Stratfor: Γαλλία και Γερμανία «φρεσκάρουν» τη συμμαχία τους
Διαβάστε επίσης: Γαλλογερμανικές σχέσεις
Σαράντα έξι χρόνια μετά την υπογραφή της πρώτης Συνθήκης, Παρίσι και Βερολίνο ετοιμάζονται να εμβαθύνουν τις σχέσεις τους για μια ακόμα φορά. Όμως, οι περίπλοκες καταστάσεις στην Ευρώπη θα μπορούσαν κάλλιστα να μπουν εμπόδιο στη φιλία των δύο χωρών.
Πάνω από μισό αιώνα μετά την υπογραφή του εμβληματικού συμφώνου φιλίας τους, Γάλλοι και Γερμανοί ετοιμάζονται για μια σύγχρονη επικαιροποίηση της συμμαχίας τους. Στις 22 Ιανουαρίου, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ θα καθίσουν στο Άαχεν για να υπογράψουν έγγραφο που θα βαθαίνει τους δεσμούς μεταξύ των κυβερνήσεών τους.
Το έγγραφο, που θα περιγράφει λεπτομερώς την ενισχυμένη συνεργασία τους στην ασφάλεια, την άμυνα και την οικονομία, έχει σκοπό να στείλει το μήνυμα πως οι δύο στέκονται ενωμένοι μπροστά στα πολλά ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, περιλαμβανομένου του πώς να διαχειριστούν τον αυξανόμενο εθνικισμό ή να χειριστούν τις διαμάχες με παγκόσμιες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα.
Αν και το έγγραφο πιθανότατα θα μοιάζει περισσότερο με διακήρυξη προθέσεωνπαρά με λίστα ξεκάθαρων στόχων πολιτικής, ωστόσο δείχνει πως οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθούν να ενδιαφέρονται να διατηρήσουν τη συμμαχία τους. Εντούτοις, αυτό δεν συνεπάγεται πως η Γαλλία και η Γερμανία θα πάρουν ό,τι θέλουν, καθώς και οι δύο χώρες αντιμετωπίζουνσημαντικούς περιορισμούς στην προσπάθειά τους να προωθήσουν την προστασία της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Από το Ελιζέ στο Άαχεν
Η συμφωνία του Άαχεν έχει σκοπό να αποτελέσει συνέχεια της Συνθήκης του Ελιζέ του 1963, με την οποία Γαλλία και Δυτική Γερμανία συμφώνησαν να αυξήσουν την πολιτική, οικονομική, στρατιωτική και πολιτιστική τους συνεργασία.
Οι δύο χώρες υπέγραψαν τη συνθήκη λιγότερο από δύο δεκαετίες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα («πρόγονος» της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ήταν μόλις 6 ετών. Την εποχή εκείνη, Παρίσι και Βόννη έψαχναν ακόμα τρόπους να ξεφύγουν από το τραυματικό παρελθόν τους και να καλλιεργήσουν τη συνεργασία σε κρίσιμα ζητήματα όπως η εξωτερική πολιτική και η άμυνα. Η Γαλλία έβλεπε τη Συνθήκη ως έναν τρόπο για να ενισχύσει την αυτονομία της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, σε μια εποχή που η Δυτική Γερμανία επιδίωκε στενή συνεργασία με τον Λευκό Οίκο. Η Βόννη στήριζε επίσης την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΟΚ, εν μέσω γαλλικών επιφυλάξεων.
Ακόμα και αν η γερμανική Bundestag εκνεύρισε τη γαλλική κυβέρνηση κατά τη διαδικασία επικύρωσης της Συνθήκης του Ελιζέ, διότι πρόσθεσε πρόλογο στον οποίο εκφράζεται η δέσμευση της Βόννης στη διατλαντική σχέση, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία πως η Γαλλο-Γερμανική συνεργασία έχει βαθύνει ουσιαστικά τις τελευταίες έξι δεκαετίες, σε σημείο που οι δύο χώρες μοιράζονται τώρα το ίδιο νόμισμα -μια εξέλιξη που δεν θα φαινόταν πιθανή το 1963.
Υπάρχουν αξιοσημείωτοι παραλληλισμοί μεταξύ της Συνθήκης του Ελιζέ και της σημερινής συνθήκης. Όπως το 1963, η Γαλλία σήμερα θέλει η Ένωση να γίνει πιο αυτόνομη σε οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά θέματα. Για παράδειγμα, το Παρίσι υπερασπίζεται τα σχέδια για εμβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας στην Ευρώπη και για δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου που θα μειώσει την εξάρτηση των κρατών-μελών της ΕΕ από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε περιόδους κρίσεων.
Η Ευρώπη, επιπλέον, αναπροσαρμόζει τη σχέση της με το Ηνωμένο Βασίλειο -αυτή τη φορά γιατί το Λονδίνο φεύγει. Πράγματι, το σοκ του Brexit παρακίνησε τους de facto συν-ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Γαλλία και τη Γερμανία, να επιδιώξουν ένα πιο ενωμένο μέτωπο. Και τέλος, όπως και τότε, ο Λευκός Οίκοςγια μια ακόμα φορά «καραδοκεί» στους υπολογισμούς της Γαλλίας και της Γερμανίας, αυτή τη φορά λόγω των εμπορικών δυσκολιών μεταξύ της Ουάσινγκτον και των Βρυξελλών.
Ασχέτως των παραλληλισμών, το πλαίσιο είναι δραματικά διαφορετικό σήμερα απ’ ό,τι ήταν πριν από 56 χρόνια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μια συμμαχία μόλις έξι χωρών αλλά 28 (27, όταν αποχωρήσει επισήμως το Ηνωμένο Βασίλειο). Το πολύ μεγαλύτερο μπλοκ έχει επίσης πολύ λιγότερη συνοχή απ’ ό,τι τη δεκαετία του 1960. Η Γαλλία και η Γερμανία εξακολουθούν να έχουν μεγάλη βαρύτητα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμως δεν είναι πλέον οι αδιαμφισβήτητοι ηγέτες της. Στρατηγικές και ιδεολογικές διαμάχες μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης, και μεταξύ των δυτικών και ανατολικών μελών του μπλοκ, έχουν οδηγήσει σε πολιτικό κατακερματισμό. Την ίδια ώρα, η ανάδυση εθνικιστικών και ευρωσκεπτικιστικών πολιτικών δυνάμεων παντού στην Ευρώπη αποτελεί σοβαρή απειλή για τη συνέχεια της Ένωσης. Ακόμα περισσότερο, η πολιτική και οικονομική ενοποίηση στην Ευρώπη έχει βαθύνει τόσο πολύ από τότε που υπεγράφη η Συνθήκη του Ελιζέ, που το στοίχημα μεγαλώνει σημαντικά κάθε φορά που υπάρχει νέος γύρος μεταρρυθμίσεων.
Σήμερα, η διαδικασία της Ευρωπαϊκής ομοσπονδιοποίησης έχει φτάσει σε μοιραίο σημείο: οι επόμενες αποφάσεις της Ευρώπης θα επικεντρωθούν στο αν θα πρέπει να εκδοθεί χρέος που θα στηρίζεται από κοινού από όλα τα μέλη του μπλοκ, αν θα πρέπει να εφαρμοστεί κοινή εγγύηση για τις καταθέσεις στις ευρωπαϊκές τράπεζες, ή αν θα πρέπει να συσταθεί ευρωπαϊκός στρατός. Η Ευρωπαϊκή Ένωση παραδοσιακά επιζητούσε την ομοσπονδιοποίησή της χωρίς να διαγράφει παντελώς το έθνος-κράτος, όμως αυτή η ισορροπία γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθεί.
Ήδη, τα περισσότερα μέλη της ΕΕ έχουν εκχωρήσει ένα από τα βασικά δικαιώματα του έθνους-κράτους, την ικανότητα να εκδίδουν δικό τους νόμισμα. Τα φυσικά επόμενα βήματα είναι να εισαχθεί μια ομοσπονδιακή δημοσιονομική πολιτική(και να στερηθούν τα έθνη-κράτη του δικαιώματός τους να συλλέγουν τους φόρους τους και να δαπανούν τα χρήματά τους) και να δημιουργηθεί ένας ομοσπονδιακός στρατός (και να στερηθούν τα έθνη-κράτη του δικαιώματός τους να οργανώνουν τις ένοπλες δυνάμεις τους, ή, στην περίπτωση της Ιρλανδίας ή της Αυστραλίας, να παραμένουν ουδέτερες).
Δυσχεραίνοντας τη Συμμαχία
Την τελευταία δεκαετία, η Ευρωπαϊκή Ένωση απέφευγε αυτό το θέμα για τον απλό λόγο ότι τα μέλη δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε ομόφωνη γνώμη για τη μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Λισαβόνας του 2007. Πάντα ανυπόμονη, η γαλλική κυβέρνηση πρόσφατα εξέφρασε τη στήριξή της προς μια επονομαζόμενη «Ευρώπη πολλών ταχυτήτων», μια δομή στο πλαίσιο της οποία ορισμένες χώρες θα ενσωματωθούν ταχύτερα απ’ ό,τι άλλες.
Σε κάποιο βαθμό, η Ένωση ήδη λειτουργεί έτσι, καθώς ορισμένα μέλη χρησιμοποιούν το ευρώ ενώ άλλα έχουν διατηρήσει τα εθνικά τους νομίσματα· ομοίως, ορισμένα είναι μέρος της περιοχής Σένγκεν, στην οποία δεν απαιτούνται διαβατήρια, και άλλα δεν είναι. Το πρόβλημα με τη θεσμοθέτηση αυτής της προσέγγισης είναι πως θα βάθαινε τις αποκλίσεις μεταξύ των κρατών-μελών,καθιστώντας έτσι τη διαδικασία λήψης αποφάσεων ακόμα πιο περίπλοκη.
Η Γερμανία πιθανότατα θα αντιστέκονταν σ’ αυτή την προσέγγιση, αφού πολλές από τις δυνητικές ελλείψεις πιθανότατα θα αφορούσαν την κεντρική και ανατολική Ευρώπη, μια περιοχή που το Βερολίνο θεωρεί πως βρίσκονται στη δική του σφαίρα επιρροής. Η εγκατάλειψη των χωρών αυτών στη μοίρα τους θα καθιστούσε την ανατολική πτέρυγα της Γερμανίας πιο επιρρεπή στην επιρροή χωρών όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα –μια προοπτική που το Βερολίνο επιθυμεί να αποφύγει.
Ένα μικρότερο μπλοκ είναι σχεδόν βέβαιο πως θα είχε περισσότερη συνοχή, ωστόσο δεν είναι απαραίτητο πως θα ήταν πιο επιτυχημένο στην αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεών του. Οι άλλοι δυο πυλώνες της παγκόσμιας οικονομίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα, είναι ενοποιημένα κράτη με μεγάλους πληθυσμούς και αποτελεσματικές κεντρικές κυβερνήσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη δυσκολεύεται να επιτύχει βασικούς στόχους εξωτερικής πολιτικής όπως η υπεράσπιση του διεθνούς εμπορικού συστήματος έναντι των αμερικανικών πιέσεων για αναδιαμόρφωσή του, ή η πίεση της Κίνας να δημιουργήσει ισότιμες συνθήκες για τους Ευρωπαίους επενδυτές που επιχειρούν στη χώρα –μια μικρότερη ένωση που εκπροσωπεί μια πιο μέτρια αγορά πιθανότατα θα είχε ακόμα λιγότερη επιτυχία στην επιδίωξη τέτοιων στόχων.
Υπάρχουν επίσης πιο «πεζοί» παράγοντες που περιπλέκουν την ευρωπαϊκή ομοσπονδιοποίηση υπό την αιγίδα της Γαλλίας και της Γερμανίας. Κάποια από τα προτεινόμενα μέτρα του Παρισιού για τον διαμοιρασμό του χρηματοοικονομικού ρίσκου και την αύξηση των δημόσιων δαπανών στην ευρωζώνη είναι δύσκολο να τα «χωνέψει» το Βερολίνο, αλλά και η Βόρεια Ευρώπη, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που οι κυβερνήσεις των νότιων ευρωπαϊκών χωρών όπως η Ιταλία είναι πρόθυμες να «λυγίσουν» -αν όχι να «σπάσουν»- τους κανόνες που ορίζουν τη δημοσιονομική πειθαρχεία.
Για τη Γερμανία, η διατήρηση της στενότερης δυνατής συμμαχίας με τη Γαλλία είναι προτεραιότητα. Όμως το Βερολίνο πρέπει επίσης να διατηρήσει τους δεσμούς του με τους γείτονές του στη Βόρεια Ευρώπη, πολλοί από τους οποίους είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί ως προς το είδος των δημοσιονομικών πολιτικών που στηρίζει το Παρίσι. η κατάσταση περιπλέκεται καθώς οι χώρες αυτές έχουν αρχίσει να οργανώνονται ώστε να αντισταθούν στις γαλλικές πολιτικές, μέσω ομάδων όπως ο «Νέος Χανσεατικός Σύνδεσμος», μια ομάδα χωρών της οποίας ηγείται η Ολλανδία και στην οποία συμμετέχουν η Σουηδία, η Δανία, η Ιρλανδία, η Φινλανδία και οι χώρες της Βαλτικής.
Γαλλία και Γερμανία είναι ειλικρινείς ως προς την προσπάθειά τους να προωθήσουν μια στενότερη διμερή συμμαχία, καθώς και μια στενότερη ένωση στην Ευρώπη. Μάλιστα, είναι προς το συμφέρον και των δυο χωρών να εργαστούν στενά ώστε να είναι αδύνατον να υπάρξει νέος πόλεμος μεταξύ τους, ενώ και οι δυο επιθυμούν να περιορίσουν την επιρροή εξωτερικών δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία ή η Κίνα. Ωστόσο, παράγοντες πέραν του άμεσου ελέγχου των δυο χωρών θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν τη σχέση τους, ιδιαίτερα καθώς το πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν -η Ευρωπαϊκή Ένωση- δεν δείχνει σημάδια ότι θα μπορέσει σύντομα να λύσει το πρόβλημα του κατακερματισμού της.
Μετάφραση-Επιμέλεια: Άννα Φαλτάϊτς
Euro2day.gr