Γεωπολιτικές ανατροπές τη νέα χρονιά – Η Τουρκία, η Ελλάδα και η Ευρώπη
Γράφει ο Παναγιώτης Σωτήρης
Αν το 2018 φαινομενικά ήταν μια χρονιά που δεν είχε τη συσσώρευση κρίσεων που είχε η προηγούμενη διετία από το Brexit και το πραξικόπημα στην Τουρκία μέχρι την κλιμάκωση του «Νέου Ψυχρού Πολέμου», όμως αφήνει πολλά μέτωπα και υψηλό βαθμό αβεβαιότητας για την επόμενη χρονιά, συμπεριλαμβανομένων και των εξελίξεων στη γειτονιά μας.
Οι εξελίξεις στη Συρία και ο νέος ρόλος της Τουρκίας
Το 2018 τελείωσε με μια σημαντική εξέλιξη στο μέτωπο της Συρίας που μένει να δούμε πώς θα επηρεάσει και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η απόφαση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να υλοποιήσει την προεκλογική δέσμευσή του για αποδέσμευση από τη συριακή κρίση, αποσύροντας το αμερικανικό στρατιωτικό προσωπικό που επιχειρούσε μαζί με τις κουρδικές δυνάμεις στα Βορειοανατολικό, εν μέρει καθησυχάζει τους τουρκικούς φόβους ότι οι ΗΠΑ θα νομιμοποιούσαν εκ των πραγμάτων μια οιονεί κουρδική κρατική οντότητα στα σύνορα με την Τουρκία.
Ταυτόχρονα, όμως, διεύρυνε την τουρκική στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία αλλά και την ανάγκη διαμόρφωσης νέων ισορροπιών δεδομένης και της προσπάθειας της συριακής κυβέρνησης να επεκτείνει την επιρροή της στο σύνολο της συριακής επικράτειας.
Παρότι μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η Ρωσία θα προσπαθήσει να δώσει εγγυήσεις στην Τουρκία ότι οι Κούρδοι θα μείνουν εντός των ορίων της διαφαινόμενης μεταπολεμικής κατάστασης, έτσι ώστε να εξασφαλίσει μια προσωρινή και όχι μόνιμη παρουσία, δεν είναι δεδομένο το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.
Η Τουρκία από αυτή την εξέλιξη βγαίνει ταυτόχρονα ενισχυμένη, εφόσον είναι προφανές ότι στην αμερικανική πλευρά πρυτάνευσε η λογική να μη χαθεί ένας κρίσιμος σύμμαχος και μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά και με μεγάλες προκλήσεις. Αφού, πέραν όλων των άλλων, θα πρέπει να αναλάβει και σημαντικό μέρος της εκκαθάρισης των εναπομεινάντων θυλάκων του Ισλαμικού Κράτους στην βορειοανατολική Συρία.
Την ίδια στιγμή πιθανή εστία έντασης μπορεί να είναι και η διαχείριση του ρόλο του Ιράν στη Συρία. Το Ιράν ήταν μια δύναμη που στήριξε εξ αρχής τη συριακή κυβέρνηση. Όμως, αυτό δεν το βλέπουν με καλό μάτι τόσο οι μοναρχίες του Κόλπου που προσπαθούν να αποκαταστήσουν σχέσεις με την πλευρά Άσσαντ (έχοντας και το βλέμμα στραμμένο στα μεγάλα έργα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης), όσο και το Ισραήλ που θεωρεί το Ιράν βασική περιφερειακή απειλή.
Τα ανοιχτά μέτωπα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις
Το 2018 τελείωσε με αρκετά υψηλούς ρητορικούς τόνους και από τις δύο πλευρές των ελληνοτουρκικών συνόρων, που όμως περιορίστηκαν στους υπουργούς Εθνικής Άμυνας και όχι στους πρωθυπουργούς.
Από την άλλη, είναι προφανές ότι η κύρια έγνοια της τουρκικής ηγεσίας θα είναι οι εξελίξεις στη Συρία περισσότερο, παρά το Αιγαίου. Όμως, την ίδια στιγμή η τουρκική πλευρά έχει καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να συναινέσει σε οποιοδήποτε περιορισμό ή ακύρωση των δικών της κυριαρχικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Ιδίως τώρα που έχει γίνει εμφανές το μέγεθος των ενεργειακών αποθεμάτων στη νοτιονανατολική Μεσόγειο, η Τουρκία δεν επιθυμεί να βρεθεί να είναι η χαμένη.
Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται εύκολα να υποχωρήσει από τις διεκδικήσεις της ως προς την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ τόσο για το Αιγαίο όσο για την ευρύτερη περιοχή γύρω από την Κύπρο, την ίδια ώρα που θα προσπαθήσει να εντατικοποιήσει τις έρευνες σε περιοχές που δεν αμφισβητούνται.
Και παρότι γνωρίζει ότι οι πιο «ακραίες» διεκδικήσεις, που στηρίζονται στην αντίληψη ότι τα νησιά δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, δεν πρόκειται ποτέ να βρουν «ευήκοον ους» στη διεθνή κοινότητα (ιδίως εάν σκεφτούμε ότι οι ΗΠΑ έχουν ανακηρύξει ΑΟΖ στα δικά τους νησιωτικά συμπλέγματα), εντούτοις θα επιμείνει ιδιαίτερα στη θέση ότι τα οφέλη από την εκμετάλλευση της κυπριακής ΑΟΖ θα πρέπει να μοιραστούν ακριβοδίκαια σε ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους.
Αυτό διαμορφώνει ένα σκηνικό αρκετών πιθανών εντάσεων και στο Αιγαίο και γύρω από την Κύπρο και τις εξορύξεις. Με αυτή την έννοια μπορεί κανείς να αναμένει και φραστικές διακηρύξεις και «πόλεμο νεύρων» με τις Navtex αλλά και πιθανές παρενοχλήσεις των εξορύξεων που έχει προαναγγείλει η Κυπριακή Δημοκρατία, αν και μέχρι τώρα έχει αποφύγει να εμπλακεί εκεί όπου υπάρχουν και αμερικανικών συμφερόντων πολυεθνικές.
Με ανάλογο τρόπο θα προσπαθήσει να συντηρεί και το καθεστώς «γκρίζων ζωνών» για το Αιγαίο κύρια μέσα από συστηματικής παραβιάσεις. Ωστόσο, μέχρι τώρα δείχνει να θέλει να αποφύγει το «θερμό επεισόδιο», το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις έχει προκαταβολικά ορίσει ως «προβοκάτσια».
Όμως, αυτό δεν αναιρεί το ενδεχόμενο η κλιμάκωση να περάσει τα όρια, ιδίως εάν αναλογιστούμε και τον τρόπο που πλην του HDP τα τουρκικά κόμματα διαγκωνίζονται σε εθνικιστική ρητορεία αλλά και το γεγονός ότι τουλάχιστον για την αρχή της χρονιάς την ευθύνη του ελληνικού υπουργείου Εθνικής Άμυνας εξακολουθεί να έχει ο Πάνος Καμμένος.
Ευρώπη: κρίση προσανατολισμού και ηγεσίας
Το 2018 τελείωσε με τη Γερμανία να προσπαθεί να φανταστεί πώς θα είναι τα πράγματα μετά την Άνγκελα Μέρκελ και τη Γαλλία να αποτιμά το απρόβλεπτο αλλά και ιδιαίτερα μαχητικό κίνημα διαμαρτυρίας των «κίτρινων γιλέκων» και να βλέπει την δημοτικότητα του Εμανουέλ Μακρόν να καταβαραθρώνεται.
Την ίδια στιγμή τόσο στην περίπτωση της Ιταλίας όσο και αυτή της Γαλλίας οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι ακόμη και χώρες του πυρήνα δεν θα μπορούν πάντα να τηρήσουν το αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο της ένωσης.
Όμως, το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρώπης είναι η αίσθηση έλλειψης προσανατολισμού. Οι μεγάλες διακηρύξεις για την ενίσχυση των θεσμών και τον αποτελεσματικότερο συντονισμό, σταδιακά περιορίστηκαν σε ένα ευχολόγιο. Σχέδια όπως η Τραπεζική Ένωση προσκρούουν πάνω σε διαφωνίες ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Η δημοσιονομική πειθαρχία παραμένει στην πρώτη γραμμή την ίδια στιγμή που απουσιάζουν προτάσεις για ενίσχυση της αναπτυξιακής διάστασης.
Η πολιτική ενοποίηση δεν προχωρά, με τα κράτη-μέλη να αρνούνται ακόμη και τις κοινές κατευθύνσεις για ζητήματα όπως η μετανάστευση, την ώρα που χώρες της διεύρυνσης όπως η Ουγγαρία ή η Πολωνία διεκδικούν να μην συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις ως προς την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και τις βασικές ελευθερίες.
Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα κλίμα αβεβαιότητας για τις επερχόμενες ευρωεκλογές. Με τη σοσιαλδημοκρατία σε βαθιά κρίση. τα χριστιανοδημοκρατιά κόμματα ταλαντεύονται ως προς το εάν θα κάνουν στροφή προς τα δεξιά και νέα σχήματα όπως αυτά του Μακρόν να περνούν κρίση, υπάρχει ανοιχτό ενδεχόμενο μιας ψήφου διαμαρτυρίας, μέρος της οποίας να μπορούσε να πάει και προς τις παραλλαγές της ακροδεξιάς.
Το ανοιχτό ερώτημα του Brexit
Πάντως πολύ πιο πριν από τις ευρωεκλογές η Ευρώπη θα πρέπει να χειριστεί και το ζήτημα του Brexit. Οι εσωτερικές διαφωνίες στο βρετανικό Συντηρητικό Κόμμα, ιδίως σε σχέση με την «ιρλανδική δικλείδα ασφαλείας» ανέβαλαν την προγραμματισμένη επικύρωση του σχεδίου συμφωνίας στο οποίο είχαν καταλήξει οι διαπραγματευτές από την ΕΕ και τη Βρετανία, κάνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να έχουμε Brexit χωρίς συμφωνία στις 31 Μαρτίου 2019.
Δεν είναι τυχαίο ότι και από τις δυο πλευρές έχουν ήδη διατυπωθεί σχέδια ώστε ακόμη και σε αυτό το ενδεχόμενο να μην υπάρξει τεράστια αναστάτωση σε ζητήματα όπως οι μεταφορές, οι επικοινωνίες και οι διασυνοριακές συναλλαγές.
Ωστόσο, ο πιο μεγάλος παράγοντας αβεβαιότητας δεν είναι απλώς η διαχείριση των άμεσων ζητημάτων και προβλημάτων που θα προκύψουν, όσο τα ανοιχτά ερωτήματα για το ποιες θα είναι οι επιπτώσεις και από τις δύο πλευρές της Μάγχης. Αυτές αφορούν τόσο την οικονομία, όπου μένει να δούμε εάν η Βρετανία θα έχει την ανάπτυξη που υποσχέθηκαν οι οπαδοί του Brexit ή εάν είχαν δίκιο όσοι τόνιζαν τον βαθμό ενσωμάτωσης στην ευρωπαϊκή οικονομία, όσο και σε σχέση με το μέλλον του σημαντικού αριθμού ευρωπαίων πολιτών που εξακολουθούν να ζουν και εργάζονται στη Βρετανία.
Οι ΗΠΑ και ένας απρόβλεπτος πρόεδρος
Το τέλος του 2018 βρήκε μεγάλο μέρος των αμερικανικών ομοσπονδιακών υπηρεσιών σε αναγκαστική αργία εφόσον δεν υπήρξε συμφωνία για τον προϋπολογισμό και ιδίως τη χρηματοδότηση του τείχους που θέλει να υψώσει στα σύνορα ο Τραμπ και παρότι το government shutdown έχει συμβεί και άλλες φορές δεν παύει να είναι μια εικόνα που συγκεφαλαιώνει τις βαθιές διαιρέσεις του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.
Ο Ντόναλντ Τραμπ κατάφερε να επιβιώσει των ενδιάμεσων εκλογών, κυρίως επειδή διατηρήθηκε η ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Γερουσία, την ώρα που προσέφερε στο κόμμα του και μια σημαντική αλλαγή επί το συντηρητικότερο στο Ανώτατο Δικαστήριο με την τοποθέτηση του Μπρετ Κάβανο. Όμως, εξακολουθεί να συνεχίζεται η δικαστική διερεύνηση σε βάρος, παρά τις προσπάθειές του να υπονομεύσει το έργο του ειδικού ανακριτή Ρόμπερτ Μιούλερ.
Όμως, την ίδια στιγμή δείχνει ότι μπορεί έστω και με το δικό του τρόπο να αποτυπώνει τη δική του σφραγίδα στην αμερικανική πολιτική. Κατάφερε να χειριστεί την ένταση με την Βόρειο Κορέα στην κατεύθυνση μιας συμφωνίας, ενώ προς το τέλος της χρονιάς επέβαλε τη δική του άποψη για τη συριακή κρίση έστω και σε ρήξη με σημαντική μερίδα του στρατιωτικού και διπλωματικού κατεστημένου.
Την χρονιά που μας έρχεται έχει να χειριστεί πλήθος ανοιχτά μέτωπα, από τον σε εξέλιξη εμπορικό πόλεμο με την Κίνα μέχρι τα ανοιχτά ζητήματα των αμερικανορωσικών σχέσεων. Και όσο και εάν συνηθίσαμε το θέαμα ενός προέδρου που εξαγγέλλει μείζονες αποφάσεις με tweet, εντούτοις δεν παύει να παραμένει απρόβλεπτος, ιδίως από τη στιγμή που συχνά η αντίληψή του για την «τέχνη της συμφωνίας» είναι ότι πρώτα κανείς πρέπει να κλιμακώνει μια σύγκρουση ως το πιο οριακό σημείο και μετά να αποσπά τη συναίνεση στη συμφωνία.
Τι θα γίνει με τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας;
Ένα από τα πράγματα στα οποία ο Ντόναλντ Τραπ έχει ήδη αφήσει ισχυρό αποτύπωμα είναι αυτό που αφορά τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Επιμένοντας στη θέση του για στήριξη των αμερικανικών επιχειρήσεων που έχουν την παραγωγική τους βάση στις ΗΠΑ, επέλεξε εξαρχής να διαφοροποιηθεί από την τρέχουσα εκδοχή «απελευθέρωσης του παγκόσμιου εμπορίου», βγάζοντας τις ΗΠΑ από τη διαπραγμάτευση πολυμερών συμφωνιών και να προχωρήσει στην κήρυξη εμπορικού πολέμου με την Κίνα, τη χώρα που θεωρεί ως την κατεξοχήν ανταγωνίστρια των ΗΠΑ.
Το σκεπτικό του απλό: η Κίνα θα πρέπει να σταματήσει να διεκδικεί αυξημένα μερίδα αγορών μέσα από τις άμεσες και έμμεσες ενισχύσεις των κινεζικών επιχειρήσεων και την απαίτηση των κινεζικών αρχών για μεγάλες μεταφορές τεχνογνωσίας ως όρο για τις επενδύσεις στην Κίνα.
Μόνο που σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Αρκετές αμερικανικές επιχειρήσεις κινδυνεύουν να δουν το δικό τους κόστος να αυξάνεται εξαιτίας των δασμών σε ενδιάμεσα προϊόντα που κατασκευάζονται στην Κίνα, την ίδια ώρα που μια υποχώρηση του παγκόσμιου εμπορίου απειλεί να φέρει ακόμη πιο γρήγορα σε ύφεση την παγκόσμια οικονομία και να διακυβέυσει την αμερικανική οικονομική ανάπτυξη, την ώρα που η Κίνα θα μπορεί να χρησιμοποιεί ως αντιστάθμισμα τη διεύρυνση της δικής της εσωτερικής αγοράς.
Γι’ αυτό το λόγο και μένει να δούμε τι θα βγει από τις διαπραγματεύσεις που είναι σε εξέλιξη, εντός της τρίμηνης ανακωχής που ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Σι Τζινπίνγκ συναποφάσισαν στο Μπουένος Άιρες στο περιθώριο της συνόδου των G20.
Oι προοπτικές ενός «νέου Ψυχρού Πολέμου»
Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα για την επόμενη χρονιά είναι οι εξελίξεις που αφορούν αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «νέο Ψυχρό Πόλεμο», δηλαδή το νέο κύκλο έντασης ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία τα τελευταία χρόνια (στον οποίο μπορούμε να προσθέσουμε και τις εντάσεις στις αμερικανοκινεζικές σχέσεις γύρω από περιοχές όπως η Νότια Σινική Θάλασσα).
Μάλιστα η πρόσφατη ένταση ανάμεσα στη Ρωσία και την ουκρανική κυβέρνηση με αφορμή το περιστατικό με τη σύλληψη ουκρανικών σκαφών στα στενά του Κερτς και οι αντιδράσεις των δυτικών χωρών ήρθε να θυμίσει και μία από τις βασικές εστίες έντασης.
Ακόμη περισσότερο, η ανακοίνωση από τη μεριά των ΗΠΑ της πρόθεσής τους να αποχωρήσουν από τη συμφωνία INF για τις πυρηνικές δυνάμεις μέσου βεληνεκούς, σε συνδυασμό με την κλιμάκωση των ανακοινώσεων για νέες δοκιμές οπλικών συστημάτων από τη Ρωσία ήρθε να θυμίσει ότι έχουμε ήδη και σημάδια μιας νέας κούρσας εξοπλισμών.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, άλλες αποφάσεις του αμερικανού προέδρου, όπως αυτή για την αποχώρηση του αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού από τη Συρία, παραπέμπουν περισσότερο στην προσπάθεια αποφυγής άμεσης αντιπαράθεσης αμερικανικών και ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Μένει να δούμε σε ποια κατεύθυνση θα κινηθούν τα πράγματα την χρονιά που μόλις ξεκίνησε, εάν δηλαδή θα δούμε μια κλιμάκωση που εκτός όλων των άλλων θα φορτίζει και διάφορα περιφερειακά ζητήματα και συγκρούσεις (μια γεύση πήραμε και στην Ελλάδα από τη ρωσική αντίδραση στη Συμφωνία των Πρεσπών), ή εάν θα πάμε για κατεύθυνση αποκλιμάκωσης.
Η κατεύθυνση της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με η Ρωσία δείχνει να είναι αρκετά βαθιά ριζωμένη σε σημαντικό μέρος του αμερικανικού διπλωματικού, στρατιωτικού και δημοσιογραφικού κατεστημένου των ΗΠΑ, καθώς εκτιμούν ότι μόνο έτσι μπορούν να διατηρήσουν οι ΗΠΑ την πρωτοκαθεδρία τους.
Ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ αρχικά φάνηκε να είναι οπαδός μιας κατεύθυνση επαναπροσέγγισης, όμως η ακύρωση της συνάντησης με τον Πούτιν στο Μπουένος Άιρες με αφορμή τις εξελίξεις στο Ουκρανικό παρέπεμψε σε μια νέα φάση όξυνσης.