυθμίσεις χωρίς τη στήριξη άλλων κομμάτων. Όμως η επίμονη κοινωνική δυσαρέσκεια θα μπορούσε να κάνει την γαλλική κυβέρνηση πιοδιστακτική σε ό,τι αφορά την προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ενώ οι βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης θα μπορούσαν να γίνουν πιο επιφυλακτικοί ως προς την στήριξη που παρέχουν στον Μακρόν. Ως αποτέλεσμα, η μεταρρυθμιστική ατζέντα του Μακρόν θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο.
Η επόμενη μεγάλη πρόκληση για τη γαλλική κυβέρνηση θα είναι να μεταρρυθμίσει το συνταξιοδοτικό σύστηματης χώρας. Η κυβέρνηση Μακρόν θέλει να αντικαταστήσει τα πολλαπλά συνταξιοδοτικά συστήματα της Γαλλίας με ένα ενιαίο σύστημα και να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ο υπολογισμός των συντάξεων, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μειώσεις πληρωμών σε ορισμένες περιπτώσεις. Η γαλλική κυβέρνηση θέλει να παρουσιάσει μια επίσημη πρόταση συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης στα μέσα του 2019 και να τη θέσει προς ψηφοφορία στην Εθνοσυνέλευση μέχρι το τέλος του έτους. Aυτή η μεταρρύθμιση θα επηρέαζε πολλά τμήματα της γαλλικής κοινωνίας, κάτι που σημαίνει πως θα προκαλέσει ισχυρές αντιδράσεις και θα δημιουργήσει συνθήκες για περαιτέρω διαδηλώσεις. Το 2019 η γαλλική κυβέρνηση σχεδιάζει επίσης να περιορίσει τις αυξήσεις στα οικογενειακά επιδόματα κάτω του πληθωρισμού, να αυστηροποιήσει τα κριτήρια για την ασφάλιση των ανέργων και να μειώσει τον αριθμό των υπαλλήλων στον δημόσιο τομέα. Αυτό σημαίνει πως το έδαφος θα παραμείνει πρόσφορο για κοινωνικές αναταράξεις στη Γαλλία το επόμενο έτος, ασχέτως της τύχης του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων». (σ.σ: σε διάγγελμά του προς τον γαλλικό λαό στις 10/12/2018, ο Μακρόν υποσχέθηκε να αυξήσει τον βασικό μισθό κατά 100 ευρώ το μήνα μετά τον Ιανουάριο, να καταργήσει την αύξηση στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για τους συνταξιούχους που βγάζουν λιγότερα από 2.000 ευρώ το μήνα, να μην επαναφέρει τον φόρο αλληλεγγύης για τις μεγάλες περιουσίες, αλλά και να απαλλάξει τις υπερωρίες από κρατήσεις για το επόμενο έτος, ενώ παράλληλα κάλεσε τις επιχειρήσεις να χορηγήσουν στους εργαζόμενους «επίδομα» στο τέλος του έτους. Οι εξαγγελίες αυτές προκάλεσαν το ενδιαφέρον της ΕΕ, η οποία δήλωσε πως «παρακολουθεί προσεκτικά» τον δημοσιονομικό αντίκτυπο των νέων μέτρων).
Η γαλλική κυβέρνηση σχεδιάζει επίσης να αναθεωρήσει το Γαλλικό Σύνταγμα για να μειώσει τον αριθμό των βουλευτών κατά ένα τρίτο, να εισαγάγει ταχύτερες νομοθετικές διαδικασίες και να καταστήσει παράνομη την πολυθεσία των δημοσίων αξιωματούχων. Σε αντίθεση με τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, η συνταγματική αναθεώρηση πιθανότατα δεν θα προκαλέσει σημαντικές διαμαρτυρίες. Όμως ο Μακρόν θα χρειαστεί τη στήριξη της αντιπολίτευσης στη Γερουσία για να τροποποιήσει το Σύνταγμα και οι αντίπαλοί του μπορεί να «μπλοκάρουν» τις προτάσεις του προέδρου προκειμένου να τον αποδυναμώσουν. Στο παρελθόν, ο Μακρόν έχει απειλήσει να θέσει σε δημοψήφισμα τη Συνταγματική αναθεώρηση αν η Γερουσία απορρίψει τις τροποποιήσεις. Όμως με τις τρέχουσες πολιτικές συνθήκες, η κυβέρνηση θα το ξανασκεφτεί να ζητήσει μια ψηφοφορία στην οποία θα μπορούσε να χάσει, ή, ακόμα χειρότερα, που θα μπορούσε να μετατραπεί σε ανεπίσημο δημοψήφισμα για την προεδρία του Μακρόν.
Οι βόρειοι αντίπαλοι της Γαλλίας
Τα εσωτερικά ζητήματα της Γαλλίας θα περιορίσουν την ικανότητά της να επηρεάσει τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Γαλλία θέλει βαθιές μεταρρυθμίσεις στην ευρωζώνη, περιλαμβανομένης της εισαγωγής ενός ξεχωριστού προϋπολογισμού για τη νομισματική ένωση, της ενίσχυσης του ταμείου διάσωσης της ευρωζώνης και της ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης. Όμως οι μεταρρυθμίσεις αυτές απαιτούν ευρεία συναίνεση σε επίπεδο ΕΕ και η Γαλλία θα δυσκολευτεί να την εξασφαλίσει.
Ο βασικός εταίρος της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γερμανία, αντιμετωπίζει δικά της πολιτικά προβλήματα, που μειώνουν την ικανότητα του Βερολίνου να κάνει υποχωρήσεις έναντι του Παρισιού. Την ίδια ώρα, οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης που αντιτίθενται στις προτάσεις της Γαλλίας γίνονται όλο και πιο επιθετικές. Οι χώρες αυτές, γνωστές ως ο Νέος Χανσεατικός Σύνδεσμος, θέλουν να περιορίσουν και αν είναι δυνατόν να ματαιώσουν, τα σχέδια της Γαλλίας για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης. Το γεγονός πως η Ιταλία έχει μια ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση που αμφισβητεί τους δημοσιονομικούς στόχους της ΕΕ, δίνει «πολεμοφόδια» σε αυτές τις χώρες του Βορρά που αντιτίθενται στην αύξηση του διαμοιρασμού του χρηματοοικονομικού ρίσκου στην ευρωζώνη.
Υπάρχουν πρώιμα σημάδια πως αυτή η αντίσταση στις γαλλικές προτάσεις είναι αποτελεσματική. Η Γερμανία και η Γαλλία πρόσφατα συμφώνησαν να δημιουργήσουν ένα προϋπολογισμό για την ευρωζώνη. Όμως, σε αντίθεση με την αρχική πρόταση της Γαλλίας, θα είναι μέρος του ευρύτερου προϋπολογισμού της ΕΕ, που σημαίνει πως για να εγκριθεί θα απαιτηθεί ομοφωνία. Επιπλέον, το Βερολίνο πιέζει για ένα μικρότερο προϋπολογισμό, σε αντίθεση με το αίτημα του Παρισιού για έναν προϋπολογισμό που θα αντιπροσωπεύει «αρκετές μονάδες» του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Γαλλία ήθελε επίσης να μετατραπεί ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο με πλήρη εξουσία να βοηθά χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Ωστόσο, στη συνεδρίασή τους στις 4 Δεκεμβρίου οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ συμφώνησαν μόνο να δώσουν στον μηχανισμό μεγαλύτερη συμμετοχή στον σχεδιασμό και τον έλεγχο των προγραμμάτων οικονομικής βοήθειας σε συντονισμό με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Και τα σχέδια για την εισαγωγή ενός προγράμματος εγγύησης καταθέσεων για τις τράπεζες της ευρωζώνης πήραν μετάθεση για αργότερα.
Περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση, το 2019 θα διοριστούν νέα μέλη σε βασικούς θεσμούς της ΕΕ, όπως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι διορισμοί θα απαιτήσουν σημαντικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και θα αποτελέσουν μια ακόμα πηγή εντάσεων μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης για το μέλλον της Ευρωπαϊκής πολιτικής. Οι αντίπαλοι της Γαλλίας θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν τις εγχώριες αδυναμίες του Μακρόν για να περιορίσουν την επιρροή της Μεσογειακής Ευρώπης στο μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμα και αν οι κυβερνήσεις της ΕΕ καταφέρουν να διατηρήσουν σε ανεκτά όρια τις διαφωνίες, ωστόσο η διαδικασία και μόνον του διορισμού νέων αξιωματούχων θα επιβραδύνει την πολιτική διαδικασία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και θα βάλει όρια στις φιλοδοξίες της Γαλλίας.
Μια περιορισμένη κυβέρνηση
Οι επόμενες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία θα διενεργηθούν το 2022 και ο Μακρόν πιθανότατα θα παραμείνει στην εξουσία παρά τις αποσταθεροποιητικές προσπάθειες των αντιπάλων του. Ο πρόεδρος έχει αρκετά εργαλεία στη διάθεσή του για να αντιμετωπίσει πολιτικές κρίσεις. Μπορεί, λόγου χάρη, να διορίσει νέο πρωθυπουργό που θα ηγηθεί ενός νέου υπουργικού Συμβουλίου, για να προσπαθήσει να ανακτήσει τη λαϊκή στήριξη. Μπορεί επίσης να ζητήσει πρόωρες βουλευτικές εκλογές για να αφήσει τους ψηφοφόρους να εκφράσουν την άποψή τους για την πολιτική, όμως αυτό θα ήταν μια ύστατη απόφαση δεδομένου ότι το κόμμα του Μακρόν ελέγχει την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση και θα ήταν ριψοκίνδυνο να απειλήσει την πλειοψηφία αυτή με νέες εκλογές.