Stratfor: Πόσο μπορούν να «πονέσουν» οι ΗΠΑ την τουρκική οικονομία
Οι απειλές Τραμπ προς την Αγκυρα, ώστε να μη χτυπήσει τους Κούρδους, και τα όπλα στη φαρέτρα της υπερδύναμης. Γιατί οι σχέσεις των δύο χωρών θα είναι πάντα «κινούμενη άμμος» αλλά δεν θα καταρρεύσουν. Τα αδύναμα σημεία της Τουρκίας.
Μετάφραση-Επιμέλεια: Άννα Φαλτάϊτς
Στην απειλή του Τραμπ η Άγκυρα απάντησε με σκληρό αλλά μετρημένο τρόπο. O πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξέφρασε τη λύπη του για το σχόλιο. Την επόμενη ημέρα, τα αισθήματά του μετατράπηκαν σε αισιόδοξα, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν οι δύο ηγέτες.
Αυτή η παλινδρόμηση δεν ήταν κάτι καινούριο, αντανακλώντας τις ασταθείς αλλά πολυεπίπεδες σχέσεις των δύο χωρών. Μπορεί οι δύο χώρες συχνά να εκνευρίζουν η μία την άλλη, όμως και οι δύο εκτιμούν και χρειάζονται η μία την άλλη, για να επιδιώξουν τους αντίστοιχους στόχους τους στο εσωτερικό και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Στην καρδιά της τρέχουσας διελκυστίνδας μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας είναι τα αντικρουόμενα μακροπρόθεσμα σχέδιά τους για σταθεροποίηση της Συρίας και για αντιμετώπιση των ενόπλων ομάδων στη χώρα. Καθώς η απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συρία είναι θέμα χρόνου, ο Λευκός Οίκος πιέζει για δημιουργία ασφαλούς ζώνης για τον μεγαλύτερο σύμμαχό του στην περιοχή, τους Κούρδους της Συρίας. Σε ευρύτερο επίπεδο, όμως, οι ΗΠΑ θέλουν οι σύμμαχοί τους στην περιοχή να επωμιστούν μεγαλύτερο μέρος του βάρους της σταθεροποίησης των εμπόλεμων ζωνών της Μέσης Ανατολής, και η Τουρκία είναι ένας απαραίτητος σύμμαχος στη βόρεια Συρία -ιδιαίτερα αφού η Ρωσία (μεγάλος ανταγωνιστής των ΗΠΑ) και το Ιράν (ξεκάθαρος εχθρός των ΗΠΑ) είναι οι άλλες εξωτερικές δυνάμεις που παραμονεύουν στη γειτονιά.
Φυσικά, το εμπόδιο μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ στη Συρία είναι ο τοπικός συνεργάτης που επέλεξε η Ουάσινγκτον στη Συρία, στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους: τις κατά κύριο λόγο κουρδικές Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG) -ομάδα που η Τουρκία ισχυρίζεται πως είναι η ίδια με το PKK- που δρουν εντός της μεγαλύτερης ομάδας των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF). Πράγματι, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου στη Συρία, η Άγκυρα δεν έχει κρύψει την επιθυμία της να συντρίψει την παρουσία του YPG στα νότια σύνορά της -κάτι που οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν να αποτρέψουν στρατιωτικά μετά την απόσυρσή τους. Ωστόσο οι ΗΠΑ θα μπορούσαν και πάλι να επιφέρουν σοβαρό οικονομικό πλήγμα στην Τουρκία, αν το επιλέξουν. Το ερώτημα είναι πόσο μεγάλο θα είναι αυτό το πλήγμα.
Μαθήματα από τη «βουτιά» της λίρας
Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε θέση να βλάψουν την οικονομία της Τουρκίας εν μέρει, διότι η τουρκική οικονομία είναι εύθραυστη. Οι τουρκικές επιχειρήσεις έχουν τεράστια χρέη, που ανέρχονται σε 200 δισ. δολάρια, τα οποία πρέπει να αποπληρωθούν το 2019. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους αυτού είναι σε δολάρια και ευρώ, κάτι που σημαίνει πως οι εταιρείες θα δυσκολευτούν να το αποπληρώσουν, αν η λίρα παραμείνει αδύναμη. Όμως το χρέος δεν είναι το μόνο «φάντασμα» που «στοιχειώνει» την Τουρκία: η χώρα ταλαιπωρείται επίσης από τον υψηλό πληθωρισμό, τη μειωμένη κατανάλωση και την έλλειψη επενδυτικής εμπιστοσύνης, που πηγάζει εν μέρει από την αντίληψη πως λείπει το κράτος δικαίου στη χώρα.
Αυτοί οι παράγοντες έφτασαν σε κρίσιμο σημείο το περασμένο καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια της τελευταίας επιδείνωσης των διπλωματικών σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, όταν ο Τραμπ επέκρινε την τουρκική κυβέρνηση και επέβαλε περιορισμένους δασμούς και κυρώσεις για τη φυλάκιση του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον, επιταχύνοντας έτσι την υποτίμηση της λίρας. Στο τέλος, το επεισόδιο έδειξε πως το υπέρτατο οικονομικό όπλο των ΗΠΑ κατά της Τουρκίας είναι το «κλίμα». Ένα τέτοιο εργαλείο μπορεί να είναι έμμεσο, όμως ο Τραμπ απέδειξε πως η καυστική ρητορική και η επιβολή ακόμα και περιορισμένων κυρώσεων μπορεί να οδηγήσουν σε υποτίμηση της λίρας, βλάπτοντας ταχύτατα την εμπιστοσύνη των επενδυτών και προκαλώντας πανικό στους καταναλωτές ότι το νόμισμα θα ξαναδιολισθήσει, ενισχύοντας έτσι την υφιστάμενη καταναλωτική επιβράδυνση. Πράγματι, όταν η λίρα έκανε «βουτιά» το περασμένο καλοκαίρι, οι Τούρκοι άρχισαν να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην οικονομία, με αποτέλεσμα να ξοδεύουν λιγότερα και να μετατρέψουν τις λίρες τους σε δολάρια ή άλλα νομίσματα -παρά τις επίσημες εκκλήσεις για το αντίθετο-, κάτι που οδήγησε σε περαιτέρω πτώση τη λίρα.
Η ζημιά στη λίρα βλάπτει τις προσπάθειες της Τουρκίας να ενισχύσει τον χρηματοπιστωτικό της τομέα σε μια κρίσιμη περίοδο για την οικονομία της. Οι οίκοι αξιολόγησης υποβάθμισαν κάποιες μεγάλες τράπεζές της μετά την κρίση του καλοκαιριού του 2018, με τη Moody’s μόνο να «πετσοκόβει» τις προοπτικές 18 τραπεζών. Λίγες τουρκικές τράπεζες έχουν υποκαταστήματα στις ΗΠΑ, όμως οι περισσότερες τράπεζες της χώρας διευκολύνουν τις δολαριακές συναλλαγές, κάτι που θα μπορούσε να τις εκθέσει σε πιθανές ενέργειες, στην απίθανη περίπτωση που οι ΗΠΑ κινηθούν για να τους επιβάλουν κυρώσεις.
Επιπλέον, η Άγκυρα είναι αποφασισμένη να προστατεύσει τον χρηματοοικονομικό τομέα, ο οποίος συμβάλλει σημαντικά στην οικονομία και έχει αξία που ανέρχεται συνολικά στο 87% του ΑΕΠ. Στην προσπάθειά του να προστατεύσει τον κλάδο και να μειώσει την έκθεση της χώρας σε απότομες διολισθήσεις της αξίας της λίρας έναντι του αμερικανικού δολαρίου, ο Ερντογάν επανειλημμένως παρότρυνε τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τις μη δολαριακές συναλλαγές στην Τουρκία. Η Τουρκία έχει πράγματι σημειώσει κάποια πρόοδο προς αυτή την κατεύθυνση, καθιερώνοντας swaps συναλλάγματος με χώρες όπως το Ιράν τον τελευταίο χρόνο.
Τα αδύναμα σημεία της Τουρκίας
Όμως η Ουάσινγκτον διαθέτει άλλα οικονομικά όπλα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κατά της Άγκυρας -αν και θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις και για τις ΗΠΑ. Τα εργαλεία αυτά περιλαμβάνουν οικονομικά μέτρα (συμπεριλαμβανομένης της επιβολής περισσότερων τιμωρητικών εμπορικών δασμών) και στρατηγικά μέτρα (συμπεριλαμβανομένης της άσκησης πίεσης προς την Τουρκία για τους δεσμούς της με χώρες όπως η Ρωσία, η Βενεζουέλα, το Ιράν και η Κίνα).
Οι ΗΠΑ είναι η τέταρτη μεγαλύτερη πηγή εισαγωγών και πέμπτος μεγαλύτερος προορισμός εξαγωγών της Τουρκίας. Ωστόσο, η Τουρκία δεν μπαίνει καν στην 20άδα εισαγωγικών ή εξαγωγικών εταίρων των ΗΠΑ, δείχνοντας το πόσο άνισες είναι οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών. Οι τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες παρέχουν σημαντική πηγή εσόδων για την Τουρκία, όμως λίγες δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ, κάτι που σημαίνει πως η Ουάσινγκτον δεν μπορεί να τις χρησιμοποιήσει ως εργαλείο κατά της Άγκυρας. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τις αεροπορικές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να κοστίσουν στην Turkish Airlines το 10,6% του ετήσιου κύκλου εργασιών τους, αν αποκλείσουν τις πτήσεις της τουρκικής αεροπορικής σε προορισμούς στις ΗΠΑ.
Σε όρους εμποδίων στο εμπόριο, οι ΗΠΑ έδειξαν την προθυμία τους να επιβάλουν περιορισμούς στην Τουρκία, όταν επέβαλαν δασμούς στον χάλυβα και στο αλουμίνιο ως αντίποινα για τη συνεχιζόμενη κράτηση του Μπράνσον. Αν και οι ΗΠΑ δεν έβλαψαν οικονομικά την Τουρκία με τους δασμούς αυτούς (και μάλιστα τους ήραν μετά την απελευθέρωση του Μπράνσον), ωστόσο η αβεβαιότητα έπληξε την αξία της λίρας.
Το βασικό αμυντικό εμπορικό συμφέρον της Τουρκίας δεν είναι στον χάλυβα ή στο αλουμίνιο αλλά στον αγροτικό τομέα, που αντιπροσωπεύει μόλις το 6% του ΑΕΠ της χώρας, όμως είναι στρατηγικής σημασίας, διότι απασχολεί το 20% των πολιτών της Τουρκίας. Επιπλέον, πολλές από τις βασικές αγροτικές περιοχές τυχαίνει να βρίσκονται στο σημαντικότερο σημείο της χώρας για το κόμμα του Ερντογάν, το κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (AKP).
Ιδιαίτερη ανησυχία για την Τουρκία αποτελεί η καπνοβιομηχανία, που απασχολεί πολλούς εργαζόμενουςκαι αντιπροσωπεύει το 8% των εισαγωγών καπνού των ΗΠΑ. Στον αντίποδα βρίσκεται το βαμβάκι. Αν και η Τουρκία είναι σημαντικός παραγωγός, ωστόσο εισάγει το 25% των αναγκών της από τις ΗΠΑ. Δεδομένης της εξάρτησης αυτής, ο Τραμπ θα μπορούσε να βλάψει την Άγκυρα διακόπτοντας τις αποστολές, ιδιαίτερα καθώς είχε ήδη δείξει πως είναι πρόθυμος ακόμα και να βλάψει τον αμερικανικό αγροτικό τομέα, προκειμένου να επιδιώξει άλλους στόχους. Πράγματι, αν στερήσει από την Τουρκία μια σημαντική πηγή εισαγωγών βάμβακος, θα δημιουργήσει πρόβλημα στην ικανότητα της χώρας να παράγει μεταποιημένα υφάσματα -μία από τις μεγαλύτερες εξαγωγές της Άγκυρας όχι μόνο προς την Ευρώπη (τη βασική εξαγωγική αγορά της) αλλά και προς τη Μέση Ανατολή, την Ασία και την Αφρική. Ο αγροτικός τομέας θα μπορούσε να βρεθεί στο επίκεντρο, αν οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία επιδεινωθούν, στον βαθμό που η Ουάσινγκτον να εξετάσει εργαλεία για να αλλάξει τη συμπεριφορά της Άγκυρας.
Τσακωμός για τα πολιτικά
Έπειτα, υπάρχει και η πολιτική διάσταση. Η Τουρκία ήδη «δοκιμάζει» τα όρια των κυρώσεων των ΗΠΑ κατά του Ιράν και κινδυνεύει να παραβιάσει μελλοντικές κυρώσεις που σχετίζονται με τη Ρωσία ή τη Βενεζουέλα, λόγω του βάθους των οικονομικών και στρατηγικών δεσμών της με τις χώρες αυτές. Ωστόσο, οποιαδήποτε ώθηση των ΗΠΑ προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ, καθώς η κίνηση θα μπορούσε απλά να πείσει την Άγκυρα να στρέψει τον προσανατολισμό της από τη Δύση προς την Κίνα και τη Ρωσία.
Οι ΗΠΑ, επίσης, δεν θέλουν η Τουρκία να δημιουργήσει ζητήματα στις άλλες σημαντικές σχέσεις της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή, όπως στους στενούς δεσμούς που έχει με τη Σαουδική Αραβία, κάτι που παραμένει σημείο αντιπαράθεσης, διότι η Τουρκία έχει «πλεονέκτημα» έναντι του Ριάντ μετά τη δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη.
Την ίδια ώρα, οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν τη σημασία της τουρκικής οικονομίας για την περιοχή, για τις αναδυόμενες αγορές, για την Ευρώπη και αλλού, κάτι που σημαίνει πως δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να προκαλέσουν οικονομική «πυρκαγιά» που θα «κάψει» και άλλους συμμάχους των ΗΠΑ. Επιπλέον, η Τουρκία είναι μεγάλος αγοραστής αμερικανικών όπλων, καθώς αγοράζει το 28% των ξένων όπλων της από τις ΗΠΑ.
Η απειλή των κυρώσεων θα είναι πάντα παρούσα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της Ουάσινγκτον με την Άγκυρα για τη Βόρεια Συρία, αν και οι ΗΠΑ γνωρίζουν τις συνέπειες της υπερβολικά αυστηρής αντίδρασης έναντι ενός μακροχρόνιου συμμάχου.
Πέραν της τρέχουσας διαμάχης αναφορικά με τη Συρία, οι ΗΠΑ και η Τουρκία συνεργάζονται σε αρκετά θέματα, περιλαμβανομένου του στρατιωτικού συντονισμού, του συντονισμού πληροφοριών και της ασφάλειας.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, η διαφορά των απόψεών τους σε ορισμένα από τα σημαντικότερα θέματα της Μέσης Ανατολής θα διασφαλίσει πως οι σχέσεις των δύο χωρών πάντα θα είναι ασταθείς. Εν τούτοις, μια ολοκληρωτική κατάρρευση των σχέσεών τους ποτέ δεν αποτελεί πιθανό ενδεχόμενο, καθώς η αλληλεξάρτησή τους είναι απλά πολύ μεγάλη.