Η ρήξη Ισραήλ – Τουρκίας και η Ελλάδα
Τα νέα δεδομένα μετά την άγρια κόντρα μεταξύ του τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν και του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Γράφει ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης
Οι σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ έχουν τραυματιστεί βαθιά την τελευταία δεκαετία. Είναι χαρακτηριστικά τα επεισόδια της σφοδρής αντιπαράθεσης Ερντογάν – Πέρες στο Νταβός τον Ιανουάριο του 2009 (στον απόηχο των τότε ισραηλινών επιχειρήσεων στη Λωρίδα της Γάζας) και της απόβασης ισραηλινών δυνάμεων ασφαλείας στο πλοίο «Μαβί Μαρμαρά», που προσπαθούσε να σπάσει τον αποκλεισμό της Γάζας, τον Μάιο του 2010.
Είτε ο πρόεδρος Ερντογάν χρησιμοποίησε όψιμα ως άλλοθι τη μεταχείριση του παλαιστινιακού στοιχείου από το Τελ Αβίβ είτε οι δεσμοί με τη Χαμάς ενδυναμώθηκαν σε τέτοιο βαθμό που επέλεξε να μετατραπεί σε υπερασπιστή της, αναντίρρητα είχε αποφασίσει να στοχοποιήσει το Ισραήλ. Και αυτό για πολύ συγκεκριμένους λόγους: από τη μία, για να αποκτήσει διευρυμένη απήχηση σε μουσουλμανικές και αραβικές κοινωνίες, προσεταιριζόμενος ομόθρησκους που «βράζουν» απέναντι στις «ενδοτικές» έναντι Ισραήλ και Δύσης ηγεσίες τους, και από την άλλη, προκειμένου να καταστεί ο ίδιος και η χώρα του το σημείο αναφοράς του σουνιτικού Ισλάμ. Καθότι μη αραβικό κράτος, η Τουρκία, παρέχοντας συστηματική στήριξη στους Παλαιστινίους, επιδιώκει το σαμποτάρισμα του ρόλου της Αιγύπτου, με την οποία οι δεσμοί έχουν διαρραγεί μετά την ανάληψη της ηγεσίας από τον Αλ Σίσι.
Στο δε εσωτερικό μέτωπο, η δαιμονοποίηση του Ισραήλ τυγχάνει μεγάλης στήριξης. Μάλιστα, η τουρκική κοινωνία έχει διαποτιστεί από την κεντρική εξουσία με καχυποψία και εχθρικά αισθήματα απέναντι στο Τελ Αβίβ. Ενδεικτικά, σε δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Καντίρ Χας, που παρουσιάστηκε στις 6 Ιουνίου του 2018, μόλις το 26,7% είναι θετικό στην ομαλοποίηση των σχέσεων με το Ισραήλ, με το 56,3% να είναι αρνητικό. Επίσης, το τελευταίο θεωρείται ως η δεύτερη μεγαλύτερη απειλή για την Τουρκία μετά τις ΗΠΑ, σε ποσοστό 54,4% από 37,4% σε ανάλογη μέτρηση το 2017. Με τον Ερντογάν συχνά να επικαλείται έναν α λα τούρκα ισλαμικό αξιακό κώδικα, εγκαλώντας ηγεσίες του μουσουλμανικού και αραβικού χώρου για ένοχη σιωπή απέναντι στο Τελ Αβίβ, ούτε μπορεί ούτε επιθυμεί να εξομαλύνει τις σχέσεις τους.
Μάλιστα, η άτεγκτη στάση των κυβερνήσεων Νετανιάχου έναντι των Παλαιστινίων, οι συνεχιζόμενοι εποικισμοί, καθώς και η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ από τις ΗΠΑ, ρίχνουν νερό στον μύλο του τούρκου προέδρου, προσφέροντάς του οιονεί νομιμοποίηση ώστε να διατρανώνει στο ισλαμικό του ακροατήριο ότι αποτελεί τον προστάτη του αδύναμου παλαιστινιακού στοιχείου, το οποίο βάλλεται από την ισραηλινή κυβέρνηση με την ανοχή των Δυτικών. Ετσι, μέσω της εξουθενωτικής αντιπαράθεσης με τους σιωνιστές (τους οποίους δημόσια ο Ερντογάν διαχωρίζει από τους Εβραίους), η Τουρκία συστήνεται ως ηγέτιδα δύναμη στον μουσουλμανικό και αραβικό κόσμο. Εχοντας πλέον αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο, ο τούρκος πρόεδρος δεν διστάζει να αποκαλεί το Ισραήλ «κατοχικό κράτος που καταφεύγει σε πρακτικές τρόμου» και «κραìτος – τρομοκραìτη που σκοτωìνει παιδιά». Επιπροσθέτως, η σταθερή στήριξη του Ισραήλ στο κουρδικό στοιχείο της Μέσης Ανατολής και η αναμενόμενη αναπροσαρμογή της πολιτικής του μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ ώστε να μην εξουδετερωθούν επιχειρησιακά οι σύμμαχοι Κούρδοι, θα προκαλέσει περαιτέρω επιπλοκές στις σχέσεις με την Τουρκία. Χαρακτηριστική της κατάστασης είναι η πρωτοφανής – για τη στενή σχέση που διατηρεί με τον αμερικανό πρόεδρο – κριτική του εβραϊκού λόμπι στην επιλογή απόσυρσης από τη Συρία και η συνακόλουθη κραυγή αγωνίας για το τι υποκρύπτει η συναλλαγή Τραμπ – Ερντογάν, πώς αυτή θα επιδράσει στους περιφερειακούς συσχετισμούς ισχύος και σε ποιο βαθμό θα πλήξει τους Κούρδους.
Εξίσου, βέβαια, η Αγκυρα ενοχλείται από την προσέγγιση του Ισραήλ με Κύπρο και Ελλάδα. Δεν είναι μόνο ο καθορισμός της ΑΟΖ με την πρώτη και η διάθεση συνεκμετάλλευσης των φυσικών πόρων της περιοχής με την ενεργό ανάμειξη της Αθήνας ως διαμετακομιστή, αλλά και η εμβάθυνση των ανταλλαγών σε αμυντικά ζητήματα. Οι συχνές κοινές αεροναυτικές ασκήσεις, η συνεργασία μεταξύ υπηρεσιών ασφαλείας, καθώς και σε οικονομικά/ εμπορικά θέματα και την καινοτομία, όπου το Ισραήλ πρωτοπορεί, οπωσδήποτε εμπλουτίζουν τη σύμπραξη. Με την εμπλοκή της Αιγύπτου, την οποία η Τουρκία βλέπει ανταγωνιστικά ως τη μεγαλύτερη αραβική χώρα, και εσχάτως υπό την ομπρέλα προστασίας που φαίνεται να παρέχουν οι ΗΠΑ, αναπτύσσεται μία εταιρική σχέση, την οποία θα «δέσουν» ευρύτερα συμφέροντα, αν τελικά ολοκληρωθούν κάποια από τα υπό εξέταση ενεργειακά σχέδια. Ειδικότερα, η πρόθεση του μέχρι πρότινος διστακτικού Τελ Αβίβ να συνδράμει τον Εast Med (υποθαλάσσιος αγωγός που θα συνδέει ισραηλινά και κυπριακά κοιτάσματα με την ευρωπαϊκή αγορά μέσω Ελλάδας), όπως και οι προαναφερθείσες διεργασίες προβληματίζουν έντονα την Τουρκία. Δεδομένης, λοιπόν, της αδυναμίας της να συνομιλήσει με τους περιφερειακούς δρώντες, άρα και να επηρεάσει τη ροή των εξελίξεων, αναγκαστικά προκρίνει την πρόκληση εντάσεων – πασπαλισμένη με εκτόξευση απειλών – προκειμένου να επιβάλει τη συμμετοχή της στα δρώμενα.
Πλέον, το Ισραήλ δεν εμπιστεύεται μια ισλαμική Τουρκία και δη με τα σημερινά γνωρίσματα, διαπίστωση που το «έσπρωξε» προς την Ελλάδα, με την τελευταία ορθά να αξιοποιεί το momentum ήδη από το 2010. Eντούτοις, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αυτή η κατάσταση δεν έχει (ακόμη;) αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά, καθώς επίσης και πως η στρατηγική μας αξία συνίσταται (και) στο ότι μπορούμε να συνομιλούμε σχετικά ισορροπημένα με όλα τα κράτη και τις οντότητες της περιοχής.
*Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ & συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν»