04/10/2024

Η Λατινική Αμερική είναι το πεδίο μάχης στον νέο Ψυχρό Πόλεμο

Του Hal Brands
Bloomberg 

 

Η πολιτική κρίση στη Βενεζουέλα έχει στρέψει τις ΗΠΑ εναντίον ενός δικτάτορα που αρνείται να εγκαταλείψει τα καθήκοντά του. Αλλά η κρίση έχει μια ευρύτερη σημασία: δείχνει ότι η Λατινική Αμερική έχει γίνει και μια αρένα στην οποία αντίπαλες μεγάλες δυνάμεις παλεύουν για επιρροή και πλεονέκτημα. ‘Εχοντας ήδη να αντιμετωπίσουν την ολοένα και αυξανόμενη γεωπολιτική αντιπαλότητα σε όλο τον κόσμο, οι ΗΠΑ αρχίζουν να νιώθουν πιέσεις στην “αυλή” τους.

Η περιοχή έχει φυσικά βρεθεί ξανά στο επίκεντρο του παγκόσμιου ανταγωνισμού, από την ισπανο-πορτογαλική αντιπαλότητα του 15ου και του 16ου αιώνα έως τον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας. Αλλά μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η Λατινική Αμερική φάνηκε -τουλάχιστον για λίγο καιρό- να απαλάσσεται από τη γεωπολιτική. Η αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης άφησε τις ΗΠΑ χωρίς ανταγωνιστή για την περιφερειακή κυριαρχική τους επιρροή. Η Κούβα του Castro έγινε εσωστρεφής και αναλώθηκε σε μια βαθιά οικονομική κρίση. Καθώς οι χώρες εκδημοκρατίζονταν και αγκάλιαζαν τις ελεύθερες αγορές, η περιοχή έγινε ουσιαστικά μονοπολική με την ιδεολογική έννοια.

Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το κλίμα άλλαζε. Αρχικά ήρθε μια νέα γενιά ηγετών που θεωρούσαν την νεοφιλελεύθερη οικονομία ως την πηγή της επίμονης φτώχειας και ανισότητας της περιοχής. Κυβερνήσεις υπό την ηγεσία του Chávez στη Βενεζουέλα, του Evo Morales στη Βολιβία και του Rafael Correa στο Εκουαδόρ συνδύασαν τις λαϊκίστικες πολιτικές εκκλήσεις και τα οικονομικά προγράμματα με μια τάση για αντιφιλελευθερισμό και, σε ορισμένες περιπτώσεις, άμεσο αυταρχισμό. Αμφισβήτησαν τις ΗΠΑ διπλωματικά και λεκτικά, ενώ σύναψαν στενούς δεσμούς με την Κούβα. Αυτό δημιούργησε ένα μπλοκ περιφερειακών παικτών που αντιτίθεντο στην αμερικανική εξουσία -ακριβώς όπως οι εξωτερικοί παίκτες άρχιζαν να διεκδικούν ή να επιβεβαιώνουν τη δική τους επιρροή τους στην περιοχή.

Καθώς η οικονομία της Κίνας ακολούθησε εκρηκτική πορεία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, η παρουσία της στη Λατινική Αμερική έχει επίσης αυξηθεί. Το κινεζικό εμπόριο και επενδύσεις έχουν αυξηθεί σχεδόν παντού, όχι μόνο σε χώρες που διοικούνται από ριζοσπάστες λαϊκιστές. Το κινεζικό εμπόριο και τα δάνεια πρόσφεραν μια σανίδα σωτηρίας για αυταρχικούς κυβερνήτες, όπως ο Chávez και τώρα ο Maduro, μειώνοντας την ευαισθησία τους στην πίεση των ΗΠΑ και της Δύσης. Ακολούθησε η κινεζική στρατιωτική δέσμευση, δημιουργώντας φόβους ότι το Πεκίνο μπορεί να προσπαθήσει να εδραιώσει στρατηγική θέση στο δυτικό ημισφαίριο. Παρόλο που ορισμένες πτυχές της σχέσης της Κίνας με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής παραμένουν αμφιλεγόμενες – ορισμένα κινεζικά έργα υποδομής έχουν επικριθεί γιατί συχνά απασχολούν κινέζους και όχι λατινοαμερικάνους εργαζόμενους, για παράδειγμα – το Πεκίνο έχει αναμφισβήτητα γίνει παίκτης στο δυτικό ημισφαίριο.

Η Ρωσία έχει παράσχει οικονομική και διπλωματική υποστήριξη στον Chavez, τον Maduro και άλλους αυταρχικούς ηγέτες όπως ο Daniel Ortega της Νικαράγουα. Έχει πουλήσει αεροσκάφη, τανκς και άλλα όπλα στις λαϊκιστικές κυβερνήσεις και ανανέωσε την παροχή στρατιωτικής τεχνολογίας και πετρελαίου στην Κούβα. Εντείνοντας την ανησυχία της αμερικανικής κυβέρνησης, το Κρεμλίνο εργάζεται επίσης για να εδραιώσει σημαντική παρουσία σε επίπεδο μυστικών υπηρεσιών στη Νικαράγουα. Όπως παρατηρεί το Carnegie Endowment for International Peace, “Η προσέγγιση της Μόσχας στη Λατινική Αμερική σήμερα αντανακλά τη σοβιετική επέκταση επιρροής τη δεκαετία του 1960 έως τη δεκαετία του 1980”.

Οι ρωσικές και κινεζικές σχέσεις με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής συχνά χαρακτηρίζονται απλώς ως συναλλαγές και είναι αλήθεια ότι τόσο η Μόσχα όσο και το Πεκίνο μπορούν να διεκδικήσουν σκληρές συμφωνίες για την υποστήριξή τους. Ένα αντάλλαγμα για τη συνεχιζόμενη υποστήριξη του καθεστώτος Maduro από τη Ρωσία ήταν ένα σημαντικό μερίδιο ιδιοκτησίας στη βιομηχανία πετρελαίου της Βενεζουέλας. Αλλά και η Κίνα έχει δει τη Βενεζουέλα ως πηγή ενέργειας και η οικονομική της ανάπτυξη θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη εμπλοκή στις υποθέσεις της Λατινικής Αμερικής, ακόμη και αν δεν υπήρχε γεωπολιτικός σχεδιασμός.

Αλλά και για τις δύο χώρες, η συμμετοχή αυτή έχει επίσης μια βαθιά ανταγωνιστική λογική. Η προσέγγιση στη Λατινική Αμερική είναι ένας τρόπος να αποδυναμωθούν οι ΗΠΑ μέσω της επιρροής στο “κοντινό εξωτερικό” της Ουάσιγκτον. Αυξάνει την παγκόσμια επιρροή και το ανάστημα του Πεκίνου και της Μόσχας σε μια περίοδο ενίσχυσης της αντιπαλότητας με την Ουάσινγκτον. Τέλος, η στήριξη αυταρχικών καθεστώτων όπως αυτά του Καράκας και της Μανάγκουα – είτε αθόρυβα, όπως στην περίπτωση της Κίνας, είτε πιο φωναχτά, όπως της Ρωσίας – είναι ένας τρόπος να διασφαλίσουμε ότι ο κόσμος παραμένει ιδεολογικά ασφαλής για απολυταρχισμό στο Πεκίνο και τη Μόσχα.

Όλα αυτά αποτελούν το σκηνικό της κρίσης της Βενεζουέλας. Η επέκταση της ρωσικής και κινεζικής επιρροής στη Λατινική Αμερική γενικότερα και στη Βενεζουέλα ειδικότερα είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση του Trump έχει τόσο ασυνήθιστα σηκώσει το λάβαρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Επιβάλλοντας σκληρές οικονομικές κυρώσεις, καλώντας τους στρατιώτες να εγκαταλείψουν τον Maduro και υποστηρίζοντας την αντιπολίτευση υπό την ηγεσία τον Juan Guiadó, η κυβέρνηση Trump επιδιώκει να στερήσει στη Μόσχα, στο Πεκίνο και στην Αβάνα έναν κρίσιμο εταίρο στη Λατινική Αμερική. Και ενώ η Ρωσία και η Κίνα ανταποκρίθηκαν πολύ διαφορετικά σε αυτήν την κρίση, και οι δύο εργάζονται, με τους δικούς τους τρόπους, για να προστατεύσουν αυτόν τον εταίρο.

Η κινεζική κυβέρνηση έχει εκφράσει την αντίθεσή της στη διεθνή εκστρατεία εναντίον της κυβέρνησης Maduro: εξακολουθεί να αναγνωρίζει την κυβέρνηση του, παρά το γεγονός ότι δεκάδες δημοκρατικές χώρες, στηρίζουν τον Guiadó. Η Ρωσία ήταν πολύ πιο επιθετική, κατηγορώντας την Ουάσινγκτον ότι προσπάθησε να “κατασκευάσει ένα πραξικόπημα”, σύμφωνα με τα λόγια του εκπροσώπου της στον ΟΗΕ. Έχει προειδοποιήσει εναντίον της αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης και έχει αποστείλει συμβολικά δύο πυρηνικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη στη Βενεζουέλα. Πιο συγκεκριμένα, η Μόσχα φέρεται να έχει αποστείλει 400 μισθοφόρους για να ενισχύσει την πραιτοριανή φρουρά του Maduro και έχει δεσμευτεί για πρόσθετη οικονομική στήριξη. Υπάρχει λοιπόν μια αίσθηση ψυχρού πολέμου στην παρούσα κρίση, με τις ΗΠΑ και τους αντιπάλους της να τοποθετούνται στις αντίθετες πλευρές μιας σύγκρουσης ως προς το ποιος θα πρέπει να κυβερνά μια σημαντική λατινοαμερικανική χώρα.

Σίγουρα υπάρχει ένα στοιχείο μπλόφας στη θέση της Μόσχας. Μπορεί να παραχωρήσει μόνο πολύ περιορισμένη στρατιωτική δύναμη στη Βενεζουέλα ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Λατινικής Αμερικής. Παρόλα αυτά, με την παροχή ηθικής και υλικής υποστήριξης που ο Maduro διαφορετικά δεν θα είχε, τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα καθιστούν πιο δύσκολη την επίλυση της κρίσης.

Είναι έτοιμες οι ΗΠΑ για αυτό το νέο περιβάλλον όπου οι τοπικές κρίσεις και οι παγκόσμιες εντάσεις αλληλεπιδρούν για άλλη μια φορά με δύσκολους τρόπους; Η κυβέρνηση Trump αξίζει μερικά εύσημα ως προς αυτό. Έχει μιλήσει ειλικρινά για τους κινδύνους που παρουσιάζουν η κινεζική και ρωσική επιρροή τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και στις ΗΠΑ. Έχει επίσης συνεργαστεί στενά με άλλες κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής – συμπεριλαμβανομένου του νέου και προφανώς προβληματικού προέδρου της Βραζιλίας, Jair Bolsonaro – για το συντονισμό μιας εκστρατείας διπλωματικών πιέσεων κατά του Maduro.

Υπάρχουν επίσης λιγότερο χρήσιμες πρωτοβουλίες στην πολιτική των ΗΠΑ. Η εχθρότητα του Trump απέναντι στη Nafta έδωσε στο Μεξικό και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής κίνητρο να διαφοροποιήσουν τις οικονομικές τους σχέσεις, με την Κίνα να είναι ένας πρόθυμος στόχος. Επίσης η κυβέρνηση προειδοποίησε με αυστηρό τόνο για τις απειλές που εγείρουν οι κινεζικές επενδύσεις, χωρίς να καταστήσει σαφές πού αλλού πρέπει να στραφούν οι πόλεις της Λατινικής Αμερικής για πόρους.

Έπειτα, υπάρχουν και τα επιθετικά σχόλια του προέδρου προς τους πολίτες ισπανικής καταγωγής, τα οποία δεν τον κάνουν ιδιαίτερα αρεστό στα ακροατήρια της Λατινικής Αμερικής. Σε μια δημοσκόπηση του Pew Research Center το 2015, ένας μέσος όρος 66% των Λατινοαμερικανών από επτά διαφορετικές χώρες αξιολόγησε τις ΗΠΑ θετικά. Υπό τον Trump, το ποσοστό έχει υποχωρήσει στο 47%. Τέλος, η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για την αντιμετώπιση της κινεζικής και της ρωσικής επιρροής θα απαιτήσει συνεπείς πολιτικές και καλλιέργεια βασικών σχέσεων – ταλέντα που αυτή η κυβέρνηση σπάνια επιδεικνύει.

Η Ουάσιγκτον αφυπνίζεται ολοένα και περισσότερο για τον νέο αγώνα πλεονεκτήματος στη Λατινική Αμερική. Το αποτέλεσμα στη Βενεζουέλα θα αποτελέσει πρώιμη ένδειξη για το κατά πόσο η πολιτική των ΗΠΑ ανταποκρίνεται στην αποστολή.

Capital.gr 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024