Μετά το Μαντζικέρτ: Η πρώτη Μικρασιατική Καταστροφή (1071-1081)
Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
mnovakopoulos.blogspot.gr
Το φρικτό τέλος του Ρωμανού Διογένη
Έτος 1071. Το πεδίο της μάχης λίγο έξω από την πόλη του Μαντζικέρτ έδειχνε το μέγεθος της καταστροφής. Ο ρωμαϊκός στρατός του αυτοκράτορος Ρωμανού Δ’ Διογένη είχε υποστεί από τις μεγαλύτερες ήττες της ιστορίας του. Ένα μείγμα λαθών του αυτοκράτορος, ατυχίας και προδοσίας είχε χαρίσει στον νέο εχθρό της Ρωμανίας, τους Σελτζούκους Τούρκους, μία νίκη τόσο εντυπωσιακή όσο και ανέλπιστη. Χιλιάδες Ρωμαίοι στρατιώτες κείτονταν νεκροί, πολλοί ακόμη αιχμάλωτοι. Ανάμεσα τους βρισκόταν και ο ίδιος ο Ρωμανός. Αφού περικυκλώθηκε από εχθρούς και πολέμησε γενναία για ώρα, τραυματίστηκε από εχθρικό βλήμα και συνελήφθη. Από το 811 και τον θάνατο του αυτοκράτορος Νικηφόρου Α’ στα χέρια των Βουλγάρων είχε να βιώσει η Ρωμανία τέτοια ταπείνωση.
Ο περήφανος νικητής της μάχης, σουλτάνος Αλπ Αρσλάν, αντιμετώπισε τον ηττημένο Ρωμανό μεγαλόψυχα. Στην αρχή, όπως όριζε η παράδοση για την συμπεριφορά προς τους ηττημένους, τον άρπαξε και τον πέταξε με δύναμη στο χαλί της σκηνής του, και ύστερα πάτησε με το πόδι του στο στήθος του. Μετά όμως η στάση του άλλαξε τελείως. Όπως αναφέρει ο Βρυέννιος, «κι όμως ο αρχηγός των Σελτζούκων που είδε τον Ρωμανό κονταροχτυπημένο δεν καυχήθηκε για το κατόρθωμα, μάλλον συστολή ένοιωθε για την επιτυχία του και υποβάθμισε σχεδόν τη νίκη του σε βαθμό που κανείς δεν κατανόησε, έδωσε παρηγοριά στον αιχμάλωτο, τον έβαλε στο τραπέζι του, τον απάλλαξε από τους φρουρούς και στο τέλος τον απελευθέρωσε ολωσδίολου από την αιχμαλωσία». Του χάρισε πολυτελή ενδύματα, δείπνησε μαζί του και τον συνόδευε στον απογευματινό περίπατο.
Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας ο Αλπ Αρσλάν ρώτησε τον Ρωμανό πως θα του συμπεριφερόταν εάν εκείνος ηττάτο και έπεφτε αιχμάλωτος στα δικά του χέρια. Ο αυτοκράτορας δε δίστασε να ομολογήσει πως θα του επιφύλασσε βασανιστήρια και θάνατο, αφού πρώτα θα τον διαπόμπευε στον όχλο της Κωνσταντινουπόλεως. Με απόλυτη ψυχραιμία (και ποιος ξέρει, ίσως με ένα ειρωνικό χαμόγελο) ο Τούρκος σουλτάνος απάντησε: «Εγώ δεν θα σε μιμηθώ στην αυστηρότητα. Θα κάνω όμως κάτι χειρότερο: Σε αφήνω ελεύθερο».
Όταν οκτώ ημέρες μετά ο Ρωμανός αφέθηκε να επιστρέψει στο βασίλειο του, είχε εξασφαλίσει μία συνθήκη ειρήνης εξαιρετικά ήπια, ειδικά αν ληφθεί υπ’ όψιν η ταπεινωτική ήττα και αιχμαλωσία του. Η Ρωμανία αναλάμβανε να πληρώσει λύτρα και ετήσια χορηγία στους Σελτζούκους, μαζί με την υποχρέωση στρατιωτικής συνδρομής στους πολέμους τους. Συμφωνήθηκε ακόμη να γίνει ανταλλαγή αιχμαλώτων και βασιλικό συνοικέσιο ανάμεσα στους δύο θρόνους. Την περίοδο εκείνη ο Αλπ Αρσλάν ήταν επικεντρωμένος στον πόλεμο του με τους Φατιμίδες της Αιγύπτου και άλλα μέτωπα. Πέθανε το 1072 κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας στην κεντρική Ασία.
Τα δύσκολα όμως τότε ξεκινούσαν για το Ρωμανό. Μόλις η είδηση της ήττας έφθασε στην Βασιλεύουσα, ο αρχοντικός οίκος των Δουκών, με σημαντικό ρόλο στην προδοσία του Μαντζικέρτ, έσπευσε να τον κηρύξει έκπτωτο. Ο Μιχαήλ Ζ’ Δούκας, ο οποίος ως τότε συμβασίλευε με τον Ρωμανό, ανακηρύχθηκε μόνος αυτοκράτορας. Η μητέρα του και σύζυγος του Ρωμανού, Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, εκδιώχθηκε από τα ανάκτορα και περιορίστηκε σε μοναστήρι. Την αυτοκρατορία θα συγκλόνιζε άλλος ένας εμφύλιος πόλεμος.
Ο Ρωμανός Διογένης ήρθε σε επαφή με πιστά του στρατεύματα αλλά δεν μπόρεσε να επικρατήσει απέναντι στους σφετεριστές. Υποχώρησε με τα υπολείμματα των πιστών του στην Κιλικία, όπου οχυρώθηκε. Χωρίς ελπίδα αντεπίθεσης, ο έκπτωτος αυτοκράτορας δέχθηκε να παραδοθεί στους εχθρούς του, να γίνει μοναχός και να εξοριστεί στη νήσο Πρώτη. Τρεις μητροπολίτες εγγυήθηκαν για την ασφάλεια του. Με φρίκη ανακάλυψε πως οι Δούκες δεν είχαν τίποτε από την αξιοπρέπεια των Σελτζούκων: θέλοντας να εξασφαλίσουν τον οριστικό «παροπλισμό» του από κάθε πολιτική φιλοδοξία, διέταξαν την τύφλωση του. Ό άπειρος δήμιος, αντί να αγγίξει τα μάτια του Ρωμανού με το πυρωμένο σίδερο για να τα αχρηστεύσει, τα κατακρεούργησε και τα ξερίζωσε, με αποτέλεσμα λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας να πεθάνει μέσα σε φρικτούς πόνους.
Ο Μιχαήλ Ψελλός, ίσως ο σημαντικότερος λόγιος της Βυζαντινής ιστορίας αλλά και χαμερπής αυλοκόλακας των Δουκών, έγραψε στον Ρωμανό (του οποίου την ανάρρηση στο θρόνο είχε υμνήσει με ποιήματα) πως δεν πειράζει που έχασε το φως του, καθώς έτσι ο Θεός τον προετοίμαζε να δει άλλα φώτα, πνευματικά. Μέσα από αυτήν την διαβολική ειρωνεία φαίνεται η πικρή αλήθεια της προειδοποίησης του Αλπ Αρσλάν: χειρότερη μοίρα περίμενε τον Ρωμανό ανάμεσα στους ομοίους του, παρά στα δεσμά των εχθρών του.
Η συνθήκη με τους Τούρκους ήταν πλέον άκυρη. Με τον θάνατο του Ρωμανού ως άψογο πρόσχημα, οι Σελτζούκοι και οι νομαδικές ορδές των Τουρκομάνων στράφηκαν ξανά πάνω στην Μικρά Ασία. Η επόμενη δεκαετία θα σκορπίσει παντού τον τρόμο, την απελπισία και τον θάνατο.
Η Ρωμανία υπό διάλυση
Όπως είχαν κάνει και τα χρόνια πριν το Μαντζικέρτ, ευέλικτα τμήματα των Σελτζούκων πέρασαν τα ρωμαϊκά σύνορα και στοχοποίησαν τις πλέον ευάλωτες περιοχές. Με το σύστημα των θεματικών στρατευμάτων αποδιοργανωμένο και την πολιτική τάξη της Κωνσταντινουπόλεως σε χάος, δε συνάντησαν ισχυρή αντίσταση. Πρώτα θύματα υπήρξαν οι μεθοριακές επαρχίες του Πόντου, της Αρμενίας, της Καππαδοκίας και της Λυκαονίας, όμως οι τουρκικές δυνάμεις δεν άργησαν να προελάσουν ακόμη δυτικότερα.
Η ερήμωση, καταστροφή και εν τέλει η ολική απώλεια ελέγχου μεγάλων περιοχών της Μικράς Ασίας είχαν συντριπτικές συνέπειες για το Ρωμαϊκό κράτος. Η χερσόνησος ήταν το πολυπληθέστερο και πλουσιότερο κομμάτι της αυτοκρατορίας, βασικός πυρήνας της υπάρξεως της από άποψη γεωπολιτική, οικονομική και στρατιωτική. Η Ανατολική Μικρά Ασία, αγροτική κατά βάση, παρείχε επί αιώνες στρατιώτες και άλογα στην Κωνσταντινούπολη. Η Καππαδοκία και η Παφλαγονία ήταν, άλλωστε, οι βάσεις των περισσοτέρων και ισχυροτέρων οικογενειών της γαιοκτητικής, στρατιωτικής αριστοκρατίας. Η τάξη αυτή (οι περιώνυμοι «δυνατοί») είχε με την αρπακτικότητα της εις βάρος των ελευθέρων μικροκαλλιεργητών αλλά και τις βλέψεις της προς τον θρόνο, αποβεί μεγάλη πληγή για το κράτος. Από την άλλη όμως έδινε τους ικανότερους στρατηγούς στην υπηρεσία του θρόνου, και ο ανελέητος πόλεμος που είχε εξαπολύσει εναντίον της η αστική/αυλική αριστοκρατία είχε παραλύσει τις αμυντικές δυνατότητες της Ρωμανίας.
Η Δυτική Μικρά Ασία, ο επόμενος στόχος των εισβολέων, περισσότερο αστικοποιημένη και με ακμάζον εμπόριο και ναυτιλία, αποτελούσε την ευρύτερη περιφέρεια της Βασιλευούσης τόσο προστατεύοντας την με οχυρά και στρατεύματα, όσο και τροφοδοτώντας την. Η φυσική κατοχή των δύο ακτών του Αιγαίου από τους Ρωμαίους προσέφερε στην αυτοκρατορία έναν εκτενή χώρο εσωτερικών υδάτων, σημαντικό από επικοινωνιακή, οικονομική και αμυντική άποψη. Η έξοδος των Τούρκων στο Αιγαίο θα ξυπνήσει εφιάλτες που είχαν να φανούν από τον καιρό που οι Άραβες κρατούσαν την Ρόδο και την Κρήτη.
Ενώ το κράτος παρέλυε, κύματα προσφύγων συνέρρεαν πανικόβλητα στην Κωνσταντινούπολη. Τον πληθυσμό δοκίμαζε η πείνα και οι ασθένειες. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ’ όμως αποδείχθηκε, παρά τις προσπάθειες του, τραγικά ανεπαρκής. Η βασιλεία του σημαδεύτηκε από την άνοδο των τιμών σε είδη πρώτης ανάγκης, δίνοντας του το προσωνύμιο «παραπινάκης» (ένα πιάτο λιγότερο). Χωρίς ισχυρή θέληση ή ευφυία («χαύνο» τον ονόμαζαν), είδε το κράτος του να αποσυντίθεται από ξένες εισβολές και διαδοχικές εσωτερικές ανταρσίες: όλα τα δεινά συνέπιπταν ακριβώς την χειρότερη στιγμή.
Το έτος 1073 ο Φράγκος μισθοφόρος Rousell de Bailleul, διοικητής ρωμαϊκών δυνάμεων στην Μικρά Ασία, εξεγέρθηκε ηγούμενος αποσπάσματος συμπατριωτών του. Ο Rousell ίδρυσε ένα βραχύβιο κράτος στον Πόντο, αλλά δεν μπόρεσε να αντιπαρατεθεί επί ίσοις όροις με την αυτοκρατορική κυβέρνηση. Ηττήθηκε στη Νικομήδεια (με την βοήθεια τουρκικών στρατευμάτων) και στη συνέχεια συνετρίβη οριστικά από τις δυνάμεις ενός νεαρού στρατηγού, του Αλεξίου Κομνηνού.
Την ίδια στιγμή η τουρκογενής, νομαδικής φυλή των Πετσενέγκων έκανε καταστροφικές επιδρομές στις ευρωπαϊκές επαρχίες της Ρωμανίας, χωρίς οι τοπικές φρουρές να μπορέσουν να τους σταματήσουν. Το 1077 ξέσπασε στρατιωτικό κίνημα υπό τον Νικηφόρο Βρυέννιο, ενώ το επόμενο έτος από τον Νικηφόρο Βοτανειάτη. Ο τελευταίος με την βοήθεια των Σελτζούκων έφθασε από την Μικρά Ασία στην Βασιλεύουσα (αφήνοντας τουρκικές φρουρές κατά την διαδρομή του) και ανέτρεψε τον Μιχαήλ. Ο έκπτωτος αυτοκράτορας εκάρη μοναχός και εξορίστηκε, ενώ ο Βοτανειάτης πήρε και την σύζυγο του, Μαρίας της Αλανίας. Ο στρατηγός Αλέξιος Κομνηνός υπηρέτησε και το νέο καθεστώς, συντρίβοντας τον Βρυέννιο στην μάχη της Καλαβρύης και στη συνέχεια καταστέλλοντας την κίνηση του Νικηφόρου Βασιλάκη στην Θεσσαλονίκη.
Ξανά στην Ασία, ο Κωνσταντίνος Δούκας αντί να εκστρατεύσει εναντίον των Τούρκων, προχώρησε σε στάση, η οποία όμως έληξε αναίμακτα με την σύλληψη του. Το 1080 ο Νικηφόρος Μελισσηνός μπήκε στον χορό των εξεγέρσεων και με την βοήθεια των Τούρκων βάδισε κατά της Κωνσταντινουπόλεως, μέχρι που τον σταμάτησε ο Αλέξιος Κομνηνός.
Το νέο καθεστώς στην Μικρά Ασία
Πλέον οι τουρκικές ορδές είχαν κατακλύσει το σύνολο της Μικράς Ασίας. Ένα προς ένα τα αυτοκρατορικά προπύργια έπεφταν. Ελλείψει συγκεντρωτικής διοικήσεως από την ίδια την αυτοκρατορία των Σελτζούκων και με τις τοπικές μικρασιατικές δυνάμεις αποκομμένες από την Κωνσταντινούπολη, το νέο πολιτικό σκηνικό χαρακτηρίστηκε από πολυδιάσπαση.
Με την κατάρρευση της ρωμαϊκής εξουσίας οι διάφορες αρμενικές ηγεμονίες, οι οποίες είχαν τεθεί υπό αυτοκρατορικό έλεγχο από τον Ιωάννη Τσιμισκή και τον Βασίλειο Βουλγαροπκτόνο, ανεξαρτητοποιήθηκαν και προσπάθησαν να σταθούν ως αυτόνομες μονάδες στην τουρκοκρατούμενη Μικρά Ασία. Με την πίστη τους στην κεντρική κυβέρνηση απισχανσμένη από την καταπίεση της (αντιχαλκηδονίου) εκκλησίας, οι Αρμένιοι προχώρησαν σε επιδρομές κατά των ελληνορθοδόξων πληθυσμών. Ο αξιωματούχος Φιλάρετος Βραχάμιος εξεγέρθηκε και ίδρυσε βασίλειο στην Κιλικία, όπου μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση είχαν μετακινηθεί πυκνοί αρμενικοί πληθυσμοί. Άλλες αρμενικές ηγεμονίες ιδρύθηκαν στην Έδεσσα και την μεγάλη πόλη της Αντιοχείας (η τελευταία έπεσε στους Σελτζούκους το 1084). Το βασίλειο της Αρμενικής Κιλικίας ποτέ δεν αποτέλεσε μεγάλη δύναμη στην περιοχή, ήταν όμως αρκετό για να προκαλεί μονίμως προβλήματα στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μη αποδεχόμενο την επικυριαρχία της παρ’ ότι πάντοτε υπέκυπτε στρατιωτικώς ενώπιον της.
Η απελπισία για την μουσουλμανική εισβολή είναι εμφανής στις αρμενικές πηγές, μαζί με οργή για την ανικανότητα των Ρωμαίων να υπερασπιστούν τους υπηκόους τους. Γράφει ο Ματθαίος της Εδέσσης:
“ποιος είναι σε θέση να περιγράψει με λεπτομέρεια τις καταστροφικές συμφορές και τους αμετανόητους θρήνους των Αρμενίων, γεγονότα που υπέστησαν στα χέρια των κακών, αιμοδιψών και βάρβαρων τουρκικών δυνάμεων, όλα εξαιτίας της εγκατάλειψής τους απ’τον ψεύτικο προστάτη τους – το θηλυπρεπές και ποταπό ελληνικό έθνος ; Γιατί οι Έλληνες, σταδιακά αποστρατεύοντας τους γενναίους μας στρατιώτες, τους μετακίνησαν από την Αρμενία, απομακρύνοντάς τους από τις πόλεις και τις περιοχές τους.”
Στον Πόντο, από την άλλη, η αριστοκρατική οικογένεια των Γαβράδων προέβαλε αντίσταση στην διείσδυση των Τούρκων και υπεράσπισε την Τραπεζούντα από πολιορκία. Για τις επόμενες οι δεκαετίες οι Γαβράδες θα διοικούσαν την παρευξείνια ακτή ως, ουσιαστικά, ιδιωτικό τους φέουδο, υπό την χαλαρή μόνον επικυριαρχία της Κωνσταντινουπόλεως. Η περίπτωση αυτή αποτελούσε μικρογραφία και πρελούδιο του απολύτου κατακερματισμού των ρωμαϊκών εδαφών υπό διαφόρους αρχοντικούς οίκους, λίγο πριν ή (κυρίως) μετά την άλωση του 1204.
Η καταστροφή όμως του χριστιανικού στοιχείου της Μικράς Ασίας υπήρξε τεράστια. Ούτε στις χειρότερες ημέρες των αραβικών επιδρομών δεν είχε λάβει χώρα τέτοια μαζική άλωση και υποταγή πόλεων, λεηλασίες, σφαγές και εκτοπισμοί. «Η πάσα ανατολή» αιχμαλωτίστηκε. Επιστρέφοντας από την εκστρατεία του κατά του Rousell, ο στρατηγός Αλέξιος Κομνηνός πέρασε από την Κασταμόνα, πόλη της Παφλαγονίας όπου βρισκόταν η περιουσία του οίκου του. Η περιοχή ήταν ρημαγμένη από τις διαδοχικές επιθέσεις των Σελτζούκων. Μπροστά στο ερειπωμένο αρχοντικό του παππού του ο Αλέξιος δάκρυσε, και οι στρατιώτες του χρειάστηκε να τον απομακρύνουν υποβασταζόμενο. Η καθυστέρηση αυτή θα μπορούσε να αποβεί μοιραία, καθώς στην περιοχή βρίσκονταν ακόμη τουρκικές περίπολοι. Ο Αλέξιος και η συνοδεία του έπεσαν σε ενέδρα, την οποία όμως ο στρατηγός μπόρεσε να απωθήσει.
Ενδεικτική της διαρκούς προελάσεως των Σελτζούκων και της φυγής των χριστιανών είναι η ιστορία του Οσίου Χριστοδούλου. Κυνηγημένος από την τουρκική πλημμυρίδα, ο Χριστόδουλος εγκατέλειψε την μονή του στην Παλαιστίνη για την Μικρά Ασία. Εγκαθίσταται στο όρος Λάτρος στην Μυσία, όπου βρίσκονταν πάρα πολλές μοναστικές κοινότητες (εξ ου και το όνομα Λάτρος, από την λατρεία. Το κανονικό όνομα του όρους ήταν Λάτμος). Από την Μυσία αναγκάζεται να καταφύγει στον Στρόβιλο, πλησίον της Αλικαρνασσού. Με την άφιξη των Τούρκων και εκεί, ο όσιος περνάει στην Λέρο, την Κω και την Πάτμο, οι πειρατικές επιδρομές όμως τον έκαναν να μετοικήσει, για άλλη μία φορά, στην Εύβοια.
Ο τρόμος της τουρκικής κατάκτησης ζωντανεύει στα γραπτά του οσίου:
«Ήλθε και κατά τα μέρη της Ασίας και ολόκληρης της Ιωνίας τότε το μαχαίρι του Κυρίου που σκοτώνει και δεν ησυχάζει, δεν έχει αναπαμό και δεν ανέχεται να μπει στην θήκη του. Εξαπολύθηκε και σε αυτές τις χώρες η στιλβωμένη ρομφαία, το τεντωμένο τόξο στα χέρια αυτών που φέρνουν το θάνατο, τα βέλη του τα μεθυσμένα από το αίμα των τραυματιών και της αιχμαλωσίας. Ανάβει και εκεί η φωτιά που έκαψε από τον θυμό του Κυρίου, και κατέφαγε την γη των Ρωμαίων και έκανε στάχτη τα θεμέλια των ορέων, αυτά λοιπόν τα προφητικά, όσα είχε αποφανθεί ο Κύριος δια του Ιερεμία, του Δαβίδ και του Μωυσή όταν το Ισραήλ παρέβη τον νόμο. Τι λέω μαχαίρι και ρομφαία και τόξο και μεθυσμένα βέλη και καυτή φωτιά; Την περσική δεξιοσύνη στον πόλεμο και την ωμότητα των Τούρκων, που εξαφάνισε ολόκληρη την ανατολή και την λεηλάτησε με τον χειρότερο τρόπο. Το άνομο έθνος που κατέστρεψε πόλεις και χώρες, αυτό ήλθε και εναντίον εκείνου του τόπου φέρνοντας τον ίδιο όλεθρο στους κατοίκους του, και το πλήθος των αμαρτιών μας αυξάνοντας καθημερινά την ευημερία των Τούρκων, ούτε την προσφυγή μας σε αυτό το βουνό δεν άφησε αδιατάρακτη. Γιατί ούτε τρίχα δεν ξέφυγε από τους άθεους»
Ήταν η άκρα ταπείνωση για την Ρωμανία, της οποίας οι διαδοχικές και λαμπρές νίκες της περιόδου του 10-11ου αιώνος είχαν δημιουργήσει μία αφελή αίσθηση παντοδυναμίας και επανάπαυσης, με αποτέλεσμα αφ’ ενός τον εκφυλισμό της αυλής μέσα στην τρυφή και τις ραδιουργίες, αφ’ ετέρου στην παραμέληση του αμυντικού μηχανισμού. Όταν ξέσπασαν οι πρώτες επιδρομές των Σελτζούκων στις ανατολικές περιφέρειες της αυτοκρατορίας, ορισμένοι Ρωμαίοι τις ερμήνευσαν ως τιμωρία του Κυρίου ενάντια στους αιρετικούς κατοίκους τους (κυρίως Αρμένιοι και Σύριοι). Όμως η μουσουλμανική εισβολή συνεχίστηκε και στα ενδότερα της ελληνορθόδοξης Μικράς Ασίας, οπότε αυτοί οι άνθρωποι, όπως αναφέρει ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, βρέθηκαν σε «μεγάλη αμηχανία». Η αλαζονική απόπειρα του ανθρώπου να προκαταλάβει την απροσδιόριστο Θεία Πρόνοια σπάνια έχει καλή κατάληξη. Μέσα από την κραυγή αγωνίας του οσίου Χριστοδούλου αντηχεί ο θρήνος του Νέου Ισραήλ, «κρίμασιν ου οίδεν ο Κύριος», βλέποντας την γη των Αγίων και των Αποστόλων (η Μικρασία υπήρξε η καρδιά της Χριστιανοσύνης από την πρώτη σχεδόν στιγμή) κάτω από την βάναυση εξουσία των νέων Βαβυλωνίων.
Ευτυχώς για την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, οι Σελτζούκοι σχεδόν αμέσως διασπάστηκαν σε αντιμαχόμενες ηγεμονίες, αδυνατίζοντας το κοινό μέτωπο κατά των χριστιανών και αφήνοντας στην Κωνσταντινούπολη το περιθώριο να «παίζει» διπλωματικά κάθε μία ξεχωριστά. Στην Νίκαια ιδρύθηκε το Σουλτανάτο του Ρουμ (της Ρωμανίας, των ρωμαϊκών εδαφών), το οποίο εξ αρχής βρέθηκε σε σκληρό ανταγωνισμό κατά του σουλτανάτου της Βαγδάτης. Στη Σμύρνη ο εμίρης Τζαχά εγκατέστησε πειρατικά ορμητήρια με το οποία τρομοκρατούσε όλο το Αιγαίο, ενώ στην Έφεσο συστάθηκαν οι ηγεμονίας του Ταγγριπερμή και του Μαράκη. Στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας (βορειοανατολικό), εδραιώθηκε το εμιράτο των Δανισμενδιδών, που τις επόμενες δεκαετίες υπήρξε σκληρός αντίπαλος και της Ρωμανίας και των Τούρκων του Ρουμ.
Ο Αλέξιος Κομνηνός ξεκινά την αντεπίθεση
Το έτος 1081 έμελε να φέρει το κλείσιμο της χαώδους δεκαετίας μετά το Μαντζικέρτ. Ο στρατηγός Αλέξιος Κομνηνός στασίασε κατά του Νικηφόρου Βοτανειάτη και τον ανέτρεψε χωρίς μεγάλη αντίσταση. Με την στέψη του Αλεξίου επέρχεται πολιτική σταθερότητα στην Βασιλεύουσα. Ο νεαρός αύγουστος και οι απόγονοι του θα δώσουν στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία άλλα 100 χρόνια δύναμης και ανάπτυξης, ακόμα και ακμής, χωρίς όμως να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα βαθύτερα, δομικά προβλήματα του κράτους. Ο Αλέξιος τήρησε αρχικά αμυντική στάση προς τον ανατολικό κίνδυνο, αφού προείχε η υπεράσπιση των ευρωπαϊκών επαρχιών από τους Νορμανδούς, τους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους. Και οι τρεις ηττήθηκαν ύστερα από δύσκολο και αιματηρό αγώνα.
Ελλείψει ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων, ο Αλέξιος ενεπλάκη διπλωματικά με τα τουρκικά κράτη. Διαπραγματεύτηκε συμμαχία με τον σουλτάνο της Βαγδάτης κατά των Σελτζούκων του Ρουμ, όμως ο θάνατος του τελευταίου διέκοψε τις εξελίξεις. Εν τω μεταξύ ο Τζαχά είχε γίνει πολύ επικίνδυνος, πολιορκώντας την Κωνσταντινούπολη σε συνεννόηση με τους Πεστενέγκους. Ο Αλέξιος κατάφερε να στρέψει τους Τούρκους του Ρουμ εναντίον του, βάζοντας τέλος σε αυτήν την απειλή. Στη συνέχεια προχώρησε σε μικρής κλίμακας επιχειρήσεις που απέδωσαν την ανάκτηση ορισμένων πόλεων και οχυρών στην ασιατική ακτή του Ελλησπόντου, ενώ οι Γαβράδες υπερασπίζονταν με επιτυχία τον Πόντο. Εξακολουθώντας όμως να μην έχει επαρκείς δυνάμεις για μια μεγάλη επιχείρηση απελευθερώσεως των μικρασιατικών εδαφών, ο Αλέξιος στράφηκε προς την Δύση, πυροδοτώντας την Α’ Σταυροφορία.
Οι Κομνηνοί, είτε με τις δικές τους δυνάμεις είτε αξιοποιώντας τα σταυροφορικά στρατεύματα, μπόρεσαν να ανακαταλάβουν την δυτική Μικρά Ασία και το σύνολο τον παραλίων, δθάνοντας σε αρκετές περιπτώσεις πολύ κοντά αν όχι στην εκπαραθύρωση των Τούρκων, στον δραστικό περιορισμό τους. Το πολυμέτωπο όμως των αγώνων τους (αντιμετώπιζαν μόνιμες απειλές από την Ουγγαρία, τους Νορμανδούς, τους Πετσενέγκους κ.α.) δεν επέτρεψε την αποκλειστική προσήλωση στην ανατολή. Η απερίσκεπτη πολυπραγμοσύνη του αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού (1143-1180) έδωσε στους Σελτζούκους του Ρουμ (που τότε είχε μεταφερθεί από τη Νίκαια στο Ικόνιο) χρόνο να εδραιώσουν την κυριαρχία τους και εν τέλει να τον νικήσουν στην μάχη του Μυριοκεφάλου το 1176. Υπό καθαρά στρατιωτικούς όρους η ήττα δεν ήταν συντριπτική, ήταν όμως η τελευταία φορά που οι Ρωμαίοι θα διενεργούσαν μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση για την ανάκτηση της Μικράς Ασίας. Η γεωγραφία άλλωστε ευνοούσε τους εισβολείς: με βάση το κεντρικό υψίπεδο, οι Σελτζούκοι μπορούσαν να συγκεντρώνουν σε μία περιφέρεια τις δυνάμεις τους και να αποκρούουν τις ρωμαϊκές επιχειρήσεις, εξαπολύοντας ύστερα επιδρομές προς κάθε κατεύθυνση. Όσο συνέβαιναν αυτά, εντεινόταν ο εκτουρκισμός και ο εξισλαμισμός της περιοχής.
Υπό τη δυναστεία των Αγγέλων το κράτος θα περιπέσει ξανά σε χάος και οι Σελτζούκοι θα φτάσουν για δεύτερη φορά στο Αιγαίο. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204, οι εξόριστες αυτοκρατορίες της Νικαίας και της Τραπεζούντος έδωσαν στην ασιατική Ρωμιοσύνη μία τελευταία αναλαμπή ισχύος και ευημερίας. Μετά την ανάκτηση της Πόλεως το 1261 και την επικέντρωση των Παλαιολόγων στις εκ δυσμών απειλές, η Μικρά Ασία άρχισε πάλι να καταρρέει. Από τα διάφορα τουρκικά φέουδα που κατέτρωγαν το κουφάρι της Ρωμανίας, ξεχώρισε εκείνο των Οθωμανών, που έμελε να της δώσει την χαριστική βολή. Το 1390 έπεσε η Φιλαδέλφεια, τελευταία αυτοκρατορική κρήση στην Μικρά Ασίας. Το 1461 παραδόθηκε η Τραπεζούντα, έχοντας αντέξει 8 χρόνια παραπάνω από την Βασιλεύουσα.
Για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό ξεκινούσε περίοδος δουλείας.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών