Η μεγαλύτερη αλλαγή στην ουκρανική πολιτιστική ζωή μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης
Του Andrew Wilson
Εuropean Council On Foreign Relations
Αυτά τα Χριστούγεννα συντελέστηκε η μεγαλύτερη αλλαγή στην ουκρανική πολιτιστική ζωή, μετά από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Στις 6 Ιανουαρίου -παραμονή Χριστουγέννων για τον ορθόδοξο κόσμο που ακολουθεί το Ιουλιανό ημερολόγιο- η Εκκλησία της χώρας ολοκλήρωσε τη μακρά, προσεκτικά διαχειρίσιμη διαδικασία απόκτησης της ανεξαρτησίας της, ή αυτοκεφαλίας. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο πνευματικός επικεφαλής της Ορθόδοξης κοινότητας, υπέγραψε τα κύρια έγγραφα στην Κωνσταντινούπολη, ανοίγοντας τον δρόμο ώστε οι μεταφράσεις να εμφανιστούν σε κοινή θέα στο Κίεβο ανήμερα των Χριστουγέννων. Η εξέλιξη αυτή συνέβη παρά την έντονη ρωσική εχθρικότητα και ενδεχομένως την μεγαλύτερη αναστάτωση στον Χριστιανισμό εδώ και εκατοντάδες χρόνια.
Ο Τόμος, το διάταγμα με το οποίο ο Βαρθολομαίος χορήγησε ανεξαρτησία, αναγνωρίζει μια “κανονική, αυτοκέφαλη, αυτοδιοικούμενη Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα στα όρια του πολιτικά διαμορφωμένου εδάφους της Ουκρανίας”, συμπεριλαμβανομένης και της υπό ρωσική κατοχή Κριμαίας και του εμπόλεμου Ντομπάς. Η μεταφορά του εγγράφου στην Ουκρανία ήρθε μετά από το εκκλησιαστικό συμβούλιο ενότητας (Sobor) που διεξήχθη στο Κίεβο στις 15 Δεκεμβρίου 2018. Το Sobor έλαβε χώρα χωρίς διακοπή ή καθυστέρηση, και με την παρουσία εκπροσώπων και των τριών τοπικών ορθοδόξων εκκλησιών. Δημιουργήθηκε με επιτυχία μια νέο οντότητα, με την ονομασία Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, μια διατύπωση που δεν περιλαμβάνει τη λέξη “ουκρανική” για να αποφευχθεί οποιαδήποτε υπόθεση ότι ο οργανισμός είναι μόνο για τους Ουκρανούς.
Ο Πατριάρχης Φιλάρετος, ο αμφιλεγόμενος και θριαμβευτής επικεφαλής του παλαιού Πατριαρχείου Κιέβου δεν ήταν υποψήφιος στην εκλογή για επικεφαλής της νέας εκκλησίας. Αλλά ελίχθηκε ώστε να διασφαλίσει την εκλογή του προστατευόμενού του Επιφανείου, ο οποίος έλαβε τον τίτλο του Μητροπολίτου Κιέβου και Πάσης Ουκρανίας. Ο τίτλος αυτός ανήκε στον Πατριάρχη Ονούφριο, επικεφαλής του Πατριαρχείου Μόσχας, το οποίο δεν αναγνωρίζει τη νέα εκκλησία. Ενώ το Πατριαρχείο Μόσχας χρησιμοποιεί ρωσικά και εκκλησιαστικά σλαβικά, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας είναι πιθανό να χρησιμοποιήσει τα ουκρανικά ως την κύρια γλώσσα της –αν και ακόμη συζητά το ζήτημα.
Στις 18 Δεκεμβρίου, ο επικεφαλής της άλλης κύριας εκκλησίας της Ουκρανίας, της ελληνικής καθολικής εκκλησίας -η οποία είναι σε επικοινωνία με την Αγία Έδρα αλλά χρησιμοποιεί την ορθόδοξη λειτουργία- έστειλε μια ενθαρρυντική επιστολή στη νέα εκκλησία. Με την επιστολή ζητούσε θερμά από την οργάνωση “να ξεκινήσει την πορεία μας στην ενότητα, στην αλήθεια”, υπονοώντας την ευρύτερη θρησκευτική ενότητα μέσα στην Ουκρανία.
Αλλά το Εκκλησιαστικό συμβούλιο ενότητας ήταν μόνο μια επιτυχία. Σε αυτό συμμετείχαν 42 επίσκοποι από το Πατριαρχείο Κιέβου, μαζί με 12 από την πρώην Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία. Και οι δύο οργανισμοί ανακοίνωσαν ότι θα ενταχθούν στη νέα εκκλησία. Ωστόσο, αν και 10 από τους 90 επισκόπους του Πατριαρχείου Μόσχας υπέγραψαν την έκκληση ενότητας, μόλις δύο εμφανίστηκαν στην εκδήλωση (οδηγώντας το Πατριαρχείο να τους αποκηρύξει). Αν και η πίεση από τη Ρωσία αναμφισβήτητα έπεισε τους άλλους να μην παραβρεθούν, η συμπεριφορά της πτέρυγας του Φιλάρετου -ο οποίος αντιμετωπίζει τη νέα εκκλησία ως μια διευρυμένη εκδοχή του Πατριαρχείου Κιέβου- μπορεί να τους αποθάρρυνε επίσης.
Η Ορθόδοξη Εκκλησιά της Ουκρανίας ελπίζει να επεκταθεί από τα χαμηλά, με διάφορες ενορίες να εντάσσονται εθελοντικό σε αυτή από το Πατριαρχείο της Μόσχας, τώρα που έχει καθιερώσει το κανονικό της status. Για να το ενθαρρύνει αυτό, η ουκρανική βουλή αποφάσισε στις 21 Δεκεμβρίου 2018 ότι το Πατριαρχείο της Μόσχας δεν μπορεί πλέον να αποκαλείται “ουκρανική ορθόδοξη εκκλησία” και πρέπει να χρησιμοποιεί τη λέξη “Ρωσική” στον τίτλο της.
Οι δύο πλευρές συνέχισαν να αμφισβητούν η μία τη νομιμότητα της άλλης, χρησιμοποιώντας συναισθηματικά φορτισμένες ιστορικές αναφορές. Η γλώσσα της διαφωνίας επικεντρώνεται στο status quo ante- ante 1438 δηλαδή. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έστειλε μια επιστολή στον Ονούφριο υποδηλώνοντας ότι η Ρωσία είναι σχισματική. Η χώρα, δήλωσε, “αποκόπηκε μονομερώς από την κανονική της εξουσία, δηλαδή την Αγία Μεγάλη Εκκλησία του Χριστού (1448) {όταν η Ρωσία μονομερώς εξέλεξε τον δικό της ανώτερο εκκλησιαστικό άρχοντα, πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453}, αλλά άλλοι μητροπολίτες στην πόλη του Κιέβου, που ήταν νόμιμοι και κανονικοί, ήταν συνεχώς και ακούραστα υποταγμένοι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο καθώς οι κληρικοί και οι λαϊκοί του Κιέβου δεν αποδέχτηκαν την υποταγή τους στο κέντρο από τη Μόσχα”. Συνέχισε: “το 1685, ο Πατριάρχης της Μόσχας προσωπικά όρισε τον Μητροπολίτη Κιέβου -τον οποίο είχε ήδη διορίσει η Κωνσταντινούπολη- παραβιάζοντας ως εκ τούτου τους κανόνες.
Το Πατριαρχείο της Μόσχας απάντησε ότι “η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία κήρυξε σθεναρά την αυτοκεφαλία της εξαιτίας της προδοσίας από το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης της ορθόδοξης πίστης και υπογράφοντας την Ένωση με τη Ρώμη στο Συμβούλιο ης Φεράρα-Φλωρεντίας το 1439. Η Μητρόπολη Κιέβου, αποδυναμωμένη από μια θρησκευτική αντιπαράθεση με τους Ουνίτες (Έλληνες Καθολικούς), καταστράφηκε από πολέμους, ιδιαίτερα μετά από την Ένωση του Μπρεστ το 1596, προκειμένου να διατηρήσει την ορθόδοξη πίστη, έγινε μέρος της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας στο τέλος του 17ου αιώνα”.
Διαβάστε επίσης: Ο επερχόμενος θρησκευτικός εμφύλιος στην Ουκρανία